Category Archives: Μετόχι Ι.Μ.Κύκκου

Θεία Λειτουργία Αγίας Χαριτίνης – Σύναξη των εν Κύπρω διαλαμψάντων Αγίων. Χειροτονία Νικόλαου Κούσιου. Μετόχι Ιεράς Μονής Κύκκου Άγιος Προκόπιος

Θεία Λειτουργία Αγίας Χαριτίνης και πάντων των εν Κύπρο διαλαψάντων Αγίων  – Άμεση Μετάδοση Μετόχιο Ιεράς Μονής Κύκκου Άγιος Προκόπιος. Χοροστατούντος του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κύκκου καί Τηλλυρίας κ. Νικηφόρου συμπαραστατούμενου εκ του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κυρηνείας κ. Χρυσόστομου. Χειροτονία Νικόλαου Κούτσιου εἰς πρεσβύτερον

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

Κυριακή Β’ Λουκά

Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν στ’, 31-36
Εἶπεν ὁ Κύριος˙ Καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. Καί εἰ ἀγαπᾶτε τούς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καί γάρ οἱ ἁμαρτωλοί τούς ἀγαπῶντας αὐτούς ἀγαπῶσι. Καί ἐάν ἀγαθοποιῆτε τούς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καί γάρ οἱ ἁμαρτωλοί τό αὐτό ποιοῦσι. Καί ἐάν δανείζητε παρ’ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καί γάρ οἱ ἁμαρτωλοί ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν, ἵνα ἀπολάβωσι τά ἴσα. Πλήν ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, καί ἀγαθοποιεῖτε, καί δανείζετε, μηδέν ἀπελπίζοντες˙  καί ἔσται ὁ μισθός ὑμῶν πολύς, καί ἔσεσθε υἱοί τοῦ Ὑψίστου˙ ὅτι αὐτός χρηστός ἐστιν ἐπί τούς ἀχαρίστους καί πονηρούς. Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ Πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστίν.

Μετάφραση

Είπε ο Κύριος˙ όπως θέλετε να σας συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, έτσι ακριβώς να τους συμπεριφέρεστε κι εσείς. Γιατί, αν αγαπάτε αυτούς που σας αγαπούν, ποια εύνοια περιμένετε από τον Θεό. Αφού και οι αμαρτωλοί αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν. Κι αν κάνετε καλό σ’ αυτούς που σας κάνουν καλό, ποια εύνοια περιμένετε από τον Θεό; Και οι αμαρτωλοί το ίδιο κάνουν. Αν δανείζετε σ’ όσους ελπίζετε να σας τα επιστρέψουν, ποια εύνοια περιμένετε από τόν Θεό; Κι οι αμαρτωλοί δανείζουν στους ομοίους τους για να τα πάρουν πίσω. Αντίθετα, εσείς ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας, να κάνετε το καλό και να δανείζετε, χωρίς να περιμένετε να πάρετε πίσω τίποτε. Κι έτσι, ο Θεός, που είναι καλός ακόμα και με τους αχάριστους και τους κακούς, θα σας ανταμείψει με το παραπάνω και θα σας κάνει παιδιά του. Να είστε λοιπόν σπλαχνικοί, όπως σπλαχνικός είναι κι ο Θεός Πατέρας σας.

Ερμηνεία

Η ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε σήμερα, μεταδίδει ένα υπέροχο μήνυμα στις ψυχές μας: Το μήνυμα της αγάπης.
Την υποχρέωση που έχουμε, να αγαπάμε όλους τους ανθρώπους. Και μάλιστα, όχι μόνο εκείνους από τους οποίους περιμένουμε ανταπόκριση, αλλά και τους άλλους, που δεν ανταποκρίνονται θετικά στην αγάπη μας. Ακόμη και αυτούς που μας μισούν. Να έχουμε δηλαδή, απέναντι όλων καλή διάθεση, να θέλουμε να τους ευεργετήσουμε, να σταθούμε κοντά τους, να τους στηρίξουμε. Το ανάγνωσμα αναφέρεται στα εξής λόγια του Κυρίου: «Αν κάποιος θέλει να δανειστεί από σένα, βοήθησέ τον. Έστω και αν δεν περιμένεις να σου το επιστρέψει, βοήθησέ τον. Μην αρκείσθε σ’ αυτό που κάνουν όλοι οι άνθρωποι, ακόμη και οι μεγαλύτεροι αμαρτωλοί, που αγαπούν όσους τους αγαπούν και τους βοηθούν. Σεις, οι μαθητές μου, κάνετε κάτι περισσότερο για χάρη του Πατέρα σας που είναι στον ουρανό, και ο Οποίος έχει πάρα πολλή καλωσύνη. Τόση, ώστε βοηθάει αδιάκριτα, δίκαιους και αμαρτωλούς».

Η Αγία Χαριτίνη

Η αγία Χαριτίνη έζησε τον 3ο αιώνα μ. Χ. Ήταν δούλη κάποιου πλουσίου που ονομαζόταν Κλαύδιος και ο οποίος την εκτιμούσε και την σεβόταν για τον χαρακτήρα της και τα χαρίσματά της. Πραγματικά, ο τρόπος ζωής της την έκανε αξιαγάπητη, επειδή ήταν εργατική, φιλότιμη και συμπεριφερόταν με σεβασμό και αγάπη προς τον κύριό της, αλλά και προς τους συνδούλους της. Δεν άργησε να αποκαλυφθεί το γεγονός ότι ήταν Χριστιανή, επειδή αυτό γινόταν φανερό και από την συμπεριφορά της. Ο όλος τρόπος ζωής και συμπεριφοράς της διέφερε από τους ειδωλολάτρες δούλους, οι οποίοι ως επί το πλείστον είχαν αντιπάθεια και μίσος στους κυρίους τους και τσακώνονταν συνεχώς μεταξύ τους.

Όταν συνελήφθη η αγία Χαριτίνη, ο Κλαύδιος ενδύθηκε τρίχινο φόρεμα σε ένδειξη πένθους και έκλαιε απαρηγόρητα. Η αγία τον παρηγορούσε και εκείνος την παρακαλούσε να προσεύχεται και να πρεσβεύει γι’ αυτόν όταν καταταγεί στην χορεία των αγίων Μαρτύρων. Ο βασιλιάς Δομέτιος, επειδή απέτυχε στην προσπάθειά του να την πείσει να αρνηθεί τον Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα, διέταξε και της ξύρισαν το κεφάλι. Τα μαλλιά της όμως ξαναφύτρωσαν και τότε οργισμένος διέταξε να της βάλουν το κεφάλι σε αναμμένα κάρβουνα και να χύνουν από πάνω ξύδι. Κατόπιν έκαψαν τα πλευρά της με αναμμένες λαμπάδες, αλλά παρέμεινε και πάλιν αβλαβής. Στην συνέχεια, έδεσαν πέτρα στον λαιμό της και την έριξαν στη θάλασσα. Όταν όμως είδε ο τύραννος ότι δεν πνίγηκε όπως αναμενόταν, κατέστρωσε ένα σατανικό σχέδιο.

Απεφάσισε να την κλείσει σε πορνείο, για να διαφθαρεί, να διασυρθεί και να εξευτελισθεί. Η αγία προσευχήθηκε θερμά παρακαλώντας τον Κύριο να μη επιτρέψει να γίνει αυτό το ανοσιούργημα και τότε ο Χριστός παρέλαβε αμέσως την αγνή και καθαρή ψυχή της. Ο βίος και η πολιτεία της αγίας Χαριτίνης μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα. Ο τρόπος ζωής και συμπεριφοράς της Αγίας επηρέασε θετικά τον κύριό της σε τέτοιο σημείο, ούτως ώστε να του προκαλέσει πόνο και θλίψη η σύλληψη μιας δούλης του. Και μην ξεχνάμε ότι αυτό συνέβη σε μια περίοδο που το δουλεμπόριο ανθούσε και οι δούλοι εθεωρούντο πράγματα, τα οποία μπορούσε ο κύριός τους ανά πάσα στιγμή να τα χρησιμοποιήσει όπως θέλει. Μπορούσε ακόμη και να θανατώσει τους δούλους του χωρίς να είναι υποχρεωμένος να δώσει λόγο σε κανένα. Αλλά και για τους συνδούλους της υπήρξε παράδειγμα προς μίμηση και είναι πολύ φυσικό οι καλοπροαίρετοι να επηρεάσθηκαν θετικά και να άλλαξαν προς το καλύτερο.

Με τις πρεσβείες της αγίας μάρτυρος Χαριτίνης, είθε να βιώσουμε και μείς την αυθεντική κατά Χριστόν ζωή, όπως την εκφράζει η Ορθόδοξη Εκκλησία, για να αξιωθούμε να γίνουμε αληθινοί άνθρωποι.

Θεία Λειτουργία Κυριακή Δ’ Ματθαίου, Άμεση Μετάδοση από τον Ιερό Ναό Αγίου Προκοπίου, Μετόχι Ι.Μ. Κύκκου, 06 Ιουλίου 2014

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Ματθ. η’ 5-13
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς Καπερναούμ, προσῆλθεν αὐτῷ Ἑκατόνταρχος, παρακαλῶν αὐτόν, καί λέγων˙ Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. Καί λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς˙ Ἐγώ ἐλθών θεραπεύσω αὐτόν. Καί ἀποκριθείς ὁ Ἑκατόνταρχος ἔφη˙ Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανός, ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς˙ ἀλλά μόνον εἰπέ λόγον, καί ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. Καί γάρ ἐγώ ἄνθρωπός εἰμι ὑπό ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ’ ἐμαυτόν στρατιώτας˙ καί λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καί πορεύεται˙ καί ἄλλῳ, ἔρχου, καί ἔρχεται˙ καί τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καί ποιεῖ. Ἀκούσας δέ ὁ Ἰησοῦς, ἐθαύμασε, καί εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν˙ Ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐδέ ἐν τῷ Ἰσραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. Λέγω δέ ὑμῖν, ὅτι πολλοί ἀπό Ἀνατολῶν καί Δυσμῶν ἥξουσι, καί ἀνακλιθήσονται μετά Ἀβραάμ καί  Ἰσαάκ και  Ἰακώβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν˙ οἱ δέ υἱοί τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον˙ ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων. Καί εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ Ἑκατοντάρχῳ˙  Ὕπαγε, καί ὡς ἐπίστευσας, γενη-θήτω σοι. Καί ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.
Μετάφραση
Η Θεραπεία του δούλου του εκατόνταρχου
Τον καιρό εκείνο μόλις μπήκε ο Ιησούς στην Καπερναούμ, τον πλησίασε ένας εκατόνταρχος, που τον παρακάλεσε λέγοντας: «Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος στο σπίτι, παράλυτος, και υποφέρει φοβερά». Και ο Ιησούς του λέει: «Εγώ θα έρθω και θα τον θεραπεύσω». Ο εκατόνταρχος του αποκρίθηκε: «Κύριε, δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ στο σπίτι μου˙ πες όμως μόνο ένα λόγο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου. Κι εγώ είμαι άνθρωπος κάτω από εξουσία κι έχω στρατιώτες στη διοίκησή μου˙ λέω στον ένα «πήγαινε» και πηγαίνει, και στον άλλο «έλα» και έρχεται, και στο δούλο μου «κάνε αυτό» και το κάνει». Όταν τον άκουσε ο Ιησούς, θαύμασε κι είπε σ’ όσους τον ακολουθούσαν: «Σας διαβεβαιώνω πως τόση πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δεν βρήκα. Και σας λέω πως θα’ρθούν πολλοί από ανατολή και δύση και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο τραπέζι της βασιλείας των ουρανών, ενώ οι κληρονόμοι της βασιλείας θα πεταχτούν έξω στο σκοτάδι˙ εκεί θα κλαίνε, και θα τρίζουν τα δόντια τους». Ύστερα είπε στον εκατόνταρχο ο Ιησούς: «Πήγαινε, κι ας γίνει αυτό που πίστεψες». Και γιατρεύτηκε ο δούλος εκείνη την ώρα.
Όσιος Σισώης

Για τον αληθινό Χριστιανό δεν έχει σημασία πότε θα πεθάνει, αλλά το πως θα πεθάνει. Όλοι οι Άγιοι ζουν μ’ αυτή τη μνήμη του θανάτου. Έτσι ζούσε και ο Όσιος Σισώης έχοντας διαρκώς μπροστά του τη μνήμη του θανάτου. Γεννήθηκε στην Αίγυπτο κι έζησε στις αρχές του 4ου αιώνα. Νεώτατος έρχεται στην έρημο, στην περιοχή της Νιτρίας και μπήκε στην υπακοή του γέροντα Ώρ, ο οποίος με το διορατικό του χάρισμα είδε τι επρόκειτο να γίνει. Πρωταρχικός στόχος του έγινε η απόκτηση της ταπεινοφροσύνης κι όταν τα χρόνια πέρασαν η αρετή αυτή είχε γίνει τρόπος ζωής του. Ο αββάς Σισώης θέλοντας έστω και μετά τον θάνατο του Αγίου Αντωνίου να γίνει μέτοχος και μιμητής της ασκήσεως εκείνου, αναχώρησε από τη Νιτρία και ήρθε στο όρος του Μεγάλου Αντωνίου. Εδώ έζησε για 72 χρόνια μέσα σε μια σπηλιά με άσκηση μεγάλη και σκληραγωγία. Οι αρετές του έγιναν ονομαστές ακόμα και στις μακρινές πόλεις των Χριστιανών, ώστε πολλοί έρχονταν να τον δούνε και να επωφεληθούν πνευματικά. Εκεί έλαβε χάρη από τον Κύριο να επιτελεί πολλά θαύματα. Μάλιστα έφτασε σε σημείο ακόμα και νεκρούς να αναστήσει, διότι ήταν τόσο ταπεινός και δεν πίστευε ότι ήταν άξιος τέτοιων χαρισμάτων. Βαδίζοντας κάποτε στην αιγυπτιακή έρημο βρέθηκε μπροστά στον Τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και βλέποντας τα οστά του άλλοτε ενδόξου βασιλιά αναλογιζόταν τον θάνατον και την κατάντια του ανθρώπου και θρηνώντας έλεγε: «Θάνατε, τις δύναται φυγεῖν σε;». Κοιμήθηκε ειρηνικά εν μέσῳ θείων οραμάτων καί μέχρι αὐτήν την ώρα από ταπείνωση ένιωθε τον εαυτό του ανάξιο.

Θεία Λειτουργία – Κυριακή του Τυφλού, Άμεση Μετάδοση από τον Ιερό Ναό Αγίου Προκοπίου Μετόχιο Ι.Μ. Κύκκου

Το ευαγγέλιο της Κυριακής του Τυφλού, αποτελεί μια αδιάψευστη απόδειξη ότι ο Χριστός δεν ήταν μόνο τέλειος άνθρωπος αλλά και τέλειος Θεός.

Όπως διαβάζουμε στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο (κεφ. 9, 1-38), ο Χριστός, περνώντας μέσα από την Ιερουσαλήμ, συναντάει έναν εκ γενετής τυφλό. Ο Κύριος, έκανε πυλό, αφού έφτυσε στο χώμα, του άλειψε τα μάτια και τον έστειλε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Ο τρόπος αυτός θεραπείας, μας υπενθυμίζει τον τρόπο που ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, πλάθοντάς τον. Ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη, πλάθει τον άνθρωπο από χώμα, τώρα ο Χριστός, πλάθει τα μάτια του εκ γενετής τυφλού πάλι από χώμα. Ο ίδιος Θεός! Δοκιμάζει την πίστη του τυφλού και τον στέλνει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου, και ζητάει τη δική του εκούσια και ελεύθερη συμμετοχή του στο θαύμα. Ο τυφλός όμως με πίστη, υπακούει στην εντολή του Θεού, πηγαίνει και πλένεται και επιστρέφει βλέποντας.

Όμως, η ζωή του θεραπευμένου τυφλού, δε έγινε ευκολότερη. Γίνεται στόχος της κακίας και του μίσους των Φαρισαίων, των ανθρώπων εκείνων που με ζήλο πίστευαν στο Θεό και στην τήρηση του Νόμου Του. Ανακρίνουν τον τυφλό κι αντί να πιστέψουν κι εκείνοι βλέποντας ζωντανό το θαύμα μπροστά τους, κλείνουν τα μάτια της ψυχής τους. Ο θρησκευτικός φανατισμός τους, όχι μόνο τους κλείνει τα μάτια της ψυχής και εξαφανίζει από την ψυχή τους τη διάκριση αλλά τους απομακρύνει τελικά και από το Θεό.

Οι γονείς του τυφλού, φοβούνται να ομολογήσουν το θαύμα που έγινε στο παιδί τους που γεννήθηκε τυφλό, για να μην γίνουν αποσυνάγωγοι. Τόση ήταν η πίστη τους και η χαρά τους που απέκρυψαν αποφεύγοντας με μαεστρία να ομολογήσουν ένα αληθινό γεγονός. «Έχει ηλικία αυτόν να ρωτήσετε»! Ίσως ο Χριστός να τους χάλασε τα σχέδια, αφού ο εκ γενετής τυφλός γιος τους ζητιάνευε. Ίσως τους χάλασε την ησυχία τους αφού έπρεπε να παρουσιαστούν στη συναγωγή και να ανακριθούν με τον κίνδυνο να γίνουν αποσυνάγωγοι. Κι εμείς οι χριστιανοί που ευεργετούμαστε καθημερινά από το Θεό, ντρεπόμαστε ή φοβόμαστε να ομολογήσουμε το Θεό από την ολιγοπιστία μας. Βάζουμε τα συμφέροντά μας πάνω από το Θεό, πιστεύοντας ενδόμυχα πως Εκείνος θα μας καταλάβει! Εκείνος θα μας καταλάβει αλλά θα δει και την πίστη μας και τις προτεραιότητες που έχουμε βάλλει στη ζωή μας. Θα δει ποιους θεούς έχουμε βάλλει στη θέση Του και με το δικό του τρόπο δε θα πάψει να μας υπενθυμίζει πως Εκείνος είναι το φως του κόσμου.

Ο τυφλός, τελικά δε θεράπευσε μόνο τα μάτια του σώματός του αλλά και της ψυχής του. Αναγνωρίζει και προσκυνεί τη θεότητα του Ιησού και δε διστάζει να το ομολογήσει στους θρησκευτικούς άρχοντες με θάρρος που θα το ζήλευαν πολλοί από μας. Δεν αρκεί μόνο η πίστη, χρειάζεται και η ομολογία πίστεως για να γίνουμε γνήσια παιδιά του Ιησού. Όταν ομολογήσουμε το Χριστό μπροστά στους ανθρώπους, θα μας ομολογήσει και Εκείνος μπροστά στον Πατέρα Του, μας έχει υποσχεθεί ο Κύριος.

Το Ευαγγέλιον της Κυριακής του Τυφλού – Ιωαν. θ’ 1-38

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ Ἰησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ Μαθηταί αὐτοῦ, λέγοντες˙ Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἤ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλός γεννηθῇ; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς˙ Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν, οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ˙ ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. Ἐμέ δεῖ ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ πέμψαντός με, ἕως ἡμέρα ἐστίν˙ ἔρχεται νύξ, ὅτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπών, ἔπτυσε χαμαί, καί ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος, καί ἐπέχρισε τόν πηλόν ἐπί τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ. Καί εἶπεν αὐτῷ˙ Ὕπαγε, νίψαι εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, (ὅ ἑρμηνεύεται, ἀπεσταλμένος.) Ἀπῆλθεν οὖν καί ἐνίψατο, καί ἦλθε βλέπων. Οἱ οὖν γείτονες, καί οἱ θεωροῦντες αὐτόν τό πρότερον, ὅτι τυφλός ἦν, ἔλεγον˙ Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καί προσαιτῶν; Ἄλλοι ἔλεγον˙ Ὅτι οὗτός ἐστιν˙ ἄλλοι δέ˙ Ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν˙ Ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ˙ Πῶς ἀνεῴχθησάν σοι οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος, καί εἶπεν˙ Ἄνθρωπος, λεγόμενος Ἰησοῦς, πηλόν ἐποίησε, καί ἐπέχρισέ μου τούς ὀφθαλμούς, καί εἶπέ μοι˙ Ὕπαγε εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, καί νίψαι. Ἀπελθών δέ καί νιψάμενος, ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ˙ Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; Λέγει˙ Οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν αὐτόν πρός τούς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. Ἦν δέ Σάββατον, ὅτε τόν πηλόν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, καί ἀνέῳξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς. Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτόν καί οἱ Φαρισαῖοι, πῶς ἀνέβλεψεν; Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς˙ Πηλόν ἐπέθηκέ μοι ἐπί τούς ὀφθαλμούς, καί ἐνιψάμην, καί βλέπω. Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές˙ Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρά τοῦ Θεοῦ, ὅτι τό Σάββατον οὖ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον˙ Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλός τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καί σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς.

Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν˙ Σύ τί λέγεις περί αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς; Ὁ δέ εἶπεν˙ Ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περί αὐτοῦ, ὅτι τυφλός ἦν, καί ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τούς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος˙ καί ἠρώτησαν αὐτούς, λέγοντες˙ Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός ὑμῶν, ὅν ὑμεῖς λέγετε, ὅτι τυφλός ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; Ἀπεκρίθησαν δέ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ, καί εἶπον˙ Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱός ἡμῶν, καί ὅτι τυφλός ἐγεννήθη˙ πῶς δέ νῦν βλέπει, οὐκ οἴδαμεν˙ ἤ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς, ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν˙ αὐτός ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε˙ αὐτός περί αὑτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τούς Ἰουδαίους˙ ἤδη γάρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι, ἵνα ἐάν τις αὐτόν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διά τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον˙ Ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τόν ἄνθρωπον, ὅς ἦν τυφλός, καί εἶπον αὐτῷ˙ Δός δόξαν τῷ Θεῷ˙ ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος, ἁμαρτωλός ἐστιν. Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος, καί εἶπεν˙ Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν, οὐκ οἶδα˙ ἕν οἶδα, ὅτι τυφλός ὤν, ἄρτι βλέπω. Εἶπον δέ αὐτῷ πάλιν˙ Τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς; Ἀπεκρίθη αὐτοῖς˙ Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καί οὐκ ἠκούσατε˙ τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μή καί ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταί γενέσθαι; Ἐλοιδόρησαν οὖν αὐτόν, καί εἶπον˙ Σύ εἶ μαθητής ἐκείνου˙ ἡμεῖς δέ τοῦ Μωσέως ἐσμέν μαθηταί. Ἡμεῖς οἴδαμεν, ὅτι Μωσεῖ ἐλάλησεν ὁ Θεός˙ τοῦτον δέ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος, καί εἶπεν αὐτοῖς˙ Ἐν γάρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καί ἀνέῳξέ μου τούς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δέ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεός οὐκ ἀκούει˙ ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβής ᾖ, καί τό θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη, ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμούς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μή ἦν οὗτος παρά Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. Ἀπεκρίθησαν, καί εἶπον αὐτῷ˙ Ἐν ἁμαρτίαις σύ ἐγεννήθης ὅλος, καί σύ διδάσκεις ἡμᾶς; Καί ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω, καί εὑρών αὐτόν, εἶπεν αὐτῷ˙ Σύ πιστεύεις εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καί εἶπε˙ Τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δέ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς˙ Καί ἑώρακας αὐτόν, καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ, ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δέ ἔφη˙ Πιστεύω, Κύριε˙ καί προσεκύνησεν αὐτῷ.

Απόδοση στη Νεοελληνική:

Τον καιρό εκείνο καθώς πήγαινε στον δρόμο του ο Ιησούς είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν. Όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που μ’ έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για τον κόσμο». Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το σάλιο, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του ανθρώπου, και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ»-που σημαίνει «απεσταλμένος από τον Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ο άνθρωπος, πήγε και νίφτηκε και, όταν γύρισε πίσω, έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τον είχαν δει προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;» Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Όχι, είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος όμως έλεγε: «Εγώ είμαι». Τότε τον ρωτούσαν: «Πώς, λοιπόν, άνοιξαν τα μάτια σου;» Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια και μου είπε: «πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ καί νίψου»˙ πήγα λοιπόν εκεί, και, αφού νίφτηκα, βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν: «Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;» Κι αυτός απάντησε: «Δεν ξέρω». Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός. Η μέρα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. Άρχισαν λοιπόν και οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πως απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από τον Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία;» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. Ρωτούν λοιπόν πάλι τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν; Πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης». Οι Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει; Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας και πως γεννήθηκε τυφλός˙ πώς όμως τώρα βλέπει, δεν ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν ξέρουμε˙ ρωτήστε τον ίδιο, ενήλικος είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν κιόλας συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του, «ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο». Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν πριν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια μπροστά στον Θεό˙ εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: «Αν είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω˙ ένα ξέρω, πως, ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Τον ρώτησαν τότε: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας», τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε˙ γιατί θέλετε να το ακούσετε πάλι; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του ;» Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου˙ εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή˙ εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στον Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δεν ξέρουμε την προέλευσή του». Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο, πως εσείς δεν ξέρετε από πού είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός τους  αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος τον σέβεται και κάνει το θέλημά του, αυτόν τον ακούει. Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν από τον Θεό δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα». «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις εσύ τον δάσκαλο σ’ εμάς;» Και τον πέταξαν έξω. Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» «Μα τον έχεις κιόλας δει, του είπε ο Ιησούς˙ «αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». Κι εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε.

Μεγάλη Παρασκευή – Τα Άγια Πάθη του Κυρίου – 18 Απριλίου 2014

Εἰς τὴν Σταύρωσιν
Ζῶν εἶ Θεὸς σύ, καὶ νεκρωθεὶς ἐν ξύλῳ,
Ὦ νεκρὲ γυμνέ, καὶ Θεοῦ ζῶντος Λόγε.
Εἰς τὸν εὐγνώμονα Λῃστὴν
Κεκλεισμένας ἤνοιξε τῆς Ἐδὲμ πύλας,
Βαλὼν ὁ Λῃστὴς κλεῖδα τό, Μνήσθητί μου.
Την Παρασκευή, στέλνεται ο Ιησούς δέσμιος από τον Καϊάφα στον τότε ηγεμόνα της Ιουδαίας Πόντιο Πιλάτο. Αυτός, αφού Τον ανέκρινε με πολλούς τρόπους και αφού ομολόγησε δυο φορές ότι ο Ιησούς είναι αθώος, έπειτα, για να ευχαριστηθούν οι Ιουδαίοι, τον καταδικάζει σε θάνατο• και αφού τον μαστίγωσε σαν δραπέτη δούλο τον Δεσπότη των όλων, Τον παρέδωσε για να σταυρωθεί. Από ’κει και πέρα ο Ιησούς, αφού παραδόθηκε στους στρατιώτες, γυμνώνεται, φοράει κόκκινη χλαμύδα, στεφανώνεται με ακάνθινο στεφάνι, κρατάει κάλαμο σα σκήπτρο, προσκυνείται χλευαστικά, φτύνεται και χτυπιέται στο πρόσωπο και στο κεφάλι. Μετά, φορώντας πάλι τα ρούχα του και βαστάζοντας το Σταυρό, πηγαίνει προς τον Γολγοθά, τον τόπο της καταδίκης και εκεί, γύρω στην Τρίτη ώρα της ημέρας, σταυρώνεται μεταξύ δυο ληστών, βλασφημείται από αυτούς που είχαν πάει στον Γολγοθά μαζί του, μυκτηρίζεται από τους αρχιερείς, ποτίζεται από τους στρατιώτες με ξύδι ανακατεμένο με χολή. Γύρω στην ενάτη ώρα, αφού βγάζει πρώτα φωνή μεγάλη, και λέει: «Τετέλεσται», εκπνέει «ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», την ώρα κατά την οποία σφάζονταν, σύμφωνα με τον νόμο, ο πασχαλινός αμνός, ο οποίος καθιερώθηκε ως έθιμο στους Ιουδαίους, προτυπώνοντας τον Εσταυρωμένο Χριστό, πρίν από 1043 χρόνια.

Το δεσποτικό αυτό θάνατο και η άψυχη κτίση, πενθώντας, τον τρέμει και αλλοιώνεται από το φόβο αλλά ο Δημιουργός της κτίσεως ακόμα και όταν είναι νεκρός, λογχίζεται την ακήρατη πλευρά Του και ρέει απ’ αυτή αίμα και νερό. Τέλος, κατά τη δύση του ηλίου, έρχεται ο Ιωσήφ από Αριμαθείας και ο Νικόδημος μαζί με αυτόν, και οι δυο κρυφοί μαθητές του Ιησού, αποκαθηλώνουν από το Σταυρό το πανάγιο του διδασκάλου σώμα, το αρωματίζουν, το τυλίγουν με καθαρό σεντόνι και αφού το έθαψαν σε καινούργιο τάφο, κυλούν στο στόμιο του μεγάλο λίθο.
Αυτά τα φρικτά και σωτήρια πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού επιτελούμε σήμερα και εις ανάμνηση αυτών παραλάβαμε από αποστολική διαταγή, τη νηστεία της Παρασκευής.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Τὸν δι’ ἡμᾶς Σταυρωθέντα, δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν· αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ τοῦ ξύλου, καὶ ἔλεγεν· Εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
Ὁ Οἶκος
Τὸν ἴδιον Ἄρνα, ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον, ἠκολούθει Μαρία, τρυχομένη μεθ’ ἑτέρων γυναικῶν, ταῦτα βοῶσα· Ποῦ πορεύῃ Τέκνον, τίνος χάριν, τόν ταχὺν δρόμον τελεῖς; μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ; Κᾀκεὶ νῦν σπεύδεις, ἵνα ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσης; συνέλθω σοι Τέκνον, ἢ μείνω σοι μᾶλλον, δός μοι λόγον Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με, ὁ ἁγνὴν τηρήσας με· σὺ γὰρ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.

Κυριακή Των Βαΐων – Θεία Λειτουργία στο Μετόχιο Ιεράς Μονής Κύκκου Άγιος Προκόπιος – 13 Απριλίου 2014

Είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα
Η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα για τη σημερινή Εκκλησία δεν είναι ανάμνηση ενός γεγονότος που κάποτε συνέβη κι έχουμε χρέος να το θυμόμαστε, αλλά η επανάληψη του ιδίου γεγονότος μέσα στα χρονικά και τοπικά πλαίσια του παρόντος. Και σήμερα έρχεται ο Χριστός μέσα στην πανηγυρική θεία Λειτουργία. Έρχεται πάλι για να σταυρωθεί κι αναστηθεί. Έρχεται για να επαναλάβει το Μυστήριο της φιλανθρωπίας του. Μέσα σε κάθε θεία Λειτουργία συνεχίζει το έργο της σωτηρίας μας. Ιδιαίτερα αυτές τις μέρες θα ζήσουμε την πορεία του προς το πάθος και την Ανάσταση με τις ιερές ακολουθίες, την κατανυκτική υμνολογία και τη λεπτομερειακή περιγραφή της σταυρώσιμης πορείας από τους ιερούς ευαγγελιστές. Η υμνολογία μας παρακινεί να υποδεχθούμε τον ερχόμενο Βασιλέα: «Εξέλθετε έθνη, εξέλθετε και λαοί και θεάσασθε σήμερον, τον Βασιλέα των Ουρανών ως επί θρόνου υψηλού, επί πώλου ευτελούς, την Ιερουσαλήμ προσεπιβαίνοντα».
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ  ΤΗΣ  ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Ιωαν. ιβ΄ 1- 18 (Αρχαίο Κείμενο)


Πρό ἕξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὅν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καί ἡ Μάρθα διηκόνει˙ ὁ δέ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν συνανακειμένων αὐτῷ. Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καί ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὑτῆς τούς πόδας αὐτοῦ˙ ἡ δέ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. Λέγειν οὖν εἰς ἐκ τῶν Μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτόν παραδιδόναι˙ Διά τί τοῦτο τό μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων, καί ἐδόθη πτωχοῖς; Εἶπε δέ τοῦτο οὐχ ὅτι περί τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν, καί τό γλωσσόκομον εἶχε, καί τά βαλλόμενα ἐβάσταζεν. Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς˙ Ἄφες αὐτήν˙ εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. Τούς πτωχούς γάρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμέ δέ οὐ πάντοτε ἔχετε. Ἔγνω οὖν ὄχλος πολύς ἐκ τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐκεῖ ἐστι˙ καί ἦλθον οὐ διά τόν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καί τόν Λάζαρον ἴδωσιν, ὅν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Ἐβουλεύσαντο δέ οἱ Ἀρχιερεῖς, ἵνα καί τόν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν˙ ὅτι πολλοί δι’ αὐτόν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων, καί ἐπίστευον εἰς τόν Ἰησοῦν. Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολύς ὁ ἐλθών εἰς τήν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, ἔλαβον τά βαΐα τῶν φοινίκων, καί ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν αὐτῷ, καί ἔκραζον˙ Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ. Εὑρών δέ ὁ Ἰησοῦς 

ὀνάριον, ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον˙ 
Μή φοβοῦ, θύγατερ Σιών˙ ἰδού, ὁ Βασιλεύς σου ἔρχεται, καθήμενος ἐπί πῶλον ὄνου. Ταῦτα δέ οὐκ ἔγνωσαν οἱ Μαθηταί αὐτοῦ τό πρῶτον˙ ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καί ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. 
Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὤν μετ’ αὐτοῦ, ὅτι τόν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου, καί ἤγειρεν αὐτόν ἐκ νεκρῶν˙ διά τοῦτο καί ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσε τοῦτο αὐτόν πεποιηκέναι τό σημεῖον.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ  ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Έξι μέρες πριν από τη γιορτή του Πάσχα ήλθε ο Ιησούς στη Βηθανία, όπου έμενε ο Λάζαρος, που ο Ιησούς τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Ετοίμασαν, λοιπόν, εκεί για χάρη του δείπνο, και η Μάρθα υπηρετούσε, ενώ ο Λάζαρος ήταν ένας απ’ αυτούς που παρακάθονταν μαζί με τον Ιησού στο δείπνο. Τότε η Μαρία πήρε μια φιάλη από το πιο ακριβό άρωμα της νάρδου κι άλειψε τα πόδια του Ιησού. Έπειτα σκούπισε με τα μαλλιά της τα πόδια του, κι όλο το σπίτι γέμισε με την ευωδία του μύρου. Λέει τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους μαθητές του, αυτός που σκόπευε να τον προδώσει: «Γιατί να μην πουληθεί αυτό το μύρο για τριακόσια αργυρά νομίσματα, και τα χρήματα να διανεμηθούν στους φτωχούς;» Και το είπε αυτό, όχι γιατί νοιαζόταν για τους φτωχούς, αλλά γιατί ήταν κλέφτης και, καθώς διαχειριζόταν το κοινό ταμείο, συχνά κρατούσε για τον εαυτό του από τα χρήματα που έβαζαν σ’ αυτό. Είπε τότε ο Ιησούς: «Άφησέ την ήσυχη˙ αυτό που κάνει είναι για την ημέρα του ενταφιασμού μου. Οι φτωχοί πάντοτε θα υπάρχουν κοντά σας, εμένα όμως δεν θα με έχετε πάντοτε». Πλήθος πολύ από τους Ιουδαίους της πόλεως έμαθαν ότι ο Ιησούς βρίσκεται εκεί και ήρθαν για να τον δουν όχι μόνο τον Ιησού, αλλά και τον Λάζαρο, που ο Ιησούς τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Γι’ αυτό οι αρχιερείς αποφάσισαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο, επειδή εξαιτίας του πολλοί Ιουδαίοι τους εγκατέλειπαν και πίστευαν στον Ιησού. Την άλλη μέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει για τη γιορτή του Πάσχα, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, πήραν κλαδιά φοινικιάς, και βγήκαν από την πόλη να τον προϋπαντήσουν κραυγάζοντας: Δόξα στον Θεό! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! Ευλογημένος ο βασιλιάς του Ισραήλ! Ο Ιησούς είχε βρει ένα γαϊδουράκι και κάθισε πάνω του, όπως λέει η Γραφή: «Μη φοβάσαι θυγατέρα μου, πόλη της Σιών˙ να που έρχεται σ’ εσένα ο βασιλιάς σου, σε γαϊδουράκι πάνω καθισμένος». Αυτά στην αρχή δεν τα κατάλαβαν οι μαθητές του˙ όταν όμως ο Ιησούς ανυψώθηκε στη θεία δόξα, τότε τα θυμήθηκαν. Ό,τι είχε γράψει για κείνον η Γραφή, αυτά και του έκαναν. Όλοι, λοιπόν, εκείνοι που ήταν μαζί με τον Ιησού, όταν φώναξε τον Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε από τους νεκρούς, διηγούνταν όσα είχαν δει. Γι’ αυτό, ήρθε το πλήθος να τον προϋπαντήσει, επειδή έμαθαν ότι αυτός είχε κάνει το σημαδιακό αυτό έργο.

Αδελφοί,
και σήμερα έρχεται ο Χριστός στη γη των στεναγμών και δακρύων. Έρχεται για να θυσιαστεί και αναστηθεί χάρη των ανθρώπων. Πόσοι από μας είναι έτοιμοι ν’ απλώσουν τα πέπλα των θείων έργων στην υποδοχή Του και αντί βαΐων να πάρουν στα χέρια τους τα εύοσμα άνθη των αρετών; Πόσοι ομολογούν πίστη στον ουράνιο Βασιλέα και πόσοι σαν τους Φαρισαίους σπεύδουν να σχεδιάσουν της προδοσίας το φίλημα;

Θεία Λειτουργία Κυριακή ΙΕ΄ Λουκά (Ζακχαίου). Ξενοφώντος οσίου και της συνοδείας αυτού. 26 Ιανουαρίου 2014, Άγιος Προκόπιος, Μετόχιο Ιεράς Μονής Κύκκου

Άμεση Μετάδοση θείας Λειτουργίας Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014


Ευαγγέλιο Λουκ. ιθ´ 1-10 (Αρχαίο κείμενο)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, διήρχετο ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν ᾿Ιεριχώ· καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος, καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν ᾿Ιησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν. Καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι. Καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀναβλέψας ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι. Καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων. Καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι. Σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· ᾿Ιδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς ᾿Αβραάμ ἐστιν. ῏Ηλθε γὰρ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός. 

Ευαγγέλιο Λουκ. ιθ´ 1-10 (Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα)

Εκεῖνο τὸν καιρό, ὁ ᾿Ιησοῦς περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν ῾Ιεριχώ. ᾿Εκεῖ ὑπῆρχε κάποιος, ποὺ τὸ ὄνομά του ἦταν Ζακχαῖος. ῏Ηταν ἀρχιτελώνης καὶ πλούσιος. Αὐτὸς προσπαθοῦσε νὰ δεῖ ποιὸς εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς· δὲν μποροῦσε ὅμως ἐξαιτίας τοῦ πλήθους καὶ γιατὶ ἦταν μικρόσωμος. ῎Ετρεξε λοιπὸν μπροστὰ πρὶν ἀπὸ τὸ πλῆθος κι ἀνέβηκε σὲ μιὰ συκομουριὰ γιὰ νὰ τὸν δεῖ, γιατὶ θὰ περνοῦσε ἀπὸ κεῖ. ῞Οταν ἔφτασε ὁ ᾿Ιησοῦς στὸ σημεῖο ἐκεῖνο, κοίταξε πρὸς τὰ πάνω, τὸν εἶδε καὶ τοῦ εἶπε· «Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, γιατὶ σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου».᾿Εκεῖνος κατέβηκε γρήγορα καὶ τὸν ὑποδέχτηκε μὲ χαρά. ῞Ολοι ὅσοι τὰ εἶδαν αὐτὰ διαμαρτύρονταν κι ἔλεγαν ὅτι πῆγε νὰ μείνει στὸ σπίτι ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ. Τότε σηκώθηκε ὁ Ζακχαῖος καὶ εἶπε στὸν Κύριο· «Κύριε, ὑπόσχομαι νὰ δώσω τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου στοὺς φτωχοὺς καὶ ν’ ἀνταποδώσω στὸ τετραπλάσιο ὅσα ἔχω πάρει μὲ ἀπάτη».῾Ο ᾿Ιησοῦς, ἀπευθυνόμενος σ’ αὐτόν, εἶπε· «Σήμερα αὐτὴ ἡ οἰκογένεια σώθηκε· γιατὶ κι αὐτὸς ὁ τελώνης εἶναι ἀπόγονος τοῦ ᾿Αβραάμ. ῾Ο Υἱὸς τοῦ ᾿Ανθρώπου ἦρθε γιὰ ν’ ἀναζητήσει καὶ νὰ σώσει αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χάσει τὸν δρόμο τους».

Κυριακή πρό των Φώτων. Παραμονή των Αγίων Θεοφανείων 5 Ιανουαρίου 2014

Εὐαγγέλιον Κατά Μάρκον Α´ 1 – 8 (Αρχαίο κείμενο)

Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. 2 Ὡς γέγραπται ἐν τοῖς προφήταις, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου· 3 φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ, 4 ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. 5 καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. 6 ἦν δὲ ὁ Ἰωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον. 7 καὶ ἐκήρυσσε λέγων· Ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ. 8 ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι ἁγίῳ.

Κατά Μάρκον Α´ 1 – 8 (Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα)

Αρχή του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού, του ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού έγινε ο Ιωάννης· 2 σύμφωνα με εκείνο που έχει γραφή στους προφήτας περί του Ιωάννου του Προδρόμου·“Ιδού εγώ, λέγει ο Θεός δια του προφήτου Μαλαχίου, αποστέλλω τον αγγελιοφόρον μου ολίγον ενωρίτερα από σε, ο οποίος και θα προπαρασκευάση την οδόν σου (δηλαδή τας ψυχάς και τας καρδίας των ανθρώπων) δια να σε υποδεχθούν”. 3 Και ο σταλμένος αυτός από τον Θεόν αγγελιοφόρος είναι εκείνος, δια τον οποίον ο προφήτης Ησαΐας είπε· “Φωνή ανθρώπου, ο οποίος βοά εις έρημον· ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου· κάμετε ευθείς τους δρόμους του (ευθύνατε τας καρδίας σας)”. 4 Εγινε δε ο Ιωάννης αρχή κατά την εποχήν εκείνην, βαπτίζων εις την έρημον και κηρύσσων βάπτισμα εις πιστοποίησιν της μετανοίας, δια να λάβουν οι βαπτιζόμενοι την άφεσιν των αμαρτιών, όταν θα εδέχοντο τον ερχόμενον μετ’ ολίγον Μεσσίαν. 5 Και επήγαιναν προς αυτόν οι κάτοικοι ολοκλήρου της Ιουδαίας και οι Ιεροσολυμίται και εβαπτίζοντο από αυτόν στον Ιορδάνην ποταμόν, εξομολογούμενοι συγχρόνως τας αμαρτίας των. 6 Εφορούσε δε ο Ιωάννης ένδυμα από τρίχας καμήλου και είχε δερματίνην ζώνην γύρω από την μέσην του και έτρωγε ακρίδες και μέλι άγριον. 7 Και εκήρυττε λέγων· “έρχεται ύστερα από εμέ εκείνος που είναι ισχυρότερός μου και του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να σκύψω και να λύσω το λουρί των υποδημάτων του. 8 Εγώ μεν σας εβάπτισα με νερό, αυτός όμως θα σας βαπτίση με Πνεύμα Αγιον”. 

Θεία Λειτουργία Μετόχιο Ιεράς Μονής Κύκκου, Άγιος Προκόπιος – Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Ευαγγέλιον Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν ιη’, 35-43
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐγένετο ἐν τῷ ἐγγίζειν τόν Ἰησοῦν εἰς Ἰεριχώ, τυφλός τις ἐκάθητο παρά τήν ὁδόν προσαιτῶν. Ἀκούσας δέ ὄχλου διαπορευομένου, ἐπυνθάνετο, τί εἴη τοῦτο. Ἀπήγγειλαν δέ αὐτῷ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. Καί ἐβόησε, λέγων˙ Ἰησοῦ Υἱέ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. Καί οἱ
προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ˙ αὐτός δέ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν˙ Υἱέ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. Σταθείς δέ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτόν ἀχθῆναι πρός αὑτόν˙ ἐγγίσαντος δέ αὐτοῦ, ἐπηρώτησεν αὐτόν, λέγων˙ Τί σοι θέλεις ποιήσω; Ὁ δέ εἶπε˙ Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. Καί ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ˙
Ἀνάβλεψον˙ ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. Καί παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καί ἠκολούθει αὐτῷ, δοξάζων τόν Θεόν˙ καί πᾶς ὁ λαός ἰδών, ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.

Τον καιρό εκείνο, καθώς ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Όταν άκουσε το πλήθος που περνούσε, ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Του είπαν ότι περνάει ο Ιησούς ο Ναζωραίος, κι εκείνος φώναξε δυνατά: «Ιησού, Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Αυτοί που προπορεύονταν τον μάλωναν να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο δυνατά: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Τότε ο Ιησούς στάθηκε κι έδωσε εντολή να τον φέρουν κοντά του. Όταν αυτός πλησίασε, τον ρώτησε: «Τι θέλεις να σου κάνω;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Κύριε, θέλω ν’ αποχτήσω το φως μου». Και ο Ιησούς του είπε: «Απόχτησε το φως σου! Η πίστη σου σε έσωσε. Αμέσως βρήκε το φως του κι ακολουθούσε τον Ιησού δοξάζοντας τον Θεό. Όλος ο κόσμος, όταν τον είδε, δοξολογούσε τον Θεό.

Ο Προφήτης Ναούμ
Νινευή. Στο Α’ κεφάλαιο, υμνεί τον Θεό, στο Β’ κεφάλαιο, προαναγγέλλει τον όλεθρο της Νινευή με τα άρματά της, τους Ιππείς και τους θησαυρούς της ενώ στο Γ’ κεφάλαιο, χαρακτηρίζει τη Νινευή σαν πόλη των αιμάτων, του ψεύδους, της μεγάλης αδικίας και πορνείας.
Ας δούμε, όμως, τι λέει για τους αμαρτωλούς ανθρώπους τέτοιας πόλης, και τι γι’ αυτούς που είναι κοντά στον Κύριο: «Χριστός Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως καὶ γινώσκων τοὺς εὐλαβουμένους αὐτὸν καὶ ἐν κατακλυσμοῖς πορείας συντέλειαν ποιήσεται τοὺς ἐπεγειρομένους, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ διώξεται σκότος» (Ναούμ, Α’ 7 -8). Δηλαδή ο Κύριος είναι ευεργετικός για εκείνους που μένουν κοντά Του στις ημέρες των θλίψεων τους. Γνωρίζει ο Κύριος και περιβάλλει με συμπάθεια εκείνους που Τον σέβονται. Εναντίον όμως των αμαρτωλών, που 
αλαζονικά με κάθε είδους αμαρτία εγείρονται εναντίον Του, θα ορμήσει σαν κατακλυσμός για να τους εξαφανίσει τελείως. Θα καταδιώξει τους εχθρούς Του και θα τους κυριεύσει το σκοτάδι του θανάτου.
Ο προφήτης Ναούμ πέθανε ειρηνικά και τάφηκε στον τόπο των πατέρων
του.

Θεία Λειτουργία Μετόχι Αγίου Προκοπίου, Μετόχι Ι. Μ. Κύκκου – Αγίου Κλήμης Ιερομάρτυρα, επισκόπου Ρώμης

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013
Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν ιη’, 18-27
Ευαγγέλιο (Αρχαίο Κείμενο) – Ὁ πλούσιος νεανίσκος
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, πειράζων αὐτόν, καί λέγων˙ Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω; Εἶπε δέ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς˙ Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδείς ἀγαθός, εἰμή εἷς, ὁ Θεός. Τάς ἐντολάς οἶδας˙ Μή μοιχεύσῃς˙ Μή φονεύσῃς˙ Μή κλέψῃς˙ Μή ψευδομαρτυρήσῃς˙ Τίμα τόν πατέρα σου, καί τήν μητέρα σου. Ὁ δέ εἶπε˙ Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. Ἀκούσας δέ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς, εἶπεν αὐτῷ˙ Ἔτι ἕν σοι λείπει˙ πάντα  ὅσα ἔχεις πώλησον, καί διάδος πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ˙ καί δεῦρο, ἀκολούθει μοι. Ὁ δέ, ἀκούσας ταῦτα, περίλυπος ἐγένετο˙ ἦν γάρ πλούσιος σφόδρα. Ἰδών δέ αὐτόν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον, εἶπε˙ Πῶς δυσκόλως οἱ τά χρήματα ἔχοντες, εἰσελεύσονται εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διά τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν, ἤ πλούσιον εἰς τήν βασιλείαν τοῦ  Θεοῦ εἰσελθεῖν. Εἶπον δέ οἱ ἀκούσαντες˙ Καί τίς δύναται σωθῆναι; Ὁ δέ εἶπε˙ Τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις, δυνατά ἐστι παρά τῷ Θεῷ.
Ευαγγέλιο (Ερμηνευτική απόδοση) – Ὁ πλούσιος νεανίσκος
Τον καιρό εκείνο κάποιος άνθρωπος ρώτησε τον Ιησού «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Γιατί με αποκαλείς «αγαθό»; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός. Ξέρεις τις εντολές: μη μοιχεύσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Κι εκείνος του είπε: «Όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου». Όταν τ’ άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Ένα ακόμη σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στον Θεό˙ και έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις εκείνος τ’ άκουσε αυτά, πολύ στενοχωρήθηκε, γιατί ήταν πολύ πλούσιος. Όταν ο Ιησούς τον είδε τόσο στενοχωρημένον, είπε: «Πόσο δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα μπαίνουν στη βασιλεία του Θεού! Γιατί είναι ευκολότερο να περάσει μέσα από βελονότρυπα καμήλα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όσοι τον άκουσαν είπαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτά που για τους ανθρώπους είναι αδύνατα, για τον Θεό είναι δυνατά».

Θεία Λειτουργία Κυριακή Γ΄ Λουκά, Πάντων των έν τη νήσω Κύπρω διαλαμψάντων Αγίων, Θωμά Αποστόλου, Κενδέου οσίου του Θαυματουργού

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Κυριακή Τρίτη
Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν ζ’, 11-16
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν˙ καί συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταί αὑτοῦ ἱκανοί, καί ὄχλος πολύς. Ὡς δέ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καί ἰδού, ἐξεκομίζετο τεθνηκώς, υἱός μονογενής τῇ μητρί αὑτοῦ˙ καί αὕτη ἦν χήρα˙ καί ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανός σύν αὐτῇ. Καί ἰδών αὐτήν ὁ Κύριος, ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτῇ, καί εἶπεν αὐτῇ˙ Μή κλαῖε. Καί προσελθών ἥψατο τῆς σοροῦ, (οἱ δέ βαστάζοντες ἔστησαν), καί εἶπε˙ Νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι. Καί ἀνεκάθισεν ὁ νεκρός, καί ἤρξατο λαλεῖν˙ καί ἔδωκεν αὐτόν τῇ μητρί αὐτοῦ. Ἔλαβε δέ φόβος ἅπαντας, καί ἐδόξαζον τόν Θεόν, λέγοντες. Ὅτι Προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καί ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεός τόν λαόν αὑτοῦ.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Τον καιρό εκείνο, ο Ιησούς πήγε σε μια πόλη που τη λέγανε Ναΐν. Μαζί του ήταν αρκετοί μαθητές του και πολύ πλήθος. Την ώρα που πλησίαζαν την πύλη της πόλης, βγάζανε ένα νεκρό, το μονάκριβο γιο μιας μάνας, που μάλιστα ήταν χήρα. Κόσμος πολύς από την πόλη τη συνόδευε. Όταν είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε: «Μην κλαις». Έπειτα προχώρησε, ακούμπησε τη σορό, και είπε: «Νεαρέ, σε διατάζω να σηκωθείς». Ανακάθισε ο νεκρός κι άρχισε να μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον παρέδωσε στη μητέρα του.
Όλους τους κυρίεψε δέος και δόξασαν τόν Θεό λέγοντας: «Μεγάλος προφήτης εμφανίστηκε ανάμεσά μας!» και: «Ο Θεός ήρθε να σώσε τόν λαό του!»

ΟΣΙΟΣ ΚΕΝΔΕΑΣ

Ο Όσιος Κενδέας ο Θαυματουργός συγκαταλέγεται μεταξύ των Αλαµάνων Αγίων που ήλθαν στην Κύπρο από την περιοχή της Παλαιστίνης. Στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών ο Όσιος απο-σύρεται μέσα σε μια σπηλιά στην έρημο του Ιορδάνου στην Παλαιστίνη, προκειμένου να μυηθεί στην ησυχαστική ζωή. Ο Όσιος Κενδέας με τον έντονο πνευματικό αγώνα προσέλκυσε τη Χάρη του Θεού και γι’ αυτό άρχισε να επιτελεί διάφορα θαυμαστά σημεία και ιάσεις. Ο μεγάλος αυτός Όσιος αξιώθηκε του χαρίσματος της ιερωσύνης κατόπιν της παρότρυνσης του ασκητή Ανανία. Μετά τη χειροτονία του εγκαταστάθηκε για λίγο σε ένα Μοναστήρι, αλλά μετά από λίγο καιρό επέστρεψε στην αγαπημένη του έρημο. Ωστόσο, στη συνέχεια, η Πρόνοια του Θεού τον φυγάδευσε στην Κύπρο, αφού την περίοδο εκείνη ξέσπασαν διωγμοί κατά των ασκητών που ζούσαν στην έρημο. Τότε ο Όσιος έφυγε από την Παλαιστίνη, μαζί με άλλους ασκητές, και μετά από ένα δύσκολο ταξίδι, αφού το πλοίο στο οποίο επέβαιναν καταστρέφηκε, απέπλευσαν στην περιοχή της Πάφου. Οι ασκητές αυτοί κατευθύνθηκαν σε διάφορες περιοχές της νήσου μας, προκειμένου να βρουν τον καταλληλότερο τόπο για να ησυχάσουν.

Ο Όσιος Κενδέας εγκαταστάθηκε επάνω σε γκρεμό στην Πάφο και παρόλο τον πόλεμο που δεχόταν από το Σατανά, και τα όργανά του, παρέμεινε εκεί ασκητεύοντας και υπηρετώντας τους συνανθρώπους του. Διά της προσευχής θεράπευε από διάφορα νοσήματα και με τον λόγο του καταπράϋνε τις καρδίες των ανθρώπων.
Κάποτε δε, ο Όσιος Κενδέας θέλησε να πάει να επισκεφθεί ένα προσφιλή του συνασκητή, τον Ιωνά, ο οποίος ασκήτευε στην περιοχή της Αµµοχώστου. Στην πορεία, ωστόσο, άλλαξε γνώμη και γι’  αυτό εισήλθε σε ένα σπήλαιο με την απόφαση να μην ξαναβγεί έξω από αυτό. Η καρδιά του όμως δεν σίγησε, αλλά ζητούσε επίμονα να συναντήσει τον Ιωνά. Εισακούοντας τους αλάλητους στεναγμούς της καρδιάς του Κενδέα, ο Κύριος απέστειλε ένα Άγγελο Κυρίου, προειμένου να μεταφέρει τον Ιωνά από το κελί στο σπήλαιο όπου μόναζε ο Κενδέας. Πράγματι ο Άγγελος έφερε τον Ιωνά στο σπήλαιο του Κενδέα, όπου μετά τον ασπασμό και τη συνομιλία που είχαν οι δύο Όσιοι ο Άγγελος μετέφερε τον Ιωνά και πάλι στο κελλί του.
Το θαυμαστό αυτό γεγονός ώθησε τον Κενδέα να βγει από το σπήλαιο και να πάει στο ασκητήριο του Ιωνά, προκειμένου να διαπιστώσει εάν πράγματι έγινε αυτή η συνάντηση ή αν ήταν διαβολική απάτη. Όταν δε τον συνάντησε και διαπίστωσε ότι όντως συναντήθηκε μαζί του επέστρεψε στο σπήλαιό του.
Ο Κενδέας είχε οσιακό τέλος, δηλαδή κοιμήθηκε εν ειρήνη σε βαθύ γήρας, έπειτα από πολυχρόνιο πνευματικό αγώνα.
Ο Όσιος Κενδέας ονομάστηκε Θαυματουργός λόγω των πολλών σημείων που επιτελούσε όσο ακόμη βρισκόταν στη ζωή, αλλά  και μετά το θάνατό του. Ιάσεις ασθενειών, βροχοπτώσεις, εκδίωξη δαιμόνων είναι μερικά από τα χαρίσματα που του έδωσε ο πανάγαθος Θεός.
Το σπήλαιο του Οσίου βρίσκεται πλησίον της κοινότητας Αυγόρου, όπου υπάρχει Ιερά Μονή στην οποία σήμερα εγκαταβιώνει γυναικεία αδελφότητα.