Θεία Λειτουργία Αγίας Χαριτίνης και πάντων των εν Κύπρο διαλαψάντων Αγίων – Άμεση Μετάδοση Μετόχιο Ιεράς Μονής Κύκκου Άγιος Προκόπιος. Χοροστατούντος του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κύκκου καί Τηλλυρίας κ. Νικηφόρου συμπαραστατούμενου εκ του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κυρηνείας κ. Χρυσόστομου. Χειροτονία Νικόλαου Κούτσιου εἰς πρεσβύτερον
Είπε ο Κύριος˙ όπως θέλετε να σας συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, έτσι ακριβώς να τους συμπεριφέρεστε κι εσείς. Γιατί, αν αγαπάτε αυτούς που σας αγαπούν, ποια εύνοια περιμένετε από τον Θεό. Αφού και οι αμαρτωλοί αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν. Κι αν κάνετε καλό σ’ αυτούς που σας κάνουν καλό, ποια εύνοια περιμένετε από τον Θεό; Και οι αμαρτωλοί το ίδιο κάνουν. Αν δανείζετε σ’ όσους ελπίζετε να σας τα επιστρέψουν, ποια εύνοια περιμένετε από τόν Θεό; Κι οι αμαρτωλοί δανείζουν στους ομοίους τους για να τα πάρουν πίσω. Αντίθετα, εσείς ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας, να κάνετε το καλό και να δανείζετε, χωρίς να περιμένετε να πάρετε πίσω τίποτε. Κι έτσι, ο Θεός, που είναι καλός ακόμα και με τους αχάριστους και τους κακούς, θα σας ανταμείψει με το παραπάνω και θα σας κάνει παιδιά του. Να είστε λοιπόν σπλαχνικοί, όπως σπλαχνικός είναι κι ο Θεός Πατέρας σας.
Ερμηνεία
Η ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε σήμερα, μεταδίδει ένα υπέροχο μήνυμα στις ψυχές μας: Το μήνυμα της αγάπης. Την υποχρέωση που έχουμε, να αγαπάμε όλους τους ανθρώπους. Και μάλιστα, όχι μόνο εκείνους από τους οποίους περιμένουμε ανταπόκριση, αλλά και τους άλλους, που δεν ανταποκρίνονται θετικά στην αγάπη μας. Ακόμη και αυτούς που μας μισούν. Να έχουμε δηλαδή, απέναντι όλων καλή διάθεση, να θέλουμε να τους ευεργετήσουμε, να σταθούμε κοντά τους, να τους στηρίξουμε. Το ανάγνωσμα αναφέρεται στα εξής λόγια του Κυρίου: «Αν κάποιος θέλει να δανειστεί από σένα, βοήθησέ τον. Έστω και αν δεν περιμένεις να σου το επιστρέψει, βοήθησέ τον. Μην αρκείσθε σ’ αυτό που κάνουν όλοι οι άνθρωποι, ακόμη και οι μεγαλύτεροι αμαρτωλοί, που αγαπούν όσους τους αγαπούν και τους βοηθούν. Σεις, οι μαθητές μου, κάνετε κάτι περισσότερο για χάρη του Πατέρα σας που είναι στον ουρανό, και ο Οποίος έχει πάρα πολλή καλωσύνη. Τόση, ώστε βοηθάει αδιάκριτα, δίκαιους και αμαρτωλούς».
Η Αγία Χαριτίνη
Η αγία Χαριτίνη έζησε τον 3ο αιώνα μ. Χ. Ήταν δούλη κάποιου πλουσίου που ονομαζόταν Κλαύδιος και ο οποίος την εκτιμούσε και την σεβόταν για τον χαρακτήρα της και τα χαρίσματά της. Πραγματικά, ο τρόπος ζωής της την έκανε αξιαγάπητη, επειδή ήταν εργατική, φιλότιμη και συμπεριφερόταν με σεβασμό και αγάπη προς τον κύριό της, αλλά και προς τους συνδούλους της. Δεν άργησε να αποκαλυφθεί το γεγονός ότι ήταν Χριστιανή, επειδή αυτό γινόταν φανερό και από την συμπεριφορά της. Ο όλος τρόπος ζωής και συμπεριφοράς της διέφερε από τους ειδωλολάτρες δούλους, οι οποίοι ως επί το πλείστον είχαν αντιπάθεια και μίσος στους κυρίους τους και τσακώνονταν συνεχώς μεταξύ τους.
Όταν συνελήφθη η αγία Χαριτίνη, ο Κλαύδιος ενδύθηκε τρίχινο φόρεμα σε ένδειξη πένθους και έκλαιε απαρηγόρητα. Η αγία τον παρηγορούσε και εκείνος την παρακαλούσε να προσεύχεται και να πρεσβεύει γι’ αυτόν όταν καταταγεί στην χορεία των αγίων Μαρτύρων. Ο βασιλιάς Δομέτιος, επειδή απέτυχε στην προσπάθειά του να την πείσει να αρνηθεί τον Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα, διέταξε και της ξύρισαν το κεφάλι. Τα μαλλιά της όμως ξαναφύτρωσαν και τότε οργισμένος διέταξε να της βάλουν το κεφάλι σε αναμμένα κάρβουνα και να χύνουν από πάνω ξύδι. Κατόπιν έκαψαν τα πλευρά της με αναμμένες λαμπάδες, αλλά παρέμεινε και πάλιν αβλαβής. Στην συνέχεια, έδεσαν πέτρα στον λαιμό της και την έριξαν στη θάλασσα. Όταν όμως είδε ο τύραννος ότι δεν πνίγηκε όπως αναμενόταν, κατέστρωσε ένα σατανικό σχέδιο.
Απεφάσισε να την κλείσει σε πορνείο, για να διαφθαρεί, να διασυρθεί και να εξευτελισθεί. Η αγία προσευχήθηκε θερμά παρακαλώντας τον Κύριο να μη επιτρέψει να γίνει αυτό το ανοσιούργημα και τότε ο Χριστός παρέλαβε αμέσως την αγνή και καθαρή ψυχή της. Ο βίος και η πολιτεία της αγίας Χαριτίνης μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα. Ο τρόπος ζωής και συμπεριφοράς της Αγίας επηρέασε θετικά τον κύριό της σε τέτοιο σημείο, ούτως ώστε να του προκαλέσει πόνο και θλίψη η σύλληψη μιας δούλης του. Και μην ξεχνάμε ότι αυτό συνέβη σε μια περίοδο που το δουλεμπόριο ανθούσε και οι δούλοι εθεωρούντο πράγματα, τα οποία μπορούσε ο κύριός τους ανά πάσα στιγμή να τα χρησιμοποιήσει όπως θέλει. Μπορούσε ακόμη και να θανατώσει τους δούλους του χωρίς να είναι υποχρεωμένος να δώσει λόγο σε κανένα. Αλλά και για τους συνδούλους της υπήρξε παράδειγμα προς μίμηση και είναι πολύ φυσικό οι καλοπροαίρετοι να επηρεάσθηκαν θετικά και να άλλαξαν προς το καλύτερο.
Με τις πρεσβείες της αγίας μάρτυρος Χαριτίνης, είθε να βιώσουμε και μείς την αυθεντική κατά Χριστόν ζωή, όπως την εκφράζει η Ορθόδοξη Εκκλησία, για να αξιωθούμε να γίνουμε αληθινοί άνθρωποι.
Τον καιρό εκείνο μόλις μπήκε ο Ιησούς στην Καπερναούμ, τον πλησίασε ένας εκατόνταρχος, που τον παρακάλεσε λέγοντας: «Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος στο σπίτι, παράλυτος, και υποφέρει φοβερά». Και ο Ιησούς του λέει: «Εγώ θα έρθω και θα τον θεραπεύσω». Ο εκατόνταρχος του αποκρίθηκε: «Κύριε, δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ στο σπίτι μου˙ πες όμως μόνο ένα λόγο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου. Κι εγώ είμαι άνθρωπος κάτω από εξουσία κι έχω στρατιώτες στη διοίκησή μου˙ λέω στον ένα «πήγαινε» και πηγαίνει, και στον άλλο «έλα» και έρχεται, και στο δούλο μου «κάνε αυτό» και το κάνει». Όταν τον άκουσε ο Ιησούς, θαύμασε κι είπε σ’ όσους τον ακολουθούσαν: «Σας διαβεβαιώνω πως τόση πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δεν βρήκα. Και σας λέω πως θα’ρθούν πολλοί από ανατολή και δύση και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο τραπέζι της βασιλείας των ουρανών, ενώ οι κληρονόμοι της βασιλείας θα πεταχτούν έξω στο σκοτάδι˙ εκεί θα κλαίνε, και θα τρίζουν τα δόντια τους». Ύστερα είπε στον εκατόνταρχο ο Ιησούς: «Πήγαινε, κι ας γίνει αυτό που πίστεψες». Και γιατρεύτηκε ο δούλος εκείνη την ώρα.
Όσιος Σισώης
Για τον αληθινό Χριστιανό δεν έχει σημασία πότε θα πεθάνει, αλλά το πως θα πεθάνει. Όλοι οι Άγιοι ζουν μ’ αυτή τη μνήμη του θανάτου. Έτσι ζούσε και ο Όσιος Σισώης έχοντας διαρκώς μπροστά του τη μνήμη του θανάτου. Γεννήθηκε στην Αίγυπτο κι έζησε στις αρχές του 4ου αιώνα. Νεώτατος έρχεται στην έρημο, στην περιοχή της Νιτρίας και μπήκε στην υπακοή του γέροντα Ώρ, ο οποίος με το διορατικό του χάρισμα είδε τι επρόκειτο να γίνει. Πρωταρχικός στόχος του έγινε η απόκτηση της ταπεινοφροσύνης κι όταν τα χρόνια πέρασαν η αρετή αυτή είχε γίνει τρόπος ζωής του. Ο αββάς Σισώης θέλοντας έστω και μετά τον θάνατο του Αγίου Αντωνίου να γίνει μέτοχος και μιμητής της ασκήσεως εκείνου, αναχώρησε από τη Νιτρία και ήρθε στο όρος του Μεγάλου Αντωνίου. Εδώ έζησε για 72 χρόνια μέσα σε μια σπηλιά με άσκηση μεγάλη και σκληραγωγία. Οι αρετές του έγιναν ονομαστές ακόμα και στις μακρινές πόλεις των Χριστιανών, ώστε πολλοί έρχονταν να τον δούνε και να επωφεληθούν πνευματικά. Εκεί έλαβε χάρη από τον Κύριο να επιτελεί πολλά θαύματα. Μάλιστα έφτασε σε σημείο ακόμα και νεκρούς να αναστήσει, διότι ήταν τόσο ταπεινός και δεν πίστευε ότι ήταν άξιος τέτοιων χαρισμάτων. Βαδίζοντας κάποτε στην αιγυπτιακή έρημο βρέθηκε μπροστά στον Τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και βλέποντας τα οστά του άλλοτε ενδόξου βασιλιά αναλογιζόταν τον θάνατον και την κατάντια του ανθρώπου και θρηνώντας έλεγε: «Θάνατε, τις δύναται φυγεῖν σε;». Κοιμήθηκε ειρηνικά εν μέσῳ θείων οραμάτων καί μέχρι αὐτήν την ώρα από ταπείνωση ένιωθε τον εαυτό του ανάξιο.
Το ευαγγέλιο της Κυριακής του Τυφλού, αποτελεί μια αδιάψευστη απόδειξη ότι ο Χριστός δεν ήταν μόνο τέλειος άνθρωπος αλλά και τέλειος Θεός.
Όπως διαβάζουμε στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο (κεφ. 9, 1-38), ο Χριστός, περνώντας μέσα από την Ιερουσαλήμ, συναντάει έναν εκ γενετής τυφλό. Ο Κύριος, έκανε πυλό, αφού έφτυσε στο χώμα, του άλειψε τα μάτια και τον έστειλε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Ο τρόπος αυτός θεραπείας, μας υπενθυμίζει τον τρόπο που ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, πλάθοντάς τον. Ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη, πλάθει τον άνθρωπο από χώμα, τώρα ο Χριστός, πλάθει τα μάτια του εκ γενετής τυφλού πάλι από χώμα. Ο ίδιος Θεός! Δοκιμάζει την πίστη του τυφλού και τον στέλνει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου, και ζητάει τη δική του εκούσια και ελεύθερη συμμετοχή του στο θαύμα. Ο τυφλός όμως με πίστη, υπακούει στην εντολή του Θεού, πηγαίνει και πλένεται και επιστρέφει βλέποντας.
Όμως, η ζωή του θεραπευμένου τυφλού, δε έγινε ευκολότερη. Γίνεται στόχος της κακίας και του μίσους των Φαρισαίων, των ανθρώπων εκείνων που με ζήλο πίστευαν στο Θεό και στην τήρηση του Νόμου Του. Ανακρίνουν τον τυφλό κι αντί να πιστέψουν κι εκείνοι βλέποντας ζωντανό το θαύμα μπροστά τους, κλείνουν τα μάτια της ψυχής τους. Ο θρησκευτικός φανατισμός τους, όχι μόνο τους κλείνει τα μάτια της ψυχής και εξαφανίζει από την ψυχή τους τη διάκριση αλλά τους απομακρύνει τελικά και από το Θεό.
Οι γονείς του τυφλού, φοβούνται να ομολογήσουν το θαύμα που έγινε στο παιδί τους που γεννήθηκε τυφλό, για να μην γίνουν αποσυνάγωγοι. Τόση ήταν η πίστη τους και η χαρά τους που απέκρυψαν αποφεύγοντας με μαεστρία να ομολογήσουν ένα αληθινό γεγονός. «Έχει ηλικία αυτόν να ρωτήσετε»! Ίσως ο Χριστός να τους χάλασε τα σχέδια, αφού ο εκ γενετής τυφλός γιος τους ζητιάνευε. Ίσως τους χάλασε την ησυχία τους αφού έπρεπε να παρουσιαστούν στη συναγωγή και να ανακριθούν με τον κίνδυνο να γίνουν αποσυνάγωγοι. Κι εμείς οι χριστιανοί που ευεργετούμαστε καθημερινά από το Θεό, ντρεπόμαστε ή φοβόμαστε να ομολογήσουμε το Θεό από την ολιγοπιστία μας. Βάζουμε τα συμφέροντά μας πάνω από το Θεό, πιστεύοντας ενδόμυχα πως Εκείνος θα μας καταλάβει! Εκείνος θα μας καταλάβει αλλά θα δει και την πίστη μας και τις προτεραιότητες που έχουμε βάλλει στη ζωή μας. Θα δει ποιους θεούς έχουμε βάλλει στη θέση Του και με το δικό του τρόπο δε θα πάψει να μας υπενθυμίζει πως Εκείνος είναι το φως του κόσμου.
Ο τυφλός, τελικά δε θεράπευσε μόνο τα μάτια του σώματός του αλλά και της ψυχής του. Αναγνωρίζει και προσκυνεί τη θεότητα του Ιησού και δε διστάζει να το ομολογήσει στους θρησκευτικούς άρχοντες με θάρρος που θα το ζήλευαν πολλοί από μας. Δεν αρκεί μόνο η πίστη, χρειάζεται και η ομολογία πίστεως για να γίνουμε γνήσια παιδιά του Ιησού. Όταν ομολογήσουμε το Χριστό μπροστά στους ανθρώπους, θα μας ομολογήσει και Εκείνος μπροστά στον Πατέρα Του, μας έχει υποσχεθεί ο Κύριος.
Το Ευαγγέλιον της Κυριακής του Τυφλού – Ιωαν. θ’ 1-38
Τον καιρό εκείνο καθώς πήγαινε στον δρόμο του ο Ιησούς είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν. Όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που μ’ έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για τον κόσμο». Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το σάλιο, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του ανθρώπου, και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ»-που σημαίνει «απεσταλμένος από τον Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ο άνθρωπος, πήγε και νίφτηκε και, όταν γύρισε πίσω, έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τον είχαν δει προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;» Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Όχι, είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος όμως έλεγε: «Εγώ είμαι». Τότε τον ρωτούσαν: «Πώς, λοιπόν, άνοιξαν τα μάτια σου;» Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια και μου είπε: «πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ καί νίψου»˙ πήγα λοιπόν εκεί, και, αφού νίφτηκα, βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν: «Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;» Κι αυτός απάντησε: «Δεν ξέρω». Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός. Η μέρα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. Άρχισαν λοιπόν και οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πως απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από τον Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία;» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. Ρωτούν λοιπόν πάλι τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν; Πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης». Οι Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει; Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας και πως γεννήθηκε τυφλός˙ πώς όμως τώρα βλέπει, δεν ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν ξέρουμε˙ ρωτήστε τον ίδιο, ενήλικος είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν κιόλας συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του, «ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο». Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν πριν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια μπροστά στον Θεό˙ εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: «Αν είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω˙ ένα ξέρω, πως, ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Τον ρώτησαν τότε: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας», τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε˙ γιατί θέλετε να το ακούσετε πάλι; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του;» Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου˙ εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή˙ εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στον Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δεν ξέρουμε την προέλευσή του». Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο, πως εσείς δεν ξέρετε από πού είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός τους αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος τον σέβεται και κάνει το θέλημά του, αυτόν τον ακούει. Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν από τον Θεό δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα». «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις εσύ τον δάσκαλο σ’ εμάς;» Και τον πέταξαν έξω. Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» «Μα τον έχεις κιόλας δει, του είπε ο Ιησούς˙ «αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». Κι εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε.
Την Παρασκευή, στέλνεται ο Ιησούς δέσμιος από τον Καϊάφα στον τότε ηγεμόνα της Ιουδαίας Πόντιο Πιλάτο. Αυτός, αφού Τον ανέκρινε με πολλούς τρόπους και αφού ομολόγησε δυο φορές ότι ο Ιησούς είναι αθώος, έπειτα, για να ευχαριστηθούν οι Ιουδαίοι, τον καταδικάζει σε θάνατο• και αφού τον μαστίγωσε σαν δραπέτη δούλο τον Δεσπότη των όλων, Τον παρέδωσε για να σταυρωθεί. Από ’κει και πέρα ο Ιησούς, αφού παραδόθηκε στους στρατιώτες, γυμνώνεται, φοράει κόκκινη χλαμύδα, στεφανώνεται με ακάνθινο στεφάνι, κρατάει κάλαμο σα σκήπτρο, προσκυνείται χλευαστικά, φτύνεται και χτυπιέται στο πρόσωπο και στο κεφάλι. Μετά, φορώντας πάλι τα ρούχα του και βαστάζοντας το Σταυρό, πηγαίνει προς τον Γολγοθά, τον τόπο της καταδίκης και εκεί, γύρω στην Τρίτη ώρα της ημέρας, σταυρώνεται μεταξύ δυο ληστών, βλασφημείται από αυτούς που είχαν πάει στον Γολγοθά μαζί του, μυκτηρίζεται από τους αρχιερείς, ποτίζεται από τους στρατιώτες με ξύδι ανακατεμένο με χολή. Γύρω στην ενάτη ώρα, αφού βγάζει πρώτα φωνή μεγάλη, και λέει: «Τετέλεσται», εκπνέει «ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», την ώρα κατά την οποία σφάζονταν, σύμφωνα με τον νόμο, ο πασχαλινός αμνός, ο οποίος καθιερώθηκε ως έθιμο στους Ιουδαίους, προτυπώνοντας τον Εσταυρωμένο Χριστό, πρίν από 1043 χρόνια.
Το δεσποτικό αυτό θάνατο και η άψυχη κτίση, πενθώντας, τον τρέμει και αλλοιώνεται από το φόβο αλλά ο Δημιουργός της κτίσεως ακόμα και όταν είναι νεκρός, λογχίζεται την ακήρατη πλευρά Του και ρέει απ’ αυτή αίμα και νερό. Τέλος, κατά τη δύση του ηλίου, έρχεται ο Ιωσήφ από Αριμαθείας και ο Νικόδημος μαζί με αυτόν, και οι δυο κρυφοί μαθητές του Ιησού, αποκαθηλώνουν από το Σταυρό το πανάγιο του διδασκάλου σώμα, το αρωματίζουν, το τυλίγουν με καθαρό σεντόνι και αφού το έθαψαν σε καινούργιο τάφο, κυλούν στο στόμιο του μεγάλο λίθο.
Αυτά τα φρικτά και σωτήρια πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού επιτελούμε σήμερα και εις ανάμνηση αυτών παραλάβαμε από αποστολική διαταγή, τη νηστεία της Παρασκευής.
Η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα για τη σημερινή Εκκλησία δεν είναι ανάμνηση ενός γεγονότος που κάποτε συνέβη κι έχουμε χρέος να το θυμόμαστε, αλλά η επανάληψη του ιδίου γεγονότος μέσα στα χρονικά και τοπικά πλαίσια του παρόντος. Και σήμερα έρχεται ο Χριστός μέσα στην πανηγυρική θεία Λειτουργία. Έρχεται πάλι για να σταυρωθεί κι αναστηθεί. Έρχεται για να επαναλάβει το Μυστήριο της φιλανθρωπίας του. Μέσα σε κάθε θεία Λειτουργία συνεχίζει το έργο της σωτηρίας μας. Ιδιαίτερα αυτές τις μέρες θα ζήσουμε την πορεία του προς το πάθος και την Ανάσταση με τις ιερές ακολουθίες, την κατανυκτική υμνολογία και τη λεπτομερειακή περιγραφή της σταυρώσιμης πορείας από τους ιερούς ευαγγελιστές. Η υμνολογία μας παρακινεί να υποδεχθούμε τον ερχόμενο Βασιλέα: «Εξέλθετε έθνη, εξέλθετε και λαοί και θεάσασθε σήμερον, τον Βασιλέα των Ουρανών ως επί θρόνου υψηλού, επί πώλου ευτελούς, την Ιερουσαλήμ προσεπιβαίνοντα».
Έξι μέρες πριν από τη γιορτή του Πάσχα ήλθε ο Ιησούς στη Βηθανία, όπου έμενε ο Λάζαρος, που ο Ιησούς τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Ετοίμασαν, λοιπόν, εκεί για χάρη του δείπνο, και η Μάρθα υπηρετούσε, ενώ ο Λάζαρος ήταν ένας απ’ αυτούς που παρακάθονταν μαζί με τον Ιησού στο δείπνο. Τότε η Μαρία πήρε μια φιάλη από το πιο ακριβό άρωμα της νάρδου κι άλειψε τα πόδια του Ιησού. Έπειτα σκούπισε με τα μαλλιά της τα πόδια του, κι όλο το σπίτι γέμισε με την ευωδία του μύρου. Λέει τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους μαθητές του, αυτός που σκόπευε να τον προδώσει: «Γιατί να μην πουληθεί αυτό το μύρο για τριακόσια αργυρά νομίσματα, και τα χρήματα να διανεμηθούν στους φτωχούς;» Και το είπε αυτό, όχι γιατί νοιαζόταν για τους φτωχούς, αλλά γιατί ήταν κλέφτης και, καθώς διαχειριζόταν το κοινό ταμείο, συχνά κρατούσε για τον εαυτό του από τα χρήματα που έβαζαν σ’ αυτό. Είπε τότε ο Ιησούς: «Άφησέ την ήσυχη˙ αυτό που κάνει είναι για την ημέρα του ενταφιασμού μου. Οι φτωχοί πάντοτε θα υπάρχουν κοντά σας, εμένα όμως δεν θα με έχετε πάντοτε». Πλήθος πολύ από τους Ιουδαίους της πόλεως έμαθαν ότι ο Ιησούς βρίσκεται εκεί και ήρθαν για να τον δουν όχι μόνο τον Ιησού, αλλά και τον Λάζαρο, που ο Ιησούς τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Γι’ αυτό οι αρχιερείς αποφάσισαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο, επειδή εξαιτίας του πολλοί Ιουδαίοι τους εγκατέλειπαν και πίστευαν στον Ιησού. Την άλλη μέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει για τη γιορτή του Πάσχα, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, πήραν κλαδιά φοινικιάς, και βγήκαν από την πόλη να τον προϋπαντήσουν κραυγάζοντας: Δόξα στον Θεό! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! Ευλογημένος ο βασιλιάς του Ισραήλ! Ο Ιησούς είχε βρει ένα γαϊδουράκι και κάθισε πάνω του, όπως λέει η Γραφή: «Μη φοβάσαι θυγατέρα μου, πόλη της Σιών˙ να που έρχεται σ’ εσένα ο βασιλιάς σου, σε γαϊδουράκι πάνω καθισμένος». Αυτά στην αρχή δεν τα κατάλαβαν οι μαθητές του˙ όταν όμως ο Ιησούς ανυψώθηκε στη θεία δόξα, τότε τα θυμήθηκαν. Ό,τι είχε γράψει για κείνον η Γραφή, αυτά και του έκαναν. Όλοι, λοιπόν, εκείνοι που ήταν μαζί με τον Ιησού, όταν φώναξε τον Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε από τους νεκρούς, διηγούνταν όσα είχαν δει. Γι’ αυτό, ήρθε το πλήθος να τον προϋπαντήσει, επειδή έμαθαν ότι αυτός είχε κάνει το σημαδιακό αυτό έργο.
Αδελφοί, και σήμερα έρχεται ο Χριστός στη γη των στεναγμών και δακρύων. Έρχεται για να θυσιαστεί και αναστηθεί χάρη των ανθρώπων. Πόσοι από μας είναι έτοιμοι ν’ απλώσουν τα πέπλα των θείων έργων στην υποδοχή Του και αντί βαΐων να πάρουν στα χέρια τους τα εύοσμα άνθη των αρετών; Πόσοι ομολογούν πίστη στον ουράνιο Βασιλέα και πόσοι σαν τους Φαρισαίους σπεύδουν να σχεδιάσουν της προδοσίας το φίλημα;
Αρχή του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού, του ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού έγινε ο Ιωάννης· 2 σύμφωνα με εκείνο που έχει γραφή στους προφήτας περί του Ιωάννου του Προδρόμου·“Ιδού εγώ, λέγει ο Θεός δια του προφήτου Μαλαχίου, αποστέλλω τον αγγελιοφόρον μου ολίγον ενωρίτερα από σε, ο οποίος και θα προπαρασκευάση την οδόν σου (δηλαδή τας ψυχάς και τας καρδίας των ανθρώπων) δια να σε υποδεχθούν”. 3 Και ο σταλμένος αυτός από τον Θεόν αγγελιοφόρος είναι εκείνος, δια τον οποίον ο προφήτης Ησαΐας είπε· “Φωνή ανθρώπου, ο οποίος βοά εις έρημον· ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου· κάμετε ευθείς τους δρόμους του (ευθύνατε τας καρδίας σας)”. 4 Εγινε δε ο Ιωάννης αρχή κατά την εποχήν εκείνην, βαπτίζων εις την έρημον και κηρύσσων βάπτισμα εις πιστοποίησιν της μετανοίας, δια να λάβουν οι βαπτιζόμενοι την άφεσιν των αμαρτιών, όταν θα εδέχοντο τον ερχόμενον μετ’ ολίγον Μεσσίαν. 5 Και επήγαιναν προς αυτόν οι κάτοικοι ολοκλήρου της Ιουδαίας και οι Ιεροσολυμίται και εβαπτίζοντο από αυτόν στον Ιορδάνην ποταμόν, εξομολογούμενοι συγχρόνως τας αμαρτίας των. 6 Εφορούσε δε ο Ιωάννης ένδυμα από τρίχας καμήλου και είχε δερματίνην ζώνην γύρω από την μέσην του και έτρωγε ακρίδες και μέλι άγριον. 7 Και εκήρυττε λέγων· “έρχεται ύστερα από εμέ εκείνος που είναι ισχυρότερός μου και του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να σκύψω και να λύσω το λουρί των υποδημάτων του. 8 Εγώ μεν σας εβάπτισα με νερό, αυτός όμως θα σας βαπτίση με Πνεύμα Αγιον”.
Τον καιρό εκείνο, καθώς ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Όταν άκουσε το πλήθος που περνούσε, ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Του είπαν ότι περνάει ο Ιησούς ο Ναζωραίος, κι εκείνος φώναξε δυνατά: «Ιησού, Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Αυτοί που προπορεύονταν τον μάλωναν να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο δυνατά: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Τότε ο Ιησούς στάθηκε κι έδωσε εντολή να τον φέρουν κοντά του. Όταν αυτός πλησίασε, τον ρώτησε: «Τι θέλεις να σου κάνω;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Κύριε, θέλω ν’ αποχτήσω το φως μου». Και ο Ιησούς του είπε: «Απόχτησε το φως σου! Η πίστη σου σε έσωσε. Αμέσως βρήκε το φως του κι ακολουθούσε τον Ιησού δοξάζοντας τον Θεό. Όλος ο κόσμος, όταν τον είδε, δοξολογούσε τον Θεό.
Ο Προφήτης Ναούμ
Νινευή. Στο Α’ κεφάλαιο, υμνεί τον Θεό, στο Β’ κεφάλαιο, προαναγγέλλει τον όλεθρο της Νινευή με τα άρματά της, τους Ιππείς και τους θησαυρούς της ενώ στο Γ’ κεφάλαιο, χαρακτηρίζει τη Νινευή σαν πόλη των αιμάτων, του ψεύδους, της μεγάλης αδικίας και πορνείας.
Ας δούμε, όμως, τι λέει για τους αμαρτωλούς ανθρώπους τέτοιας πόλης, και τι γι’ αυτούς που είναι κοντά στον Κύριο: «Χριστός Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως καὶ γινώσκων τοὺς εὐλαβουμένους αὐτὸν καὶ ἐν κατακλυσμοῖς πορείας συντέλειαν ποιήσεται τοὺς ἐπεγειρομένους, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ διώξεται σκότος» (Ναούμ, Α’ 7 -8). Δηλαδή ο Κύριος είναι ευεργετικός για εκείνους που μένουν κοντά Του στις ημέρες των θλίψεων τους. Γνωρίζει ο Κύριος και περιβάλλει με συμπάθεια εκείνους που Τον σέβονται. Εναντίον όμως των αμαρτωλών, που
αλαζονικά με κάθε είδους αμαρτία εγείρονται εναντίον Του, θα ορμήσει σαν κατακλυσμός για να τους εξαφανίσει τελείως. Θα καταδιώξει τους εχθρούς Του και θα τους κυριεύσει το σκοτάδι του θανάτου.
Ο προφήτης Ναούμ πέθανε ειρηνικά και τάφηκε στον τόπο των πατέρων
Τον καιρό εκείνο κάποιος άνθρωπος ρώτησε τον Ιησού «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Γιατί με αποκαλείς «αγαθό»; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός. Ξέρεις τις εντολές: μη μοιχεύσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Κι εκείνος του είπε: «Όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου». Όταν τ’ άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Ένα ακόμη σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στον Θεό˙ και έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις εκείνος τ’ άκουσε αυτά, πολύ στενοχωρήθηκε, γιατί ήταν πολύ πλούσιος. Όταν ο Ιησούς τον είδε τόσο στενοχωρημένον, είπε: «Πόσο δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα μπαίνουν στη βασιλεία του Θεού! Γιατί είναι ευκολότερο να περάσει μέσα από βελονότρυπα καμήλα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όσοι τον άκουσαν είπαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτά που για τους ανθρώπους είναι αδύνατα, για τον Θεό είναι δυνατά».
Τον καιρό εκείνο, ο Ιησούς πήγε σε μια πόλη που τη λέγανε Ναΐν. Μαζί του ήταν αρκετοί μαθητές του και πολύ πλήθος. Την ώρα που πλησίαζαν την πύλη της πόλης, βγάζανε ένα νεκρό, το μονάκριβο γιο μιας μάνας, που μάλιστα ήταν χήρα. Κόσμος πολύς από την πόλη τη συνόδευε. Όταν είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε: «Μην κλαις». Έπειτα προχώρησε, ακούμπησε τη σορό, και είπε: «Νεαρέ, σε διατάζω να σηκωθείς». Ανακάθισε ο νεκρός κι άρχισε να μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον παρέδωσε στη μητέρα του.
Όλους τους κυρίεψε δέος και δόξασαν τόν Θεό λέγοντας: «Μεγάλος προφήτης εμφανίστηκε ανάμεσά μας!» και: «Ο Θεός ήρθε να σώσε τόν λαό του!»
ΟΣΙΟΣ ΚΕΝΔΕΑΣ
Ο Όσιος Κενδέας ο Θαυματουργός συγκαταλέγεται μεταξύ των Αλαµάνων Αγίων που ήλθαν στην Κύπρο από την περιοχή της Παλαιστίνης. Στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών ο Όσιος απο-σύρεται μέσα σε μια σπηλιά στην έρημο του Ιορδάνου στην Παλαιστίνη, προκειμένου να μυηθεί στην ησυχαστική ζωή. Ο Όσιος Κενδέας με τον έντονο πνευματικό αγώνα προσέλκυσε τη Χάρη του Θεού και γι’ αυτό άρχισε να επιτελεί διάφορα θαυμαστά σημεία και ιάσεις. Ο μεγάλος αυτός Όσιος αξιώθηκε του χαρίσματος της ιερωσύνης κατόπιν της παρότρυνσης του ασκητή Ανανία. Μετά τη χειροτονία του εγκαταστάθηκε για λίγο σε ένα Μοναστήρι, αλλά μετά από λίγο καιρό επέστρεψε στην αγαπημένη του έρημο. Ωστόσο, στη συνέχεια, η Πρόνοια του Θεού τον φυγάδευσε στην Κύπρο, αφού την περίοδο εκείνη ξέσπασαν διωγμοί κατά των ασκητών που ζούσαν στην έρημο. Τότε ο Όσιος έφυγε από την Παλαιστίνη, μαζί με άλλους ασκητές, και μετά από ένα δύσκολο ταξίδι, αφού το πλοίο στο οποίο επέβαιναν καταστρέφηκε, απέπλευσαν στην περιοχή της Πάφου. Οι ασκητές αυτοί κατευθύνθηκαν σε διάφορες περιοχές της νήσου μας, προκειμένου να βρουν τον καταλληλότερο τόπο για να ησυχάσουν.
Ο Όσιος Κενδέας εγκαταστάθηκε επάνω σε γκρεμό στην Πάφο και παρόλο τον πόλεμο που δεχόταν από το Σατανά, και τα όργανά του, παρέμεινε εκεί ασκητεύοντας και υπηρετώντας τους συνανθρώπους του. Διά της προσευχής θεράπευε από διάφορα νοσήματα και με τον λόγο του καταπράϋνε τις καρδίες των ανθρώπων.
Κάποτε δε, ο Όσιος Κενδέας θέλησε να πάει να επισκεφθεί ένα προσφιλή του συνασκητή, τον Ιωνά, ο οποίος ασκήτευε στην περιοχή της Αµµοχώστου. Στην πορεία, ωστόσο, άλλαξε γνώμη και γι’ αυτό εισήλθε σε ένα σπήλαιο με την απόφαση να μην ξαναβγεί έξω από αυτό. Η καρδιά του όμως δεν σίγησε, αλλά ζητούσε επίμονα να συναντήσει τον Ιωνά. Εισακούοντας τους αλάλητους στεναγμούς της καρδιάς του Κενδέα, ο Κύριος απέστειλε ένα Άγγελο Κυρίου, προειμένου να μεταφέρει τον Ιωνά από το κελί στο σπήλαιο όπου μόναζε ο Κενδέας. Πράγματι ο Άγγελος έφερε τον Ιωνά στο σπήλαιο του Κενδέα, όπου μετά τον ασπασμό και τη συνομιλία που είχαν οι δύο Όσιοι ο Άγγελος μετέφερε τον Ιωνά και πάλι στο κελλί του.
Το θαυμαστό αυτό γεγονός ώθησε τον Κενδέα να βγει από το σπήλαιο και να πάει στο ασκητήριο του Ιωνά, προκειμένου να διαπιστώσει εάν πράγματι έγινε αυτή η συνάντηση ή αν ήταν διαβολική απάτη. Όταν δε τον συνάντησε και διαπίστωσε ότι όντως συναντήθηκε μαζί του επέστρεψε στο σπήλαιό του.
Ο Κενδέας είχε οσιακό τέλος, δηλαδή κοιμήθηκε εν ειρήνη σε βαθύ γήρας, έπειτα από πολυχρόνιο πνευματικό αγώνα.
Ο Όσιος Κενδέας ονομάστηκε Θαυματουργός λόγω των πολλών σημείων που επιτελούσε όσο ακόμη βρισκόταν στη ζωή, αλλά και μετά το θάνατό του. Ιάσεις ασθενειών, βροχοπτώσεις, εκδίωξη δαιμόνων είναι μερικά από τα χαρίσματα που του έδωσε ο πανάγαθος Θεός.
Το σπήλαιο του Οσίου βρίσκεται πλησίον της κοινότητας Αυγόρου, όπου υπάρχει Ιερά Μονή στην οποία σήμερα εγκαταβιώνει γυναικεία αδελφότητα.