Monthly Archives: Μαΐου 2014

Θεία Λειτουργία – Κυριακή του Τυφλού, Άμεση Μετάδοση από τον Ιερό Ναό Αγίου Προκοπίου Μετόχιο Ι.Μ. Κύκκου

Το ευαγγέλιο της Κυριακής του Τυφλού, αποτελεί μια αδιάψευστη απόδειξη ότι ο Χριστός δεν ήταν μόνο τέλειος άνθρωπος αλλά και τέλειος Θεός.

Όπως διαβάζουμε στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο (κεφ. 9, 1-38), ο Χριστός, περνώντας μέσα από την Ιερουσαλήμ, συναντάει έναν εκ γενετής τυφλό. Ο Κύριος, έκανε πυλό, αφού έφτυσε στο χώμα, του άλειψε τα μάτια και τον έστειλε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Ο τρόπος αυτός θεραπείας, μας υπενθυμίζει τον τρόπο που ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, πλάθοντάς τον. Ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη, πλάθει τον άνθρωπο από χώμα, τώρα ο Χριστός, πλάθει τα μάτια του εκ γενετής τυφλού πάλι από χώμα. Ο ίδιος Θεός! Δοκιμάζει την πίστη του τυφλού και τον στέλνει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου, και ζητάει τη δική του εκούσια και ελεύθερη συμμετοχή του στο θαύμα. Ο τυφλός όμως με πίστη, υπακούει στην εντολή του Θεού, πηγαίνει και πλένεται και επιστρέφει βλέποντας.

Όμως, η ζωή του θεραπευμένου τυφλού, δε έγινε ευκολότερη. Γίνεται στόχος της κακίας και του μίσους των Φαρισαίων, των ανθρώπων εκείνων που με ζήλο πίστευαν στο Θεό και στην τήρηση του Νόμου Του. Ανακρίνουν τον τυφλό κι αντί να πιστέψουν κι εκείνοι βλέποντας ζωντανό το θαύμα μπροστά τους, κλείνουν τα μάτια της ψυχής τους. Ο θρησκευτικός φανατισμός τους, όχι μόνο τους κλείνει τα μάτια της ψυχής και εξαφανίζει από την ψυχή τους τη διάκριση αλλά τους απομακρύνει τελικά και από το Θεό.

Οι γονείς του τυφλού, φοβούνται να ομολογήσουν το θαύμα που έγινε στο παιδί τους που γεννήθηκε τυφλό, για να μην γίνουν αποσυνάγωγοι. Τόση ήταν η πίστη τους και η χαρά τους που απέκρυψαν αποφεύγοντας με μαεστρία να ομολογήσουν ένα αληθινό γεγονός. «Έχει ηλικία αυτόν να ρωτήσετε»! Ίσως ο Χριστός να τους χάλασε τα σχέδια, αφού ο εκ γενετής τυφλός γιος τους ζητιάνευε. Ίσως τους χάλασε την ησυχία τους αφού έπρεπε να παρουσιαστούν στη συναγωγή και να ανακριθούν με τον κίνδυνο να γίνουν αποσυνάγωγοι. Κι εμείς οι χριστιανοί που ευεργετούμαστε καθημερινά από το Θεό, ντρεπόμαστε ή φοβόμαστε να ομολογήσουμε το Θεό από την ολιγοπιστία μας. Βάζουμε τα συμφέροντά μας πάνω από το Θεό, πιστεύοντας ενδόμυχα πως Εκείνος θα μας καταλάβει! Εκείνος θα μας καταλάβει αλλά θα δει και την πίστη μας και τις προτεραιότητες που έχουμε βάλλει στη ζωή μας. Θα δει ποιους θεούς έχουμε βάλλει στη θέση Του και με το δικό του τρόπο δε θα πάψει να μας υπενθυμίζει πως Εκείνος είναι το φως του κόσμου.

Ο τυφλός, τελικά δε θεράπευσε μόνο τα μάτια του σώματός του αλλά και της ψυχής του. Αναγνωρίζει και προσκυνεί τη θεότητα του Ιησού και δε διστάζει να το ομολογήσει στους θρησκευτικούς άρχοντες με θάρρος που θα το ζήλευαν πολλοί από μας. Δεν αρκεί μόνο η πίστη, χρειάζεται και η ομολογία πίστεως για να γίνουμε γνήσια παιδιά του Ιησού. Όταν ομολογήσουμε το Χριστό μπροστά στους ανθρώπους, θα μας ομολογήσει και Εκείνος μπροστά στον Πατέρα Του, μας έχει υποσχεθεί ο Κύριος.

Το Ευαγγέλιον της Κυριακής του Τυφλού – Ιωαν. θ’ 1-38

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ Ἰησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ Μαθηταί αὐτοῦ, λέγοντες˙ Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἤ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλός γεννηθῇ; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς˙ Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν, οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ˙ ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. Ἐμέ δεῖ ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ πέμψαντός με, ἕως ἡμέρα ἐστίν˙ ἔρχεται νύξ, ὅτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπών, ἔπτυσε χαμαί, καί ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος, καί ἐπέχρισε τόν πηλόν ἐπί τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ. Καί εἶπεν αὐτῷ˙ Ὕπαγε, νίψαι εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, (ὅ ἑρμηνεύεται, ἀπεσταλμένος.) Ἀπῆλθεν οὖν καί ἐνίψατο, καί ἦλθε βλέπων. Οἱ οὖν γείτονες, καί οἱ θεωροῦντες αὐτόν τό πρότερον, ὅτι τυφλός ἦν, ἔλεγον˙ Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καί προσαιτῶν; Ἄλλοι ἔλεγον˙ Ὅτι οὗτός ἐστιν˙ ἄλλοι δέ˙ Ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν˙ Ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ˙ Πῶς ἀνεῴχθησάν σοι οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος, καί εἶπεν˙ Ἄνθρωπος, λεγόμενος Ἰησοῦς, πηλόν ἐποίησε, καί ἐπέχρισέ μου τούς ὀφθαλμούς, καί εἶπέ μοι˙ Ὕπαγε εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, καί νίψαι. Ἀπελθών δέ καί νιψάμενος, ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ˙ Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; Λέγει˙ Οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν αὐτόν πρός τούς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. Ἦν δέ Σάββατον, ὅτε τόν πηλόν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, καί ἀνέῳξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς. Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτόν καί οἱ Φαρισαῖοι, πῶς ἀνέβλεψεν; Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς˙ Πηλόν ἐπέθηκέ μοι ἐπί τούς ὀφθαλμούς, καί ἐνιψάμην, καί βλέπω. Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές˙ Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρά τοῦ Θεοῦ, ὅτι τό Σάββατον οὖ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον˙ Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλός τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καί σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς.

Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν˙ Σύ τί λέγεις περί αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς; Ὁ δέ εἶπεν˙ Ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περί αὐτοῦ, ὅτι τυφλός ἦν, καί ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τούς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος˙ καί ἠρώτησαν αὐτούς, λέγοντες˙ Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός ὑμῶν, ὅν ὑμεῖς λέγετε, ὅτι τυφλός ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; Ἀπεκρίθησαν δέ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ, καί εἶπον˙ Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱός ἡμῶν, καί ὅτι τυφλός ἐγεννήθη˙ πῶς δέ νῦν βλέπει, οὐκ οἴδαμεν˙ ἤ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς, ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν˙ αὐτός ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε˙ αὐτός περί αὑτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τούς Ἰουδαίους˙ ἤδη γάρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι, ἵνα ἐάν τις αὐτόν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διά τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον˙ Ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τόν ἄνθρωπον, ὅς ἦν τυφλός, καί εἶπον αὐτῷ˙ Δός δόξαν τῷ Θεῷ˙ ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος, ἁμαρτωλός ἐστιν. Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος, καί εἶπεν˙ Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν, οὐκ οἶδα˙ ἕν οἶδα, ὅτι τυφλός ὤν, ἄρτι βλέπω. Εἶπον δέ αὐτῷ πάλιν˙ Τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς; Ἀπεκρίθη αὐτοῖς˙ Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καί οὐκ ἠκούσατε˙ τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μή καί ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταί γενέσθαι; Ἐλοιδόρησαν οὖν αὐτόν, καί εἶπον˙ Σύ εἶ μαθητής ἐκείνου˙ ἡμεῖς δέ τοῦ Μωσέως ἐσμέν μαθηταί. Ἡμεῖς οἴδαμεν, ὅτι Μωσεῖ ἐλάλησεν ὁ Θεός˙ τοῦτον δέ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος, καί εἶπεν αὐτοῖς˙ Ἐν γάρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καί ἀνέῳξέ μου τούς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δέ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεός οὐκ ἀκούει˙ ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβής ᾖ, καί τό θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη, ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμούς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μή ἦν οὗτος παρά Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. Ἀπεκρίθησαν, καί εἶπον αὐτῷ˙ Ἐν ἁμαρτίαις σύ ἐγεννήθης ὅλος, καί σύ διδάσκεις ἡμᾶς; Καί ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω, καί εὑρών αὐτόν, εἶπεν αὐτῷ˙ Σύ πιστεύεις εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καί εἶπε˙ Τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δέ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς˙ Καί ἑώρακας αὐτόν, καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ, ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δέ ἔφη˙ Πιστεύω, Κύριε˙ καί προσεκύνησεν αὐτῷ.

Απόδοση στη Νεοελληνική:

Τον καιρό εκείνο καθώς πήγαινε στον δρόμο του ο Ιησούς είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν. Όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που μ’ έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για τον κόσμο». Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το σάλιο, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του ανθρώπου, και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ»-που σημαίνει «απεσταλμένος από τον Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ο άνθρωπος, πήγε και νίφτηκε και, όταν γύρισε πίσω, έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τον είχαν δει προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;» Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Όχι, είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος όμως έλεγε: «Εγώ είμαι». Τότε τον ρωτούσαν: «Πώς, λοιπόν, άνοιξαν τα μάτια σου;» Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια και μου είπε: «πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ καί νίψου»˙ πήγα λοιπόν εκεί, και, αφού νίφτηκα, βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν: «Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;» Κι αυτός απάντησε: «Δεν ξέρω». Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός. Η μέρα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. Άρχισαν λοιπόν και οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πως απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από τον Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία;» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. Ρωτούν λοιπόν πάλι τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν; Πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης». Οι Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει; Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας και πως γεννήθηκε τυφλός˙ πώς όμως τώρα βλέπει, δεν ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν ξέρουμε˙ ρωτήστε τον ίδιο, ενήλικος είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν κιόλας συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του, «ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο». Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν πριν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια μπροστά στον Θεό˙ εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: «Αν είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω˙ ένα ξέρω, πως, ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Τον ρώτησαν τότε: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας», τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε˙ γιατί θέλετε να το ακούσετε πάλι; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του ;» Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου˙ εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή˙ εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στον Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δεν ξέρουμε την προέλευσή του». Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο, πως εσείς δεν ξέρετε από πού είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός τους  αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος τον σέβεται και κάνει το θέλημά του, αυτόν τον ακούει. Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν από τον Θεό δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα». «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις εσύ τον δάσκαλο σ’ εμάς;» Και τον πέταξαν έξω. Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» «Μα τον έχεις κιόλας δει, του είπε ο Ιησούς˙ «αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». Κι εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε.

Θεία Λειτουργία, Κυριακή της Σαμαρείτιδος – Μετόχιο Ι. Μ. Κύκκου Άγιος Προκόπιος – Άμεση Μετάδοση

Έρχεται ο Κύριος σε μια πόλη της Σαμάρειας που λέγεται Σιχάρ. (Σαμάρεια ονομάσθηκε η πόλη που έκτισε το 880 π.Χ. ο βασιλιάς του Ισραήλ, Αμβρί, έπειτα το όρος Σομόρ που ήταν η ακρόπολή της και τέλος όλο το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, που καταλύθηκε από τους Ασσυρίους το 721 π.Χ. και ο ηγεμόνας τους εγκατέστησε εκεί εθνικούς από πολλά μέρη).

Εκεί ήταν η πηγή του Ιακώβ, το πηγάδι που εκείνος είχε ανοίξει. Κουρασμένος ο Κύριος από την οδοιπορία κάθισε μόνος του δίπλα από το πηγάδι και κάτω αφελώς, γιατί οι μαθητές του πήγαν να αγοράσουν τροφές. Έρχεται εκεί μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να πάρει νερό και ο Κύριος διψώντας ως άνθρωπος, της ζήτησε νερό.
Αυτή αντελήφθηκε από την εμφάνισή του ότι ήταν Ιουδαίος και θαύμασε πως ένας Ιουδαίος ζητά νερό από την εθνική Σαμαρείτιδα. Αν γνώριζες, της είπε, τη δωρεά του Θεού, ποιός είναι αυτός που σου ζητά να πιεί νερό, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε ζωντανό νερό. Ο Κύριος επιβεβαίωσε ότι αν γνώριζε θα γινόταν μέτοχος πραγματικά ζωντανού νερού, όπως έπραξε και απόλαυσε αργότερα όταν το έμαθε, ενώ το συνέδριο των Ιουδαίων που έμαθαν σαφώς, έπειτα εσταύρωσαν τον Κύριο της δόξης. Δωρεά του Θεού είναι, επειδή θεωρεί αγαπητούς όλους ακόμα και τους μισητούς από του Ιουδαίους εθνικούς και προσφέρει τον εαυτό του και καθιστά τους πιστούς σκεύη δεκτικά της Θεότητός του.
Η Σαμαρείτιδα δεν κατάλαβε το μεγαλείο του ζωντανού νερού, απορεί που θα βρεί νερό χωρίς κουβά σε ένα βαθύ πηγάδι. Έπειτα επιχειρεί να τον συγκρίνει με τον Ιακώβ, που τον αποκαλεί πατέρα, εξυμνώντας το γένος από το τόπο και εξαίρει το νερό με τη σκέψη ότι δεν μπορεί να βρεθεί καλύτερο. Όταν όμως άκουσε ότι το «νερό που θα σου δώσω» θα γίνει πηγή που τρέχει προς αιώνια ζωή, άφησε λόγο ψυχής που ποθεί και οδηγείται προς τη πίστη και ζήτησε να το λάβει για να μη ξαναδιψήσει. Ο Κύριος θέλοντας να αποκαλύπτεται λίγο λίγο, της λέγει να φωνάξει τον άνδρα της, γνωρίζοντάς της πόσους άνδρες είχε και αυτόν που έχει τώρα δεν είναι δικός της. Εκείνη όμως δεν στενοχωρείται από τον έλεγχο, αλλά αμέσως καταλαβαίνει ότι ο Κύριος είναι προφήτης και του ζητά εξηγήσεις σε ψηλά ζητήματα.
Βλέπετε πόση είναι η μακροθυμία και η φιλομάθεια αυτής της γυναίκας; Πόση συλλογή και γνώση είχε στη διάνοιά της, πόση γνώση της θεόπνευστης Γραφής; Και αμέσως τον ρωτά που πρέπει να λατρεύεται σωστά ο Θεός, εδώ σ’ αυτό το τόπο ή στα Ιεροσόλυμα; Και τότε παίρνει τη απάντηση, ότι έρχεται η ώρα οπότε ούτε στο όρος αυτό ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνήτε τον Πατέρα. Της γνωρίζει μάλιστα ότι η σωτηρία είναι από τους Ιουδαίους, δεν είπε θα είναι, στο μέλλον, γιατί ήταν αυτός ο ίδιος. Έρχεται ώρα και είναι τώρα που οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνούν το Πατέρα κατα Πνεύμα και αλήθεια.
Γιατί ο ύψιστος και προσκυνητός Πατέρας, είναι Πατέρας αυτοαληθείας, δηλαδή του μονογενούς Υιού και έχει Πνεύμα αληθείας, το Πνεύμα το άγιο και αυτοί που τον προσκυνούν, το πράττουν έτσι διότι ενεργούνται δι’ αυτών. Ο Κύριος απομακρύνει κάθε σωματική έννοια τόπο και προσκύνηση, λέγοντας: «Πνεύμα ο Θεός και αυτοί που τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν κατα Πνεύμα και αλήθεια». Ως πνεύμα που είναι ο Θεός είναι ασώματος, το δε ασώματο δεν ευρίσκεται σε τόπο ούτε περιγράφεται με τοπικά όρια. Ως ασώματος ο Θεός δεν είναι πουθενά, ως Θεός δε είναι παντού, ως συνέχων και περιέχων το πάν.
Παντού είναι ο Θεός όχι μόνο εδώ στη γη αλλά και υπεράνω της γης, Πατήρ ασώματος και κατά τον χρόνο και σε τόπο αόριστος.
Βέβαια και η ψυχή και ο άγγελος είναι ασώματα, δεν είναι όμως σε τόπο, αλλά δεν είναι και παντού, γιατί δεν συνέχουν το σύμπαν αλλά αυτά έχουν ανάγκη του συνέχοντος.
Η Σαμαρείτιδα καθώς άκουσε από το Χριστό αυτά τα εξαίσια και θεοπρεπή λόγια, αναπτερωμένη, μνημονεύει τον προσδοκώμενο και ποθούμενο Μεσσία, τον λεγόμενο Χριστό που όταν έρθει θα μας τα διδάξει όλα. Βλέπετε πως ήταν ετοιμότατη για την πίστη; Από που θα γνώριζε τούτο, αν δεν είχε μελετήσει τα προφητικά βιβλία με πολλή σύνεση; Έτσι προλαβαίνει περί του Χριστού ότι θα διδάξει όλη την αλήθεια. Μόλις την είδε ο Κύριος τόσο θερμή της λέγει απροκάλυπτα: Εγώ είμαι ο Χριστός, που σου μιλώ. Εκείνη γίνεται αμέσως εκλεκτή ευαγγελίστρια και αφήνοντας τη υδρία και το σπίτι της τρέχει και παρασύρει όλους τους Σαμαρείτες πρός το Χριστό και αργότερα με τον υπόλοιπο φωτοειδή βίο της (ως Αγία Φωτεινή) σφραγίζει με το μαρτύριο την αγάπη της προς τον Κύριο.
(Απόσπασμα ομιλίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά)

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ: Ιωάννη Δ΄5-42
Έρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν ᾿Ιακὼβ ᾿Ιωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ ᾿Ιακώβ. ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· δός μοι πιεῖν. οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι. λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ ᾿Ιουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται ᾿Ιουδαῖοι Σαμαρείταις. ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν ᾿Ιακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν·ὃς δι’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον. λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν ῾Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐστίν. ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν. λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι. καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς; ᾿Αφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν. ᾿Εν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ραββί, φάγε. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον. οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη. καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε. ᾿Εκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Έρχεται, λοιπόν, στην πόλη τής Σαμάρειας, που την έλεγαν Σιχάρ, κοντά στο χωράφι, που ο Ιακώβ έδωσε στον Ιωσήφ, τον γιο του. 
Και υπήρχε εκεί μια πηγή τού Ιακώβ. Ο Ιησούς, λοιπόν, κουρασμένος καθώς ήταν από την οδοιπορία, καθόταν, έτσι όπως ήταν, στην πηγή. Η ώρα ήταν περίπου έξι. Έρχεται κάποια γυναίκα από τη Σαμάρεια για να αντλήσει νερό. Ο Ιησούς λέει σ’ αυτήν: Δος μου να πιω. Επειδή, οι μαθητές του είχαν πάει στην πόλη, για να αγοράσουν τροφές. Του λέει, λοιπόν, η γυναίκα η Σαμαρείτισσα: Πώς εσύ, ενώ είσαι Ιουδαίος, ζητάς να πιεις από μένα, που είμαι γυναίκα Σαμαρείτισσα; Επειδή, δεν έχουν επικοινωνία οι Ιουδαίοι με τους Σαμαρείτες.
Ο Ιησούς αποκρίθηκε και της είπε: Αν ήξερες τη δωρεά τού Θεού, και ποιος είναι αυτός που σου λέει: Δος μου να πιω, εσύ θα ζητούσες απ’ αυτόν, και θα σου έδινε το ζωντανό νερό. Η γυναίκα λέει σ’ αυτόν: Κύριε, ούτε δοχείο άντλησης έχεις, και το πηγάδι είναι βαθύ· από πού, λοιπόν, έχεις το ζωντανό νερό; Μήπως εσύ είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας, τον Ιακώβ, που μας έδωσε το πηγάδι, και ήπιε απ’ αυτό αυτός, και οι γιοι του, και τα ζωντανά του;
Ο Ιησούς αποκρίθηκε και της είπε: Καθένας που πίνει από τούτο το νερό, θα διψάσει ξανά· όποιος, όμως, πιει από το νερό που εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάσει στον αιώνα· αλλά, το νερό που θα δώσω σ’ αυτόν, θα γίνει μέσα του πηγή νερού, που θα αναβλύζει σε αιώνια ζωή. Η γυναίκα λέει σ’ αυτόν: Κύριε, δος μου αυτό το νερό, για να μη διψάω ούτε να έρχομαι εδώ να αντλώ. Ο Ιησούς λέει σ’ αυτήν: Πήγαινε, κάλεσε τον άνδρα σου κι έλα εδώ.
Η γυναίκα απάντησε και είπε: Δεν έχω άνδρα. Ο Ιησούς λέει σ’ αυτήν: Σωστά είπες, ότι: Δεν έχω άνδρα· επειδή, πέντε άνδρες πήρες, και εκείνον που έχεις τώρα, δεν είναι άνδρας σου· αυτό που είπες είναι αλήθεια.
Η γυναίκα λέει σ’ αυτόν: Κύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης. 
Οι πατέρες μας προσκύνησαν σε τούτο το βουνό· κι εσείς λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος, όπου πρέπει να προσκυνούμε. 
Ο Ιησούς τής λέει: Γυναίκα, πίστεψέ με, ότι, έρχεται ώρα, κατά την οποία ούτε σε τούτο το βουνό ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνήσετε τον Πατέρα. 
Εσείς προσκυνάτε εκείνο που δεν ξέρετε· εμείς προσκυνούμε εκείνο που ξέρουμε· επειδή, η σωτηρία είναι από τους Ιουδαίους.
Όμως, έρχεται ώρα, και ήδη είναι, όταν οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν τον Πατέρα με πνεύμα και με αλήθεια· επειδή, ο Πατέρας τέτοιου είδους ζητάει να είναι εκείνοι που τον προσκυνούν. Ο Θεός είναι πνεύμα· και εκείνοι που τον προσκυνούν με πνεύμα και με αλήθεια πρέπει να τον προσκυνούν. Η γυναίκα λέει σ’ αυτόν: Ξέρω ότι έρχεται ο Μεσσίας, αυτός που λέγεται Χριστός· όταν έρθει εκείνος, θα μας τα αναγγείλει όλα. Ο Ιησούς λέει σ’ αυτήν: Εγώ είμαι, αυτός που σου μιλάει.
Κι επάνω σ’ αυτό ήρθαν οι μαθητές του, και θαύμασαν ότι μιλούσε με γυναίκα· κανένας, όμως, δεν είπε: Τι ζητάς; Ή, γιατί μιλάς μαζί της; 
Η γυναίκα άφησε, λοιπόν, τη στάμνα της, και πήγε στην πόλη, και λέει στους ανθρώπους: 
Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο, που μου είπε όλα όσα έκανα· μήπως είναι αυτός ο Χριστός; 
Βγήκαν, λοιπόν, από την πόλη, και έρχονταν σ’ αυτόν. 
Εντωμεταξύ, όμως, οι μαθητές τον παρακαλούσαν, λέγοντας: Ραββί, φάε. 
Και εκείνος είπε σ’ αυτούς: Εγώ έχω φαγητό να φάω, που εσείς δεν ξέρετε. 
Έλεγαν, λοιπόν, οι μαθητές του αναμεταξύ τους: Μήπως του έφερε κάποιος να φάει; 
Ο Ιησούς λέει σ’ αυτούς: Το δικό μου φαγητό είναι να πράττω το θέλημα εκείνου που με απέστειλε, και να τελειώσω το έργο του. 
Δεν λέτε εσείς ότι, τέσσερις μήνες είναι ακόμα, και έρχεται ο θερισμός; Προσέξτε, σας λέω, σηκώστε ψηλά τα μάτια σας, και δείτε τα χωράφια, ότι είναι κιόλας άσπρα για θερισμό. 
Και εκείνος που θερίζει παίρνει μισθό, και μαζεύει καρπό για αιώνια ζωή, για να χαίρεται μαζί και εκείνος που σπέρνει και εκείνος που θερίζει. 
Επειδή, σε τούτο αληθεύει ο λόγος, ότι: Άλλος είναι εκείνος που σπέρνει, και άλλος εκείνος που θερίζει.
Εγώ σας απέστειλα για να θερίζετε εκείνο στο οποίο εσείς δεν κοπιάσατε· άλλοι κοπίασαν, κι εσείς μπήκατε μέσα στον κόπο τους. 
Από την πόλη εκείνη, μάλιστα, πολλοί από τους Σαμαρείτες πίστεψαν σ’ αυτόν, εξαιτίας τού λόγου τής γυναίκας που έδινε μαρτυρία, ότι: Μου είπε όλα όσα έπραξα. 
Καθώς, λοιπόν, ήρθαν σ’ αυτόν οι Σαμαρείτες, τον παρακαλούσαν να μείνει κοντά τους. Και έμεινε εκεί δύο ημέρες. 
Και πολύ περισσότεροι πίστεψαν εξαιτίας τού λόγου του· 
και έλεγαν στη γυναίκα, ότι: Δεν πιστεύουμε πλέον εξαιτίας τού λόγου σου· επειδή, εμείς ακούσαμε, και γνωρίζουμε ότι αυτός είναι αληθινά ο Σωτήρας τού κόσμου, ο Χριστός.
(Επιμέλεια: Παναγιώτης Παπακυριακού, Θεολόγος)

Θεία Λειτουργία, Κυριακή του Παράλυτου, Μετόχιο Ιεράς Μονής Κύκκου, Άγιος Προκόπιος | Άμεση Μετάδοση, 11 Μαΐου 2014

(Ιωάν. ε΄ 1 -15)                                                                               (Πράξ θ΄ 32 – 42)
Σωτήρια ίαση “ίδε, υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μή χείρον σοί τι γένηται”
Η Κυριακή του Παραλύτου εκπέμπει τα δικά της αναστάσιμα μηνύματα.
Θαυμαστό είναι και το σημερινό γεγονός το οποίο μας περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Συγκεκριμένα ο Κύριος θεράπευσε τον παράλυτο της Ιερουσαλήμ, ένα θαύμα που έγινε τον δεύτερο χρόνο της δημόσιας δράσης Του.

Οίκος ευσπλαχνίας

Ο Κύριος είχε ανεβεί στα Ιεροσόλυμα και βρέθηκε κοντά στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά που στα ελληνικά σημαίνει “οίκος του ελέους ή της ευσπλαχνίας”, δηλαδή το σπίτι της αγάπης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Θεός με ένα υπερφυσικό τρόπο έδειχνε τη μεγάλη αγάπη Του σε πονεμένους συνανθρώπους μας. Ο Χριστός βρέθηκε μπροστά σε μια πονεμένη ύπαρξη που επιζητούσε τη λύτρωση. Ήταν συγκεκριμένα ένας παράλυτος που για τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια βρισκόταν στο κρεβάτι του πόνου. Από τον διάλογο του Κυρίου με τον παραλυτικό προκύπτει ότι η δοκιμασία του ήταν αποτέλεσμα της αμαρτίας του. Στο χώρο εκεί παρέμενε για πολλά χρόνια μόνος και αβοήθητος. Γινόταν πραγματικά ένας μεγάλος αγώνα για το ποιος θα προλάβαινε να πέσει πρώτος στην κολυμβήθρα όταν Άγγελος Κυρίου κατέβαινε και τάρασσε το ύδωρ μια φορά το χρόνο.

Η λύτρωση

Θέλεις υγιής γενέσθαι;” Μια τέτοια ερώτηση βέβαια σίγουρα ήταν περιττή. Ωστόσο, αν κοιτάξουμε λίγο βαθύτερα θα κατανοήσουμε τη σημαντικότητά της για το θαύμα που επιτελέστηκε.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εξασφάλιση της υγείας από τον παραλυτικό αλλά και γενικά από τον κάθε άνθρωπο, συνδέεται πολύ στενά με την ελευθερία που μπορεί να απολαμβάνει ο άνθρωπος στην προοπτική πάντοτε και στους ορίζοντες της απάρνησης της αμαρτίας. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί με τη δυνατότητα του ανθρώπου να χρησιμοποιεί την ελευθερία της βούλησής του στην τροχιά της κοινωνίας με την αγάπη του Θεού και σίγουρα όχι σε εκείνη της αποκοπής του από αυτήν που εκφράζεται με την κατάσταση της αμαρτωλής ζωής. Ουσιαστικά ο Χριστός με την ερώτησή του αυτή είναι σαν να προκαλούσε τον παράλυτο να εκφράσει την πίστη του ως απαραίτητη προϋπόθεση για την θεραπεία του.

Με το θαύμα ο Χριστός εθεράπευσε τον παράλυτο, αφού δια της συγχωρήσεως και της αγάπης του απομάκρυνε την αιτία της ασθένειας που ήταν η αμαρτία. Η αμαρτία είναι η κατάσταση εκείνη που μας εγκλωβίζει πολλές φορές εις τον εαυτό μας, τον οποίο και αυτοθεοποιούμε για να εξορίζουμε από τη ζωή μας τον Θεό που είναι σίγουρα το ασφαλέστερο και μοναδικό στήριγμά μας. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που ο Κύριος επέσυρε λίγο αργότερα την προσοχή στο θεραπευθέντα παράλυτο όταν του είπε “ίδε, υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μή χείρον σοί τι γένηται”. Είναι γεγονός ότι πολλές φορές δεχόμαστε τις ευεργεσίες της αγάπης του Θεού και μετά εύκολα τις ξεχνάμε αφήνοντας τον εαυτό μας να κυλίεται και πάλι στη λάσπη της αμαρτίας, η οποία όπως τονίστηκε πιο πάνω είναι η ρίζα και η αιτία κάθε κακού.

Αγαπητοί αδελφοί, τα μηνύματα που απορρέουν από το περιστατικό της θεραπείας του παραλυτικού είναι τόσο επίκαιρα που αγγίζουν βαθειά και τη δική μας ύπαρξη. Δεν έχουμε παρά κι εμείς να επιζητήσουμε τη θεραπεία της δικής μας ασθένειας από το μόνο Λυτρωτή και Σωτήρα μας Χριστό, η αγάπη του οποίου μας “κυνηγά” σε κάθε μας βήμα. Ας έχουμε υπόψιν και την προτροπή του Κυρίου “ίδε, υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε”.

Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Ιωαν. ε’ 1-15

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα.  Ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ Προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα.  Ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν.  Ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐτάρασσε τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος, ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι.  Ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ, τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ. Τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐνῷ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει.  Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.  Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὑτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ Σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον.  Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· Ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.  Ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι˙ Ἆρον τὸν κράβαττόν σου, καὶ περιπάτει;  Ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ.  Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ Ἱερῷ, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἴδε, ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται.  Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις, ὅτι Ἰησοῦς ἐστίν, ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.

Μετάφραση

Τον καιρό εκείνο ο Ιησούς ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα.  Υπάρχει λοιπόν στα Ιεροσόλυμα κοντά στην προβατική πύλη μια κολυμβήθρα που επονομάζεται εβραϊκά Βηθεσδά και έχει πέντε στοές.  Σ’ αυτές ήταν κατάκοιτοι πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, χωλοί, παράλυτοι, που περίμεναν την κίνηση του νερού.  Γιατί άγγελος Κυρίου κάθε τόσο κατέβαινε στην κολυμβήθρα κι ανατάραζε τα νερά. Ο πρώτος, λοιπόν, που έμπαινε μετά την αναταραχή του νερού γινόταν καλά, όποια κι αν ήταν η αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε.  Εκεί ήταν κι ένας άνθρωπος, άρρωστος τριάντα οχτώ ολόκληρα χρόνια.  Όταν τον είδε ο Ιησούς κατάκοιτο κι έμαθε πως ήταν έτσι για πολύ καιρό, τον ρώτησε: «Θέλεις να γίνεις καλά;» «Κύριε», του αποκρίθηκε ο άρρωστος, «δεν έχω κανέναν να με βάλει στην κολυμβήθρα μόλις αναταραχθούν τα νερά˙ έτσι, ενώ εγώ προσπαθώ να πλησιάσω μόνος μου, πάντοτε κάποιος άλλος κατεβαίνει στο νερό πριν από μένα». Ο Ιησούς του λέει: «Σήκω πάνω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα».  Κι αμέσως ο άνθρωπος έγινε καλά, σήκωσε το κρεβάτι του και περπατούσε. Η μέρα που έγινε αυτό ήταν Σάββατο. Έλεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι άρχοντες στον θεραπευμένο: «Είναι Σάββατο, και δεν επιτρέπεται να σηκώσεις το κρεβάτι σου».  Αυτός τους αποκρίθηκε: «Εκείνος που μ’ έκανε καλά, εκείνος μου είπε «πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα».  Τον ρώτησαν: «Ποιος είναι ο άνθρωπος που σου είπε «πάρε το και περπάτα;» Ο θεραπευμένος όμως δεν ήξερε να πει ποιος ήταν, επειδή ο Ιησούς είχε φύγει απαρατήρητος εξαιτίας του πλήθους που ήταν μαζεμένο εκεί. Αργότερα ο Ιησούς τον βρήκε στον ναό και του είπε: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά. Από δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτα χειρότερο». Ο άνθρωπος έφυγε αμέσως κι ανάγγειλε στους Ιουδαίους άρχοντες ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον γιάτρεψε.

Θεία Λειτουργία Κυριακή Των Μυροφόρων, Μετόχιο Ιεράς Μονής Κύκκου, Άγιος Προκόπιος | Άμεση Μετάδοση, 4 Μαΐου 2014

Η θέση της γυναίκας μέσα στην Εκκλησία μας είναι σημαντική

Η Ευαγγελική Περικοπή αυτής της Κυριακής αναφέρεται στο μεγαλείο του ρόλου της γυναίκας για μια καλύτερη κοινωνία. Την ώρα που οι μαθητές του Χριστού «διά τον φόβον των Ιουδαίων» παρέμειναν κρυμμένοι σε ασφαλές μέρος, βλέπουμε μερικές γυναίκες, τις Μυροφόρες, χωρίς φόβο για τη ζωή τους να φθάνουν θαρραλέες στον τάφο του Ιησού.

΄Ηταν γνωστό σε όλους ότι φανατισμένοι Εβραίοι καραδοκούσαν για να επιτεθούν βίαια σε όποιους προσπαθούσαν με οποιονδήποτε τρόπο να πλησιάσουν τον τάφο που βρισκόταν το νεκρό σταυρωμένο σώμα του Ιησού. Επειδή οι φανατισμένοι Εβραίοια δεν πίστευαν στις προφητείες για την Ανάσταση του Χριστού, νόμιζαν ότι κάποιοι οπαδοί του Ιησού θα προσπαθούσαν να κλέψουν το σώμα του και να το κρύψουν διαδίδοντας ότι δήθεν αναστήθηκε. Γι’ αυτό επέμεναν ο τάφος του Ιησού να φρουρείται νύκτα και ημέρα από τους Ρωμαίους φρουρούς.
Μπροστά λοιπόν σ’ αυτή την υφιστάμενη απειλή για τη ζωή τους, λογικά σκεπτόμενοι οι μαθητές του Χριστού έμειναν κλεισμένοι σε ασφαλές μέρος, στο «υπερώον» μέχρι να δουν πως θα εξελιχθούν τα πράγματα. Ταυτόχρονα όμως οι Μυροφόρες, προχωρούν θαρραλέες προς τον τάφο του Ιησού. Σε καμία περίπτωση δεν φοβήθηκαν από τους κινδύνους που υπολόγιζαν οι δήθεν θαρραλέοι άντρες, που πριν λίγο έλεγαν στον Χριστό ότι θα είμαστε μαζί Σου ως το τέλος, έτοιμοι να θυσιασθούμε και πριν «κράξει ο αλέκτωρ» τον αρνήθηκαν τρεις φορές.

Τελικά το θάρρος των Μυροφόρων Γυναικών αμείβεται με τη θεία δωρεά του Θεού να είναι οι πρώτες στον κόσμο που βλέπουν τον Αναστημένο Ιησού. Οι Γυναίκες γίνονται οι πρώτες που δίνουν μαρτυρία για την Ανάσταση του Χριστού. Ιστορικά γνωρίζουμε πάλι ότι η μεγάλη εκείνη ανθρώπινη μορφή, που εκπροσώπησε το ανθρώπινο γένος για την ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού, που οδήγησε στην εν Χριστώ σωτηρία όλους μας είναι πάλι γυναίκα. Είναι η Παναγία μας που απάντησε με ταπείνωση στην κλήση του Θεού «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου».
΄Ετσι η θέση της γυναίκας μέσα στην Εκκλησία μας είναι σημαντική και μοναδική για την υπόθεση της σωτηρίας μας. Ετσι η θέση της γυναίκας μέσα στην Εκκλησία μας είναι σημαντική και μοναδική για την υπόθεση της σωτηρίας μας.΄Οπως η Παναγία μας έδωσε τη σάρκα της στον Υιόν και Λόγον του Θεού για την σωτηρία όλης της ανθρωπότητας, το ίδιο σήμερα η γυναίκα, η μητέρα, η γιαγιά, η θυγατέρα, ετοιμάζουν με πολύ σεβασμό και φόβον Θεού το πρόσφορον που το δίνουν στον ιερέα, που ως διάκονος της, το προσφέρει στον Θεόν, που το μεταποιεί σε Σώμα Χριστού, όταν με την άξια συμμετοχή μας στην Θεία Κοινωνία, γινόμαστε σύσσωμοι του αγίου Σώματος του Χριστού.

Ο ρόλος της γυναίκας, λοιπόν, στη σύγχρονη εποχή των κρίσεων και των πολύπλοκων κοινωνικών προβλημάτων γίνεται ακόμη πιο σημαντικός για να ελπίζουμε σε ένα καλύτερο κόσμο. Ιδιαίτερα όμως, η συμβολή της γυναίκας στην προστασία και στην ενίσχυση του θεσμού της οικογένειας είναι κάτι που επιβάλλεται περισσότερο. Μπροστά στην κρίση του θεσμού της οικογένειας, όπως πολλές οικογένειες δεινοπαθούν και χωρίζουν. Καλείται η σύγχρονη γυναίκα να διαδραματίσει έναν σημαντικόν, ενωτικόν, υπομονετικόν, συμφιλιωτικόν και στοργικόν ρόλον που θα προστατέψει το όλο σώμα της οικογένειας.

΄Οταν η οικογένεια προστατεύεται και στέκει ψηλά, τότε ολόκληρη η κοινωνία πάει μπροστά. Για να μπορέσει, όμως, η σύγχρονη γυναίκα ν’ ανταποκριθεί στην υψηλή αποστολή της οφείλει με εμπιστοσύνη στο Θεό να έχει στη ζωή της ως παράδειγμα την Παναγία μας, όλες τις άγιες Γυναίκες, τις Μυροφόρες. Το πρώτο στάδιο της προετοιμασίας τέτοιων αγίων μορφών είναι να παίρνουμε τα παιδιά μας στο Κατηχητικό Σχολείο. Το δεύτερο στάδιο το παράδειγμα της αγίας ζωής των γονέων. Το τρίτο στάδιο, το ειρηνικό και ηθικό περιβάλλον που δημιουργούμε για τα παιδιά μας. Το τέταρτο στάδιο, οι άξιοι και κατηρτισμένοι εκπαιδευτικοί μας, που ταυτόχρονα αποτελούν και πρότυπα ηθικού παραδειγματισμού.

΄Ολα αυτά όμως τα στάδια αποβλέπουν στη προετοιμασία μας για να ζούμε μέσα στο στάδιο των αρετών με την άξια συμμετοχή μας στην αγιαστική ζωή της Εκκλησία μας, στα άγια της Μυστήρια, και ταυτόχρονα με τη συμμετοχή μας στο φιλανθρωπικό και Ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας μας. ΄Ετσι γινόμαστε έτοιμοι για να δημιουργήσουμε με μεγάλη συναίσθηση ευθύνης την Χριστιανική οικογένεια, που η παρουσία της μέσα στην άδικη κοινωνία που ζούμε, αποτελεί όασιν ζωής. Σήμερα, λοιπόν, στα πρόσωπα των αγίων Μορφών των Μυροφόρων Γυναικών της σημερινής Ευαγγελικής Περικοπής, τιμούμε τις γυναίκες εκείνες που είναι τίμιες, υπεύθυνες, ευσεβείς και πρωτοπόρες, που με το έργο τους μας κάνουν όλους υπερήφανους.

Έτσι η θέση της γυναίκας είναι πολύ σημαντική για το θεσμό της οικογένειας, όπου με τις θυσίες της και την αγάπη της δημιουργείται μια υπεύθυνη οικογένεια που οδηγεί και στην υγιή ύπαρξη της τοπικής κοινωνίας και ακόμη στην πρόοδο ενός έθνους και ενός Λαού.

του Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ


Μαρτυρία Αναστάσεως 
«Ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν»


Σε αναστάσιμες τροχιές κινούνται σήμερα, την Κυριακή των Μυροφόρων,  το περιεχόμενο της ευαγγελικής διήγησης αλλά και της υμνολογίας της Εκκλησίας μας.

Προβάλλονται συγκεκριμένα τα πρόσωπα εκείνα που συνδέονται με μια μαρτυρία ζωής για τη Σταυρική Θυσία και την Ανάσταση του Κυρίου. Έχουμε πρώτα τις μορφές του ευσχήμονα βουλευτή Ιωσήφ του από Αριμαθαίας και του Νικόδημου, ο οποίος ήταν κρυφός μαθητής του Χριστού. Έπειτα, τρεις άγιες γυναικείες παρουσίες, η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη, η μητέρα των υιών του Ζεβεδαίου, του Ιωάννου και του Ιακώβου, συνθέτουν μια ισχυρή μαρτυρία, με άρωμα σαφώς αναστάσιμο.
Όλες αυτές οι μορφές που παρελαύνουν μέσα από τη διήγηση της σημερινής ευαγγελικής περικοπής υπήρξαν όντως αυθεντικοί μάρτυρες, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος της Ταφής και οι Μυροφόρες της Αναστάσεως. Για τις τελευταίες, ο ιερός συναξαριστής αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η του Θεού Εκκλησία ταύτας παρέλαβεν εορτάζειν: α) ως ιδούσας πρώτας Χριστόν εκ νεκρών, β) τοις πάσι καταγγειλάσας το σωτήριον κήρυγμα και γ) την κατά Χριστόν πολιτείαν μετελθούσαν αρίστως και μαθητευθείσαις Χριστώ».

Άνοιγμα καρδιάς

Ας δούμε ειδικότερα την περίπτωση των Μυροφόρων γυναικών, από την οποία αντλούμε βαθύτατες αλήθειες. Οι Μυροφόρες άφησαν την καρδιά τους να πυρποληθεί από την αγάπη του Διδασκάλου. Αυτό ακριβώς το άνοιγμα της καρδιάς, τούς έδινε τη βεβαιότητα και τις στερέωνε στην πίστη ότι Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος. Γι΄ αυτό και δεν έχουν αναστολές να σπεύσουν στο μνημείο, παρά τις όποιες δυσκολίες και τα εμπόδια που παρεμβάλλονται. 
Επιθυμία που τις φλέγει είναι να δείξουν έμπρακτα την αγάπη που καταυγάζει όλη την ύπαρξη τους. Έτσι, «διαγενομένου του Σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν». Όταν αγαπάς ένα πρόσωπο σημαίνει ότι δίνεσαι σ’ αυτό ολοκληρωτικά. Ιδιαίτερα, η παράδοση του ανθρώπου στην αγάπη του Χριστού, συνιστά ταυτόχρονα και υπερύψωσή του. Σ΄ αυτήν ακριβώς την προοπτική του μεγαλείου της θείας ανάβασης, οι όποιες αδυναμίες εμφωλεύουν μέσα στον άνθρωπο, μεταποιούνται και αναδεικνύονται σε μια ανυπέρβλητη δύναμη που τον απογειώνουν σε δυσθεώρητα πνευματικά ύψη.
Βέβαια, οι Μυροφόρες γυναίκες δεν ήταν εκτός πραγματικότητας. Είχαν την αίσθηση της ανθρώπινης αδυναμίας: «Τίς αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου;». Στη βάση της ψυχρής λογικής, στην οποία πολλές φορές παραδίδεται ο άνθρωπος, αυτό φάνταζε να είναι αδύνατο. Η δύναμη όμως της αγάπης με την οποία διακατέχονταν οι γυναικείες εκείνες μορφές για το Πρόσωπο του Κυρίου, παρακάμπτει τα οποιαδήποτε εμπόδια που υψώνονται και τις σπρώχνει να προσπεράσουν τους όποιους ανθρώπινους συλλογισμούς που θα λειτουργούσαν ως τροχοπέδη στον ιερό τους πόθο. Με αυτό τον τρόπο οι Μυροφόρες γυναίκες άφησαν τον εαυτό τους να εισέλθει στο χώρο της θείας θαυματουργίας και να καταστούν οι πρώτοι αυθεντικοί μάρτυρες του γεγονότος της Ανάστασης.
Δυστυχώς, από το σημερινό άνθρωπο παρατηρούμε ότι πολλές φορές απουσιάζει η θεία τόλμη, βγαλμένη μέσα από τα σπλάχνα της αγάπης προς τον Κύριο. Απουσιάζει αυτό το δυναμικό στοιχείο που τον καταξιώνει σε άλλα επίπεδα ζωής. Αυτό συμβαίνει γιατί κλείνεται ερμητικά στον εαυτό του. Είναι ακριβώς εδώ που οι Μυροφόρες μας δείχνουν τον τρόπο της υπέρβασης, την οποία θα πρέπει επιτέλους ν΄ αποτολμήσουμε στη ζωή μας. Αυτός λοιπόν ο τρόπος, παραπέμπει στο άνοιγμα του εαυτού μας. Ένα άνοιγμα που θα μας αιχμαλωτίσει στην αγάπη του Χριστού, ώστε να καταστούμε αληθινά ελεύθερες υπάρξεις, στολισμένες με όλα εκείνα τα χαρίσματα που μας αναδεικνύουν εικόνες του Θεού.

Η χαρά των Μυροφόρων

Οι Μυροφόρες γυναίκες, ως μάρτυρες της Ανάστασης, δοκίμασαν στην καρδιά τους ανεκλάλητη χαρά. Δοκίμασαν όμως ταυτόχρονα και «τρόμο και έκσταση». Τις Μυροφόρες πλημμυρίζει το αίσθημα της χαράς γιατί όχι μόνο ξαναβλέπουν τον Κύριο τους, αλλά διότι το μεγάλο γεγονός της Ανάστασης εκπέμπει το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα προς τον κόσμο: ότι δηλαδή ο θάνατος καταργήθηκε.
Απορροφήθηκε το θανατηφόρο κεντρί του από τον Αρχηγό της Ζωής, ο οποίος άνοιξε πια την προοπτική της αιωνιότητας, στην οποία εμβάλλει το δημιούργημά Του.
Η χαρά βέβαια των Μυροφόρων είναι ανάμικτη και μ΄ ένα τρόμο, ο οποίος όμως αποπνέει θεία ευωδία. Προέρχεται από την αίσθηση ότι η Ανάσταση του Χριστού χαρίζει μια καινούργια ζωή πέρα από τα όρια της επίγειας ύπαρξής μας. Είναι το επίπεδο της ζωής του Θεού. Εδώ είναι ακριβώς που ανυψώνεται ο άνθρωπος, γι΄ αυτό και ο Αναστάς Κύριος φανερώνεται «εν ετέρα μορφή».
Αγαπητοί αδελφοί, επιβάλλεται όπως ο άνθρωπος ξεπεράσει τις συνθήκες της παρούσας ζωής και αφήσει τον εαυτό του να υποστεί την καλή αλλοίωση – για την οποία τόσο όμορφα κάνει λόγο η πατερική σκέψη – με το φως και τη δύναμη της Ανάστασης. Αυτή την προοπτική ανοίγουν μπροστά μας οι Μυροφόρες γυναίκες. Με αυτό το αισιόδοξο αναστάσιμο μήνυμα, βοηθά η Εκκλησία μας το σημερινό φοβισμένο και απελπισμένο άνθρωπο να υπερβεί τον εαυτό του. Αυτό γίνεται από τη στιγμή που αποφασίζει ελεύθερα να παραδώσει την ύπαρξή του στην αγάπη του Αναστάντος Κυρίου. Το παράδειγμά τους μας αφήνουν ο Ιωσήφ, ο Νικόδημος και οι Μυροφόρες γυναίκες που αξιώθηκαν να είναι οι πρώτοι μάρτυρες της Αναστάσεως.
Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος.

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ (Μάρκου ΙΕ΄43-ΙΣΤ΄8)

Ἐλθὼν ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀπὸ ᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καί διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
(Μάρκου ΙΕ΄43-ΙΣΤ΄8) – Απόδοση στη νεοελληνική:

Ήρθε ο Ιωσήφ, αυτός από την Αριμαθαία, ένας εκτιμώμενος βουλευτής, που κι αυτός περίμενε τη βασιλεία τού Θεού και, τολμώντας, μπήκε μέσα στον Πιλάτο, και ζήτησε το σώμα τού Ιησού. Ο δε Πιλάτος θαύμασε αν είχε ήδη πεθάνει και αφού προσκάλεσε τον εκατόνταρχο, τον ρώτησε, αν είχε πεθάνει προ πολλού. Και μαθαίνοντας από τον εκατόνταρχο, χάρισε το σώμα τού Ιησού στον Ιωσήφ. Κι αυτός, αγοράζοντας ένα σεντόνι, και αφού τον κατέβασε, τον τύλιξε με το σεντόνι και τον έβαλε σε μνήμα, που ήταν λατομημένο από πέτρα και επάνω στη θύρα τού μνήματος κύλισε μια πέτρα. Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα τού Ιωσή, έβλεπαν πού τον έβαζαν. Και αφού πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα τού Ιακώβου, και η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα, για να ρθουν να τον αλείψουν. Και πολύ πρωί, την πρώτη ημέρα τής εβδομάδας, έρχονται στον τάφο, όταν ανέτειλε ο ήλιος. Και αναμεταξύ τους έλεγαν: Ποιος θα αποκυλίσει σε μας την πέτρα από τη θύρα τού μνήματος; Και, καθώς σήκωσαν το βλέμμα τους, παρατηρούν ότι η πέτρα ήταν ήδη αποκυλισμένη επειδή, ήταν υπερβολικά μεγάλη. Και όταν μπήκαν στο μνήμα, είδαν έναν νεανία να κάθεται στα δεξιά, ντυμένον με άσπρη στολή και τρόμαξαν. Και εκείνος λέει σ’ αυτές: Μη τρομάζετε τον Ιησού ζητάτε, τον Ναζαρηνό, τον σταυρωμένο αναστήθηκε, δεν είναι εδώ δέστε, ο τόπος όπου τον είχαν βάλει. Αλλά, πηγαίνετε, πείτε στους μαθητές του, και στον Πέτρο, ότι πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία εκεί θα τον δείτε, όπως σας είχε πει. Και αφού βγήκαν γρήγορα έξω, έφυγαν από το μνήμα αλλά τις κατείχε τρόμος και έκσταση και δεν είπαν τίποτε σε κανέναν επειδή, φοβόνταν.