Monthly Archives: Σεπτεμβρίου 2014

Κυριακή Α΄ Λουκά – Θεία Λειτουργία, Άγιος Προκόπιος Μετόχιο Ιεράς Μονής Κύκκου

Κυριακή Α΄ Λουκά

28 Σεπτεμβρίου 2014
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Λουκά ε´ 1 – 11

Κείμενο

Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον ἐπικεῖσθαι αὐτῷ τοῦ ἀκούειν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ’ αὐτῶν ἀπέπλυνον τὰ δίκτυα. ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν  τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· Ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον, καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.

Απόδοση στη νεοελληνική

Καθώς τα πλήθη συνωστίζονταν κάποτε γύρω του για ν΄ ακούσουν το λόγο του Θεού κι εκείνος στεκόταν στην όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ, είδε δύο ψαροκάικα στην άκρη της λίμνης. Οι ψαράδες είχαν κατεβεί απ΄ αυτά και έπλεναν τα δίκτυα. Εκείνος ανέβηκε σ΄ ένα από τα ψαροκάικα, σ΄ αυτό που ήταν του Σίμωνα, και τον παρακάλεσε να τραβηχτεί λίγο από την ξηρά. Κάθισε στο ψαροκάικο και απ΄ αυτό δίδασκε τα πλήθη. Όταν τελείωσε την ομιλία του, είπε στο Σίμωνα: «Πήγαινε στα βαθιά και ρίξτε τα δίκτυά σας για ψάρεμα». Ο Σίμων του αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, όλη τη νύχτα παιδευόμασταν και δεν πιάσαμε τίποτε, επειδή όμως το λες εσύ, θα ρίξω το δίχτυ». Αφού το έριξαν έπιασαν πάρα πολλά ψάρια, τόσα που άρχισε να σκίζεται το δίχτυ τους. Με νεύματα ειδοποίησαν τους συνεταίρους τους που ήταν στο άλλο πλοίο να έρθουν να τους βοηθήσουν. Εκείνοι ήρθαν και γέμισαν και τα δύο ψαροκάικα σε σημείο που να κινδυνεύουν να βυθιστούν. Όταν ο Σίμων Πέτρος είδε τι έγινε, έπεσε στα γόνατα του Ιησού και του είπε: «Βγες από το καΐκι μου, Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός». Αυτά τα είπε γιατί είχε κυριευτεί από δέος, αυτός και όλοι όσοι ήταν μαζί του, για τα πολλά ψάρια που είχαν πιάσει. Το ίδιο συνέβη και με τα παιδιά του Ζεβεδαίου, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, που ήταν συνεργάτες του Σίμωνα. Ο Ιησούς τότε είπε στο Σίμωνα: «Μη φοβάσαι, από τώρα θα ψαρεύεις ανθρώπους». Ύστερα, αφού τράβηξαν τα ψαροκάικα στη στεριά, άφησαν τα πάντα και τον ακολούθησαν.

Ερμηνευτικά σχόλια

Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα βλέπουμε τον Κύριο, πριν να καλέσει τους πρώτους τέσσερις μαθητές του, να διδάσκει το πλήθος του λαού που τον περίμενε να τον ακούσει στις όχθες τις λίμνης της Γεννησαρέτ.

Το πλήθος  είχε μαζευτεί στην όχθη. Ο Κύριος διαλέγει το ένα από τα δυο πλοιάρια, των μετέπειτα μαθητών του. Απευθυνόμενος στον Πέτρο του λέει, να τον πάρει με την ψαρόβαρκα πιο μέσα για να μπορεί να βλέπει το πλήθος και να τον βλέπουν αυτοί. Αμέσως τότε άρχισε να διδάσκει το πλήθος.  Μόλις τελείωσε τη διδασκαλία του, στράφηκε προς τον Σίμωνα και τον προέτρεψε να ανοιχθεί στο βάθος της λίμνης Γεννησαρέτ και να ρίξει τα δίκτυα για ψάρεμα. Ο Πέτρος, ακούοντας την προτροπή την θεωρεί εντελώς αφύσικη, αφού είναι αντίθετη με τις ώρες του ψαρέματος. Αφού ως έμπειρος ψαράς ήξερε πως το ψάρεμα γινόταν μόνο νύκτα  και εκτός αυτού είχαν ανοιχθεί για ψάρεμα όλη τη νύκτα πλήν όμως δεν κατόρθωσαν να ψαρέψουν τίποτα.
Παρά όμως  τις αντίξοες αυτές συνθήκες, υπάκουσε ο Πέτρος στον Χριστό, λέγοντας του : «επί δε τω ρήματί σου χαλάσω το δίκτυον». Υπακούει στα λογία του Κυρίου το  αποτέλεσμα ήταν να γεμίσουν την ψαρόβαρκα με ψάρια, ώστε να υπάρχει ο κίνδυνος να βυθιστεί από το βάρος. Για το λόγο αυτό «κατένευσαν τοις μετόχοις τοις εν τω ετέρω πλοίω» και έτσι γέμισαν και οι δυο ψαρόβαρκες. Βλέποντας αυτό που  είχε γίνει ο Πέτρος έπεσε στα γόνατα του Ιησού και του είπε: «Βγες από το καΐκι μου, Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός. Προκαλείται ένα θαύμα σήμερα μέσα στην καρδία του Πέτρου, ένα θαύμα που τον κάνει να ακολουθήσει τον Χριστό, όπως και οι άλλοι ψαράδες.

Τα γεγονότα αυτά γίνονται η αιτία, ώστε να πεισθούν για τη θεότητα του Ιησού Χριστού και να Τον ακολουθήσουν. Τότε ο  Ιησούς, απευθυνόμενος στο Σίμωνα του λέει : «Μη φοβάσαι. Από τώρα θα γίνεις αλιέας και θα  ψαρεύεις ανθρώπους».

Το θαύμα αυτής της αλιείας προσλαμβάνει συμβολική και αλληγορική σημασία. Όπως οι ψαράδες συλλαμβάνουν στα δίκτυά τους τα ψάρια, το ίδιο και ο Ιησούς Χριστός με τον λόγο και τη διδασκαλία του σαγηνεύει τους ανθρώπους. Τα ψάρια βέβαια, όταν συλληφθούν στα δίκτυα, στη συνέχεια πεθαίνουν, αφού αποσύρονται από το νερό που είναι ο βιολογικός τους χώρος. Σε αντίθεση με τα ψάρια, οι άνθρωποι που σαγηνεύονται από τον λόγο του Θεού και  λαμβάνουν ζωή. Αυτό ακριβώς φανερώνει και ο λόγος του Κυρίου προς τον Πέτρο: «Από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών». Δηλαδή από τώρα θα αλλάξεις επάγγελμα. Αλλά το επάγγελμά σου θα αλλάξει αντικείμενο, αντί ψάρια θα αλιεύεις ζωντανούς ανθρώπους.  Γι’ αυτό και στη συνέχεια, αφού τράβηξαν τα ψαροκάικα στη στεριά, άφησαν τα πάντα και  ακολούθησαν τον Χριστό.
Σε μας τα λόγια του Χριστού μας διδάσκουν πως πρέπει να αφήσουμε τον εαυτό μας και να τον εμπιστευτούμε. Έτσι, ώστε και στην δική μας ζωή να έχουμε θαύματα. Η ομολογία της αμαρτωλότητάς μας, όταν συνοδεύεται από συντριβή, μετάνοια, ταπείνωση σημαίνει την υπερύψωσή μας στο χώρο του Θεού. Ο άνθρωπος που παραδίνεται με εμπιστοσύνη στον Θεό, όχι μόνο αλλάζει κυριολεκτικά τον τρόπο της ζωής του, αλλά και άλλους ανθρώπους μπορεί να «αλιεύσει», ώστε να τους φέρει κοντά στον Χριστό.

Κυριακή Μετά την Ύψωσίν, Θεία Λειτουργιά Προϊσταμένου του Μητροπολίτη Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρου – Χειροτονία Ιωάννη Σπυρίδωνος εις Διάκονο

Κυριακή Μετά την Ύψωσιν – Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014,
Ο Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας προΐσταται της Θείας Λειτουργίας στον Ιερό Ναό Αγίου Προκοπίου Μετοχίου Κύκκου και θα χειροτονήσει εις Διάκονο τον Ιωάννη Σπυρίδωνος, σπουδαστή της Ιερατικής Σχολής για την κοινότητα Κάτω Πύργου Τηλλυρίας.

Ευαγγέλιον
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Η´ 34 – 38

Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. 35 ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. 36 τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; 37 ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; 38 ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων. 
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ´ 1 – 1
Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες ὧδε τῶν ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Η´ 34 – 38

Και αφού επροσκάλεσε τον λαόν μαζή με τους μαθητάς του, είπεν εις αυτούς• “όποιος θέλει να με ακολουθήση ως πιστός μαθητής μου, ας απαρνηθή τον αμαρτωλόν εαυτόν του με τας αδυναμίας, και τα πάθη του, ας πάρη την απόφασιν να υποστή προς χάριν μου ταλαιπωρίες και αυτόν ακόμη τον σταυρικόν θάνατον, και ας με ακολουθήση στον δρόμον, που εγώ εχάραξα. 35 Διότι όποιος θέλει να σώση την επίγειον ζωή του, αυτός θα χάση την αιωνίαν και μακαρίαν ζωήν. Οποιος όμως αψηφήσει και θυσιάσει την ζωήν του προς χάριν εμού και του ευαγγελίου, αυτός θα σώση την ζωήν του εις την αιωνίαν μακαριότητα. 36 Διότι τι θα ωφελήση τον άνθρωπον, εάν κερδήση ολόκληρον τον υλικόν κόσμον και χάσει την ψυχήν του; 37 Η, τι θα δώση άνθρωπος ως αντάλλαγμα, δια να εξαγοράση την ψυχήν του από τον Αδην, αφού ούτε ο κόσμος όλος δεν ημπορεί να αντισταθμίση την αξίαν της ψυχής; 38 Διότι εκείνος, ο οποίος δια λόγους ανθρωπαρεσκείας και δειλίας θα εντραπή και θα αρνηθή εμέ και τους λόγους μου εις την γενεάν αυτήν, την αποστατημένην και αμαρτωλήν, και ο Υιός του ανθρώπου θα εντραπή αυτόν και θα τον αποκηρύξη, όταν ως κριτής των ανθρώπων έλθη ολόλαμπρος με την δόξαν του Πατρός αυτού συνοδευόμενος από τους αγίους αγγέλους”. 
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ´ 1 – 1
Και έλεγεν εις αυτούς• “Σας διαβεβαιώνω, ότι υπάρχουν μερικοί από αυτούς που ευρίσκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευθούν τον θάνατον, προτού ιδούν την βασιλείαν του Θεού, δηλαδή την Εκκλησίαν, να εγκαθίσταται και να θεμελιώνεται εις την γην με δύναμιν κατά την ημέραν της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος”.

Κυριακή Εορτής Υψώσεως Τιμίου Σταυρού, Θεία Λειτουργία από το Μετόχι Ιεράς Μονής Κύκκου, Άγιος Προκόπιος 14-09-2014

Ευαγγέλιο της Εορτής Υψώσεως Τιμίου Σταυρού Ιω. ιθ’ 6 – 11, 13 – 20, 25 – 28, 30

Πρωτότυπο κείμενο

Τω καιρώ εκείνω, συμβούλιον εποίησαν οι Αρχιερείς και οι Πρεσβύτεροι κατά του  Ιησού, όπως αυτόν απολέσωσι. Και παρεγένοντο προς Πιλάτον, λέγοντες• Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν. Λεγει αυτοίς ο Πιλάτος• Λαβετε αυτόν υμείς και σταυρώσατε• εγώ γαρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν. Απεκρίθησαν αυτώ οι  Ιουδαῖοι• Ημείς νόμον έχομεν, και κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι εαυτόν Υιόν του Θεού  εποίησεν.  Οτε ουν ήκουσεν ο Πιλάτος τούτον τον λόγον, μάλλον εφοβήθη. Και εισήλθεν εις το Πραιτώριαν πάλιν, και λέγει τω  Ιησοῦ• Ποθεν ει συ; Ο δε  Ιησοῦς απόκρισιν ουκ έδωκεν αυτώ. Λεγει ουν αυτώ ο Πιλάτος• Εμοί ου λαλείς; ουκ οίδας ότι εξουσίαν έχω σταυρώσαί σε, και εξουσίαν έχω απολύσαί σε; Απεκρίθη  Ιησοῦς• Ουκ είχες εξουσίαν ουδεμίαν κατ  ἐμοῦ, ει μη ην σοι δεδομένον άνωθεν. Ο ουν Πιλάτος ακούσας τούτον τον λόγον, ήγαγεν έξω τον  Ιησοῦν, και εκάθισεν επί του βήματος, εις τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον, Εβραῑστί δε Γαββαθά. Ην δε Παρασκευή του Πασχα, ώρα δε ωσεί έκτη• και λέγει τοις  Ιουδαίοις• Ίδε ο Βασιλεύς υμών. Οι δε εκραύγασαν• Άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν. Λεγει αυτοίς ο Πιλάτος• Τον Βασιλέα υμών σταυρώσω; Απεκρίθησαν οι Ααρχιερείς• Ουκ έχομεν βασιλέα, ει μη Καίσαρα. Τοτε ουν παρέδωκεν αυτόν αυτοίς, ίνα σταυρωθή. Παρέλαβον δε τον  Ιησοῦν, και απήγαγον. Και βαστάζων τον Σταυρόν αυτού, εξήλθεν εις τον λεγόμενον Κρανίου τόπον, ος λέγεται Εβραῑστί Γολγοθά• όπου αυτόν εσταύρωσαν, και μετ  αὐτοῦ άλλους δύο εντεύθεν και εντεύθεν, μέσον δε τον  Ιησοῦν. Έγραψε δε και τίτλον ο Πιλάτος, και έθηκεν επί του Σταυρού. Ην δε γεγραμμένον•  Ιησοῦς ο Ναζωραίος, ο Βασιλεύς των  Ιουδαίων. Τούτον ουν τον τίτλον πολλοί ανέγνωσαν των  Ιουδαίων, ότι εγγύς ην ο τόπος της πόλεως, όπου εσταυρώθη ο  Ιησοῦς• και ην γεγραμμένον  Εβραῑστί,  Ελληνιστί,  Ρωμαϊστί. Ειστήκεισαν δε παρά τω Σταυρώ του  Ιησοῦ η Μητηρ αυτού, και η αδελφή της Μητρός αυτού, Μαρία η του Κλωπά και Μαρία η Μαγδαληνή.  Ιησοῦς ουν ιδών την Μητέρα, και τον Μαθητήν παρεστώτα ον ηγάπα, λέγει τη Μητρί αυτού• Γυναι, ιδού ο υιός σου. Είτα λέγει τω Μαθητή• ιδού η Μητηρ σου. Και απ  ἐκείνης της ώρας έλαβεν ο Μαθητής αυτήν εις τα ίδια. Μετά τούτο ειδώς ο  Ιησοῦς ότι πάντα ήδη τετέλεσται, κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα.

 Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνον τον καιρό, συνεδρίασαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι κι αποφάσισαν να εξοντώσουν τον Ιησού. Ήρθαν τότε στον Πιλάτο κι έλεγαν: «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον!». Τους λέει ο Πιλάτος: «Πάρτε τον εσείς και σταυρώστε τον• εγώ δεν του βρίσκω κα­μιά αιτία καταδίκης». Του απάντησαν οι Ιουδαίοι: «Εμείς έχουμε «νόμο, και σύμφωνα με το νόμο μας πρέπει να πεθάνει, γιατί ισχυρί­στηκε πως είναι Υιός Θεού». Ο Πιλάτος, όταν άκουσε αυτόν τον λόγο, φοβήθηκε ακόμη περισ­σότερο. Μπήκε πάλι μέσα στο πραιτώριο και λέει στον Ιησού: «Από πού είσαι εσύ;» Αλλά ο Ιησούς δεν του ’δωσε απόκριση. Του λέει τότε ο Πιλάτος: «Σ’ εμένα δεν αποκρίνεσαι; Δεν ξέρεις πως έχω εξουσία να σε σταυρώσω, όπως έχω εξουσία και να σε αφήσω ελεύθερο;» Ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Δε θα είχες καμιά εξουσία πάνω μου, αν δε σου είχε δοθεί από το Θεό». Ο Πιλάτος, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, διέταξε να φέρουν έξω τον Ιησού κι ο ίδιος κάθισε στην έδρα του δικαστή, στον τόπο που ονομάζεται Λιθόστρωτο στα εβραϊκά «Γαββαθά». ’Ήταν σχεδόν μεσημέρι, παραμονή του Πάσχα. Λέει λοιπόν ο Πιλάτος στους Ιουδαίους: «Nα ο βασιλιάς σας!» Τότε εκείνοι άρχισαν να φωνάζουν με κραυγές: «Θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ τον!» Τους λέει ο Πιλάτος: «Τον βασιλιά σας να σταυρώσω;» Αποκρίθηκαν οι αρχιερείς: «Δεν έχουμε άλλον βασιλιά, εκτός από τον αυτοκράτορα». Τότε ο Πιλά­τος τους τον παρέδωσε, για να σταυρωθεί. Οι στρατιώτες λοιπόν παρέλαβαν τον Ιησού και ξεκίνησαν. Και βγήκε αυτός από την πόλη σηκώνοντας στους ώμους του τον σταυρό, μέχρι τον λεγόμενο «τόπο του κρανίου» — στα εβραϊκά λέγεται «Γολγοθά». Εκεί σταύρωσαν τον Ιησού. Μαζί του σταύρωσαν άλ­λους δύο, τον ένα από τη μια μεριά και τον άλλο από την άλλη, και στη μέση τον Ιησού. Ο Πιλάτος διέταξε επίσης κι έγραψαν μια επιγραφ­ή, και την τοποθέτησαν πάνω στο σταυρό. Κι έγραφε: «Ο Ιησούς ο Ναζωραίος, Βασιλιάς των Ιουδαίων». Αυτή την επιγραφή τη διάβασαν πολλοί από τους Ιουδαίους, γιατί ο τόπος όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς ήταν κοντά στην πόλη, ήταν γραμμένη εβραϊκά, ελληνικά και λατινικά. Κοντά στο σταυρό του Ιησού στέκονταν η μητέρα του, η αδελφή της η Μαρία, γυναίκα του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή.
Ο Ιησούς, όταν είδε τη μητέρα του και τον μαθητή που αγαπούσε, να στέκεται πλάι της, λέει στη μητέρα του: «Αυτός τώρα εί­ναι ο γιος σου». Ύστερα λέει στο μαθητή: «Αυτή τώρα είναι η μητέρα σου». Από κείνη την ώρα ο μαθητής την πήρε στο σπίτι του. Μετά απ’ αυτό, ο Ιησούς, γνωρίζοντας πως όλα είχαν φτάσει πια στο καθορισμένο τέλος, έγειρε το κεφάλι και παρέδωσε το πνεύμα.

Τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν Δέσποτα

Σήμερα η Εκκλησία εορτάζει την παγκόσμια ύψωση του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού. Η γιορτή αυτή είναι αρχαιοτάτη και μιά από τις Δεσποτικές εορτές. Συνδέεται με μεγάλα ιστορικά γεγονότα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, γι’ αυτό έχει πανηγυρικό χαρακτήρα. Συγχρόνως όμως αναφέρεται στη σταύρωση και το θάνατο του Κυρίου, γι΄ αυτό και τιμάται με αυστηρή νηστεία – ξηροφαγία- όπως η Μεγάλη Παρασκευή, (εκτός αν συμπέσει Σάββατο ή Κυριακή, τότε μόνον επιτρέπεται η κατάλυσις οίνου και ελαίου).
Αξίζει ν’ αναφέρουμε λίγα ιστορικά στοιχεία για το πώς καθιερώθηκε: Το 326 Μ.Χ, ένα χρόνο μετά την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, η αγία Ελένη πήγε στα Ιεροσόλυμα, να προσκυνήσει τους αγίους τόπους και για να ευχαριστήσει τον Θεό, για τις νίκες και τις θριαμβευτικές επιτυχίες του Μ. Κωνσταντίνου. Τότε έκτισε διάφορους ναούς, όπως στο όρος των Ελαιών και στο σπήλαιο της Βηθλεέμ. Με διαταγή του Μ. Κωνσταντίνου ανέλαβε να κτίσει μεγάλο ναό στο λόφο του Γολγοθά, εκεί όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστός. Κατεδάφισε τον ειδωλολατρικό ναό αφιερωμένο στην Αφροδίτη, τον οποίο έκτισε εκεί πριν από διακόσια χρόνια ο αυτοκράτορας Αδριανός, εμποδίζοντας τους χριστιανούς να προσκυνούν τον άγιο τόπο, εξακρίβωσε τη θέση που σταυρώθηκε ο Κύριος και στις 6 Μαρτίου του 326 Μ.Χ βρήκε τον τίμιο Σταυρό. Επειδή ο μήνας αυτός συμπίπτει με την Μεγάλη Τεσσαρακοστή όπου δεν επιτρέπεται Θεία Λειτουργία, παρά μόνο το Σάββατο και την Κυριακή, η Εκκλησία αντί για την 6η   Μαρτίου καθόρισε την Γ΄ Κυριακή των Νηστειών να προσκυνούμε τον Τίμιο Σταυρό και η Κυριακή αυτή ονομάζεται Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως.
Η είδηση ότι βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός διαδόθηκε σ’ όλο τον τότε χριστιανικό κόσμο. Έτρεξαν όλοι και ιδιαίτερα μάλιστα οι πιστοί της Παλαιστίνης, για να προσκυνήσουν το τίμιο ξύλο. Όταν τελείωσε ο ναός της Αναστάσεως, στις 14 Σεπτεμβρίου του 336 Μ.Χ έγιναν επίσημα και με κάθε λαμπρότητα τα εγκαίνια. Τότε ο Πατριάρχης των Ιεροσολύμων Μακάριος, επειδή το πλήθος του λαού ήταν πολύ, για να δουν όλοι και να προσκυνήσουν, ανέβηκε στον άμβωνα, που ήταν στη μέση του ναού και ύψωσε τον τίμιο Σταυρό. Οι πιστοί προσκυνούσαν, κάνοντας το σταυρό τους κι έλεγαν «Κύριε ελέησον».
Στις 14 Σεπτεμβρίου επίσης, είναι η ημέρα που κοιμήθηκε ένας μεγάλος πατέρας της Εκκλησίας μας, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Αλλά, για να μη σκεπάσει η μνήμη του ιερού Χρυσοστόμου την εορτή του Τιμίου Σταυρού, αυτή μετατέθηκε στις 13 Νοεμβρίου.

Σχολιασμός

Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, ακούσαμε όλα τα γεγονότα της Μεγάλης Παρασκευής. Πώς είναι δυνατόν να μην συγκινηθούμε, βλέποντας την  άπειρη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο; Πώς είναι δυνατόν να μη θαυμάσουμε, όταν  ολόκληρη η κτίση έφριξε μπροστά στο εκούσιο
 Πάθος του Κυρίου μας, στις  μαστιγώσεις, στα ραπίσματα, στο ακάνθινο στεφάνι, στον σταυρό, στη λόγχη και  στον θάνατο του Θεανθρώπου; Οι άγγελοι έφριξαν, ο ήλιος σκοτείνιασε, η γη  εσείσθη, τα μνήματα ανοίχτηκαν, οι ρωμαίοι στρατιώτες εθαύμασαν και εμείς με  κατάνυξη ψυχής προσκυνούμε και τιμούμε τον Τίμιο Σταυρό, που από  όργανο καταδίκης έγινε το Ξύλον της Ζωής, το όπλο κατά του Διαβόλου και το φάρμακο  ενάντια στον πνευματικό θάνατο.        
Οι Πατέρες της Εκκλησίας κάνουν  έναν σοφό παραλληλισμό: όπως το ξύλο της γνώσεως έγινε αιτία για την καταδίκη  του Αδάμ, έτσι το ξύλο του Σταυρού γίνεται η απαρχή της σωτηρίας μας. Και για  τον λόγο αυτό ο Σταυρός είναι το καύχημα και το τρόπαιο όλων των χριστιανών. Σύμφωνα και μ΄ έναν υπέροχο ύμνο της Εκκλησίας (ο οποίος ψάλλεται προς το τέλος του Όρθρου της εορτής) ο  σταυρός είναι ο φύλακας της  οικουμένης, είναι το κόσμημα της Εκκλησίας, είναι το στήριγμα των πιστών, είναι  η δόξα των Αγγέλων και των δαιμόνων το τραύμα.
Η ιστορία της Εκκλησίας μας έχει  πολλά παραδείγματα να μας υποδείξει από τη ζωή των Αγίων, όπου με μόνο το σημείο  του σταυρού έγιναν μέγιστα θαύματα και θεραπείες ασθενών και εξορίες δαιμόνων.  Αλλά και πολλές φορές με μόνο το σημείο του σταυρού, οι άγιοι διασώθηκαν και  έμειναν αλώβητοι από σαρκοβόρα θηρία ή από δηλητήρια που έδιναν στους μαθητές  του Χριστού οι διάφοροι κατά καιρούς εχθροί της πίστεως μας. Το σημείο του σταυρού λοιπόν μπορεί να γίνει και για μας φυλακτήριο. Να είναι στα χέρια μας φόβητρο των δαιμόνων. Φτάνει να το κάνουμε σωστά. Όπως μας παραδίδει και μας διδάσκει η Εκκλησία μας, με πίστη, ευλάβεια, συναίσθηση, ιεροπρέπεια, ταπείνωση και διάκριση. Πώς δηλαδή;
Αρχικά ενώνουμε τα τρία πρώτα δάκτυλα του δεξιού χεριού, ομολογώντας έτσι την πίστη μας σ’ ένα Θεό, που είναι ταυτόχρονα και τρεις υποστάσεις, τρία πρόσωπα -ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα-, ομοούσια, ενωμένα μεταξύ τους «αχωρίστως» και «αδιαιρέτως». Τα άλλα δύο δάκτυλα, που ακουμπούν στην παλάμη, συμβολίζουν τις δύο φύσεις του Κυρίου μας, τη θεία και την ανθρώπινη. Μ’ αυτό τον τρόπο κάνουμε μια συμβολική ομολογία της ορθόδοξης πίστης μας, της οποίας και θεμέλια της αποτελούν το τριαδολογικό και το χριστολογικό δόγμα.
Μετά φέρνουμε το χέρι στο μέτωπο, τη σωματική περιοχή της διανοητικής λειτουργίας, φανερώνοντας έτσι ότι αγαπούμε τον Θεό μ’ όλη τη διανοία μας και ότι αφιερώνουμε σ’ αυτόν όλες τις σκέψεις μας.
Το χέρι έρχεται κατόπιν στην κοιλιά. Έτσι δηλώνουμε συμβολικά ότι προσφέρουμε στον Κύριο όλες τις επιθυμίες μας και όλα τα συναισθήματα μας.
Τέλος, φέρνουμε το χέρι στους ώμους, πρώτα στον δεξιό και μετά στον αριστερό, ομολογώντας έτσι ότι και κάθε σωματική μας δραστηριότητα ανήκει σ’ Εκείνον.

Ο προσωπικός μας σταυρός υψώνεται συνειδητά καθημερινά, όταν διαρκώς έχουμε προ οφθαλμών τη «νίκη» κατά του κακού, που πέτυχε ο Χριστός πάνω στο Σταυρό. Ακόμα, η ύψωση μέσα μας διενεργείται με τη συμμετοχή μας στο θάνατο του Χριστού, δηλαδή, με την κοινωνία μας στα μυστήρια του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας, όπου ο πιστός αποκτά τη Χάρη, που έρευσε από το Σταυρό.  Στην κατάσταση της θέωσης, ο πιστός όχι μόνο ‘‘βλέπει’’ προγευόμενος αοράτως σαν αληθινός προφήτης τη δόξα της αναστάσεώς του, αλλά και της δικής του υψώσεως: «Πάτερ, ους δέδωκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ην δέδωκάς μοι» (Ιω. ιζ΄24).
Η ελληνορθόδοξη παράδοσή μας έχει ως βάση την Παύλειο αρχή «Ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι και συζήσομεν αυτώ, ειδότες ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ.στ΄8,9). Για να μπορεί όμως ο άνθρωπος να λάβει τον θείο αγιασμό μέσω του Σταυρού είναι απαραίτητο να πιστέψει στον λυτρωτή Χριστό και στην σταυρική απολυτρωτική του Θυσία. Η χάρη του Σταυρού δεν λειτουργεί αυτόματα, πάγια και μαγικά. Επιβάλλεται και η από μέρους μας συνεργιακώς, ασκητική «θυσία», ψυχική νήψη, εγρήγορση, προσευχή, σωματική νηστεία, εγκράτεια και υλική φιλανθρωπία. Η κατάσταση της κατάνυξης και της χαρμολύπης που δημιουργεί στην ψυχή μας η παρουσία και θέα του Τιμίου Σταυρού, μας κάνει να υπομένουμε με καρτερία και υπομονή τα προβλήματα της ζωής, δηλαδή να υπομένουμε τον προσωπικό μας σταυρό (Ματθ. ιστ΄ 24), ελπίζοντας εξάπαντος στην επερχόμενη ανάσταση, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Αυτή η ακράδαντη πίστη μας δίνει δύναμη και μας κάνει να αντιμετωπίζουμε τη ζωή με αισιοδοξία.
 Η σημερινή μεγάλη εορτή, είναι μια ακόμα ευκαιρία για όλους μας να σκεφτούμε τις άπειρες δωρεές του Θεού στη ζωή μας. Να στρέψουμε το βλέμμα μας στο εκθαμβωτικό φως του Σταυρού προκειμένου να διαλύσουμε το σκοτεινό έρεβος των αμαρτιών της ψυχής μας. Δεν έχουμε πολλές επιλογές: ή αποδεχόμαστε τη λυτρωτική δύναμη του Σταυρού του Χριστού και σωζόμαστε ή παραμένουμε δούλοι της αμαρτίας και φορείς του κακού και χανόμαστε. Η πρόσκληση και η πρόκληση, προς τη λύτρωση είναι πάντα ανοιχτή, αρκεί να πάρουμε τη μεγάλη απόφαση και να την αποδεχτούμε.

Ιεροδιακόνου Επιφανίου Παπαντωνίου

Το Γενέθλιον της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου – Θεία λειτουργία απο το Μοναστήρι της Παναγίας του Κύκκου – Άμεση Μετάδοση

Γιά τό Γενέθλιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου
καί ἀειπαρθένου Μαρίας

Λίγες ἡμέρες μετά τήν ἔναρξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, στίς 8 Σεπτεμβρίου, ἡ Ἐκκλησία μας πανηγυρίζει «τό Γενέθλιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας». 
Γιά τό γεγονός αὐτό τά ἱερά Εὐαγγέλια σιγοῦν. Ἡ ἴδια ἄλλωστε σιγή ἁπλώνεται γύρω ἀπό τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς τῆς Θεοτόκου. Ἐλάχιστα εἶναι τά λόγια της πού διασώθησαν. Ἀρκεῖ νά σημειωθεῖ πώς ἡ προτροπή της στούς ὑπηρέτες στό θαῦμα πού ἔγινε ἀπό τόν Χριστό στήν Κανά τῆς Γαλιλαίας, «ὅ,τι ἄν λέγῃ (ὁ Χριστός) ὑμῖν, ποιήσατε» (Ἰωάν. 2,5), εἶναι τά τελευταῖα της λόγια πού ἀναφέρουν τά Εὐαγγέλια. Ἀπό τότε (τό θαῦμα ἔγινε στίς ἀρχές τοῦ πρώτου ἔτους τῆς δημόσιας δράσης τοῦ Κυρίου) καί στό ἑξῆς ἡ Θεοτόκος παρακολούθησε σιωπηλή τή δράση τοῦ Υἱοῦ της καί τό ἴδιο ἀμίλητη ἔπνιξε τόν πόνο της κάτω ἀπό τό σταυρό Του.

Τά κενά τῶν Εὐαγγελίων γιά τό βίο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου συμπληρώνουν οἱ ἀπόκρυφες διηγήσεις. Αὐτές, γραμμένες ἀπό εὐσεβεῖς συγγραφεῖς καί πλουτισμένες ἀπό τή φαντασία τους, μᾶς δίνουν πληροφορίες γιά τή γέννησή της, τήν παιδική της ἡλικία, τήν κοίμησή της. Ἡ Ἐκκλησία πῆρε ἀπό τά κείμενα αὐτά τίς παραδόσεις πού ἐκείνη θεώρησε ἀληθινές καί τίς διαφύλαξε στίς ἑορτές, τούς ὕμνους, τίς εἰκόνες πού καθιερώθηκαν καί ἔγιναν μέ τό ὑλικό τους.
Μία ἀπό τίς ἀπόκρυφες διηγήσεις εἶναι τό Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου, πού διηγεῖται, μεταξύ ἄλλων, καί τά σχετικά μέ τή Γέννηση τῆς Θεομήτορος. Ἀπ’ αὐτό μαθαίνουμε τά ὀνόματα τῶν γονέων της πού εἶναι Ἰωακείμ καί Ἄννα, τήν ἀτεκνία τους, τήν καταγωγή τοῦ Ἰωακείμ ἀπό τό βασιλικό γένος τοῦ Δαβίδ κ.ἄ. Ἐδῶ διαβάζουμε γιά τή θλίψη καί τά δάκρυα τοῦ ἀνδρόγυνου γιά τήν ἀτεκνία τους, καθώς καί τίς προσευχές καί τίς νηστεῖες τους γιά νά ἀποκτήσουν παιδί.

Ἐκτός ἀπό τό Πρωτευαγγέλιο, ἕνα ἄλλο ἀπόκρυφο Εὐαγγέλιο, τό λεγόμενο τοῦ Ψευδο-Ματθαίου, πού συμφωνεῖ βασικά μέ τό Πρωτευαγγέλιο, μιλᾶ γιά τή γέννηση τῆς Θεοτόκου. Γιά νά καταλάβουμε αὐτά πού εἰκονίζονται στήν παράσταση τῆς γέννησης τῆς Θεοτόκου, πρέπει νά παραθέσουμε μερικά ἀπο­σπάσματα ἀπό τή διήγηση τοῦ Ἰακώβου:
«Καί ἰδού ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη λέγων αὐτῇ· Ἄννα Ἄννα, ἐπήκουσε Κύριος τῆς δεήσεώς σου, καί συλλήψει καί γεννήσεις, καί λαληθήσεται τό σπέρμα σου ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ… Καί ἰδού ἦλθον ἄγγελοι δύο λέγοντες αὐτῇ· Ἰδού Ἰωακείμ ὁ ἀνήρ σου ἔρχεται μετά τῶν ποιμνίων αὐτοῦ. Ἄγγελος γάρ Κυρίου κατέβη πρός αὐτόν λέγων· Ἰωακείμ Ἰωακείμ, ἐπήκουσε Κύριος ὁ Θεός τῆς δεήσεώς σου· κατάβηθι ἐντεῦθεν· ἰδού γάρ ἡ γυνή σου Ἄννα ἐν γαστρί λήψεται… Καί ἰδού Ἰωακείμ ἧκε (=ἦρθε) μετά τῶν ποιμνίων αὐτοῦ, καί ἔστη Ἄννα πρός τήν πύλην καί εἶδε τόν Ἰωακείμ ἐρχόμενον, καί δραμοῦσα ἐκρε­μάσθη εἰς τόν τράχηλον αὐτοῦ… Ἐπληρώθησαν δέ οἱ μῆνες αὐτῆς· ἐν δέ τῷ ἐνάτῳ μηνί ἐγέννησεν Ἄννα. Καί εἶπεν τῇ μαίᾳ· Τί ἐγέν­νησα; Ἡ δέ εἶπεν· Θῆλυ· Καί εἶπεν Ἄννα· Ἐμεγαλύνθη ἡ ψυχή μου ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ· καί ἀνέκλινεν αὐτήν. Πληρωθεισῶν δέ τῶν ἡμερῶν ἀπεσμήξατο Ἄννα, καί ἔδωκεν μασθόν τῷ παιδί, καί ἐπωνόμασε τό ὄνομα αὐτῆς Μαριάμ» (4,1-5,2).
Ὅπως βλέπουμε στήν παραπάνω διήγηση, ἡ γέννηση τῆς Παναγίας ἀναγγέλλεται ἀπό τόν ἄγγελο ὕστερα ἀπό πολύχρονη ἀτεκνία τῶν γονέων της. Ἄγγελος γνωστοποιεῖ τή γέννηση καί ἄλλων βιβλικῶν προσώπων: τοῦ Σαμψών, τοῦ Σαμουήλ, τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου. Ἡ γέννηση ὅμως τῆς Παναγίας διαφέρει, διότι εἶναι «τοῦ Ἀδάμ ἡ ἀνάπλασις καί τῆς Εὔας ἡ ἀνάκλησις· τῆς ἀφθαρσίας ἡ πηγή καί τῆς φθορᾶς ἀπαλλαγή, δι᾽ ἧς ἡμεῖς ἐθεώθημεν καί τοῦ θανάτου ἐλυτρώθημεν…» (Δοξαστικό τῆς λιτῆς).
Τή σύγκριση μεταξύ τῆς μητέρας τῆς Παναγίας καί ἄλλων ἄτεκνων γυναικῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς κάνει ὡραιότατα τό γ’ στιχηρό τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς (τοῦ πλ. β’ ἤχου): «Εἰ καί θείῳ βουλήματι, περιφανεῖς στεῖραι γυναῖκες ἐβλάστησαν, ἀλλά πάντων ἡ Μαρία τῶν γεννηθέντων θεοπρεπῶς ὑπερέλαμψεν· ὅτι καί ἐξ ἀγόνου παραδόξως τεχθεῖσα μητρός, ἔτεκεν ἐν σαρκί τόν ἁπάντων Θεόν, ὑπέρ φύσιν ἐξ ἀσπόρου γαστρός…».
Ὅπως βλέπουμε σ’ ὅλα σχεδόν τά τροπάρια τῆς ἱερῆς ἀκολου­θίας τοῦ Γενεθλίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι τονίζουν, παράλληλα μέ τή γέννησή της, καί τό ρόλο της ὡς Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη, στή λύση τῆς στείρωσης τῆς Ἄννας διαβλέπουν κατά τή διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τή λύση τῆς στείρωσης τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἡ ὁποία θά ἀπολαύσει τούς καρπούς τῆς θείας χάριτος. Ἡ χάρη αὐτή «καρπογονεῖν λαμπρῶς ἀπάρ­χεται» μέ τή γέννηση τῆς Θεοτόκου. Ὅπως τό λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «σήμερον ἀρχή σωτηρίας τῷ κόσμῳ». «Ἐν σοί τῆς φθο­ρᾶς ἐλυτρώθημεν». Γι’ αὐτό «χαράν μηνύει, ἡ γέννησίς σου, πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ» , ὅπως λένε οἱ ὑμνογράφοι τῆς ἑορτῆς στή Θεοτόκο.

Περιγραφή τῆς εἰκόνας

Ὁ βυζαντινός ἁγιογράφος τῆς εἰκόνας τῆς γέννησης τῆς Θεοτόκου γιά τήν ἔνταξη τῶν σχετικῶν σκηνῶν ἀκολουθεῖ τό ἀπόκρυφο Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου. Σκοπός του εἶναι νά ὑπογραμμίσει τή θαυματουργική γέννηση τῆς Θεοτόκου. Ταυτόχρονα ὅμως μένει πιστός στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας του, ὅπως τή βλέπουμε στά τρο­πάρια τῆς ἑορ­τῆς. Γι’ αὐτό, ἐνῶ εἰκονίζει τή Θεοτόκο μέσα σέ λίκνο (κούνια), ὡς βρέφος σπαργανωμένο, δέν παραλείπει νά γράψει πάνω ἀπό τό κεφά­λι της τά συνηθισμένα συμπιλήματα ΜΡ-ΘΥ (Μήτηρ Θεοῦ).

Σ’ ὅλα σχεδόν τά τροπάρια τόσο τῆς ἑορτῆς τῆς γέννησης τῆς Θεοτόκου, ὅσο καί τῆς συλλήψεως τῆς ἁγίας Ἄννας (9 Δεκεμβρίου), τονίζεται πώς ἡ παιδίσκη πού γεννήθηκε ἤ συνελήφθη εἶναι Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Στήν εἰκόνα δεσπόζει ἡ μορφή τῆς ἁγίας Ἄννας, πού εἰκονίζεται μισοκαθισμένη στό κρεβάτι. Μέ τό ἀριστερό της χέρι, πού μόλις βγαίνει ἀπό τό ὁλοκόκκινο μαφόριό της, στηρίζει τό γερμένο κεφάλι της. Εἶναι βυθισμένη σέ εὐσεβεῖς σκέψεις λόγω τοῦ παραδόξου θαύματος. Τό βλέπουμε στήν ἔκφραση τοῦ προσώπου της.
Στή μέση τῆς εἰκόνας εἰκονίζονται οἱ δοῦλες, οἱ «παιδίσκες», καθώς καί οἱ ἐπισκέπτριες πού σπεύδουν νά δώσουν φαγητό στή λε­χώνα καί νά τήν περιποιη­θοῦν. Ἡ μεσαία ἴσως νά ’ναι ἡ Ἰουδίθ, τῆς ὁποίας τό ὄνομα ἀναφέρει τό Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου. Μία ἀπό τίς δοῦλες κάνει ἀέρα μέ ριπίδιο στήν Ἄννα.
Ἡ σκηνή στό ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας εἶναι ἐμπνευσμένη ἀπό τή συνάντηση τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννας ὕστερα ἀπό τήν εἴδηση πού ἔφερε ὁ ἄγγελος ὅτι θά ἀποκτήσουν παιδί. Οἱ δύο εὐτυχισμένοι γονεῖς ἀγκαλιάζονται καί ἀσπάζονται στήν πύλη τοῦ σπιτιοῦ τους (ἤ κατά τόν Ψευδο-Ματθαῖο στή Χρυσή πύλη τῆς πόλης). Ἡ ἁγία Ἄν­να λέει στόν ἄνδρα της κατά τό Πρωτευαγγέλιο: «Νῦν οἶδα ὅτι Κύριος ὁ Θεός εὐλόγησέ με σφόδρα…».
Στό δεξιό μέρος τῆς εἰκόνας εἰκονίζεται ὁ Ἰωακείμ σέ στάση προσευχῆς. Σ’ αὐτή τήν ἱερή στιγμή τόν βρῆκε ὁ ἄγγελος πού τοῦ μετέφερε τή χαρμόσυνη εἴδηση. Ὁ Ἰωακείμ βρίσκεται ἀπέναντι ἀπό τήν Ἄννα, ἔχει στραμμένο τό βλέμμα του σ’ αὐτή καί συνομιλεῖ μαζί της. Κοντά στή νεογέννητη Παναγία κάθεται μιά παιδίσκη πού γνέθει. Σ’ αὐτή τήν παράσταση κυριαρχεῖ ὁ τόνος τῆς χαρᾶς. Τά χρώματα τῶν ἐνδυμάτων εἶναι ζωηρά, ζεστά, ἔντονα. Τά πρόσωπα φωτεινά, ἐκφραστικά, ὅπως ἄλλωστε ταιριάζει στήν περίσταση: ἕνα παιδί γεν­νιέται ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια ἀναμονῆς.
Κλείνουμε τήν ἀνάλυση τῆς εἰκόνας «ἡ Γέννηση τῆς Θεοτόκου» μ’ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό ἐγκώμιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ (Εἰς τό Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, 1,5):
«Ὦ ζεῦγος λογικῶν τρυγόνων Ἰωακείμ καί Ἄννα τό σωφρονέστατον. Ὑμεῖς τόν τῆς φύσεως νόμον, τήν σωφροσύνην, τηρήσαντες τῶν ὑπέρ φύσιν κατηξιώθητε· τετόκατε (=ἔχετε γεννήσει) γάρ τῷ κόσμῳ Θεοῦ μητέρα ἀπείρανδρον. Ὑμεῖς εὐσεβῶς καί ὁσίως ἐν ἀνθρω­πίνῃ φύσει πολιτευσάμενοι, ὑπέρ ἀγγέλους καί τῶν ἀγγέλων δεσπόζουσαν νῦν θυγατέρα τετόκατε. Ὦ θυγάτριον ὡραιότατον καί γλυκύτατον· ὦ κρίνον ἀναμέσον τῶν ἀκανθῶν ἐκφυέν ἐξ εὐγενεστάτης καί βασιλικωτάτης ρίζης δα­βιτικῆς… Ὦ ρόδον ἐξ ἀκανθῶν τῶν Ἰουδαίων φυέν καί εὐωδίας θείας πληρῶσαν τά σύμπαντα. Ὦ θύγατερ Ἀδάμ καί μήτηρ Θεοῦ. Μακαρία ἡ ὀσφύς καί ἡ γαστήρ ἐξ ὧν ἀνεβλάστησας· μακάριαι αἱ ἀγκά­λαι αἵ σε ἐβάστασαν καί χείλη τά τῶν ἁγνῶν φιλημάτων σου ἀπο­λαύσαντα, μόνα τά γονικά, ἵνα ᾖς ἐν πᾶσιν ἀειπαρθενεύουσα».

[Ἀπό τό βιβλίο Χρήστου Γκότση, Ὁ Μυστικός Κόσμος τῶν Βυζαντινῶν Εἰκόνων, τόμ. 2, 2η ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 1995), 43-48].

Το Γενέθλιον της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου
Η συνεργασία των ανθρώπων με τον Θεό ως προϋπόθεση της σωτηρίας (Φιλ β΄ 5-11)
του Καθηγητή Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.,

Θεού, να την παραστήσει και να τη διατηρήσει στη μνήμη. Η αλήθεια αυτή συνοψίζεται στην Ευχή της Αναφοράς, όταν ο λειτουργός, αναφέροντας τα δώρα της κοινότητας στον Θεό, προσεύχεται μυστικά: «μεμνημένοι τοίνυν … πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων … παρακαλοῦμέν σε καὶ δεόμεθα καὶ ἱκετεύομεν …». Έτσι, ολόκληρη η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας δεν είναι παρά μια επανάληψη των σωτηριωδών ενεργειών του Θεού για χάρη του ανθρώπου όπως αυτές παραδίδονται από τη Βίβλο και η ερμηνεία των ενεργειών αυτών. Ιδιάιτερα η θεία λειτουργία ξαναζωντανεύει την υπαρκτική εμπειρία ότι στη σύναξη οι πιστοί γίνονται ένα σώμα με κεφαλή τον Χριστό. Γι’αυτό και στην ευχή της αναφοράς, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, μεταξύ των ‘‘γεγενημένων’’ και ως κορύφωση αυτών, οι πιστοί ‘‘θυμούνται’’ και τη δευτέρα παρουσία του Χριστού, δηλαδή αυτό που έρχεται από το μέλλον.
  Αυτή η βασική αρχή, πάνω στην οποία στηρίζεται η χριστιανική πίστη, ότι δηλαδή ο Θεός επεμβαίνει στην ανθρώπινη Ιστορία σωτηριολογικά, έφερε τον χριστιανισμό, ήδη από τα πρώτα βήματά του, σε σύγκρουση με το πανίσχυρο φιλοσοφικό κατεστημένο της εποχής του. Το βασικό δόγμα της πλατωνικής φιλοσοφίας που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή και ταυτόχρονα το αδιέξοδό της συνοψίζεται στη φράση που παρατίθεται στο έργο του Πλάτωνα Συμπόσιον: «θεὸς δὲ ἀνθρώπῳ οὐ μίγνυται». Το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθαν οι πλατωνικοί φιλόσοφοι της εποχής του Χριστού φαίνεται από την προσπάθειά τους να επινοήσουν ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο σύστημα επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό και στην αδυναμία τους να διατυπώσουν μια εφαρμόσιμη πρόταση ζωής, αφού ως σκοπός της ζωής καθορίστηκε η απελευθέρωση της ψυχής από το σώμα. Η απάντηση της χριστιανικής πίστης στις θέσεις αυτές της πλατωνικής φιλοσοφίας συνοψίζεται στον πρόλογο του Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου: «Απ’ όλα πριν υπήρχε ο Λόγος και ο Λόγος ήτανε με τον Θεό και ήταν Θεός ο Λόγος. … Μέσα στον κόσμο ήταν και ο κόσμος δι’ αυτού δημιουργήθηκε, μα δεν τον αναγνώρισε ο κόσμος. … Και ο Λόγος σαρκώθηκε, κατοίκησε ανάμεσά μας και είδαμε τη θεϊκή του δόξα …» (Ιωα α΄ 1,10,14).
  Για να σαρκωθεί όμως ο Λόγος, για να γίνει άνθρωπος ο Θεός ήταν απαραίτητη η πλήρωση ορισμένων βασικών προϋποθέσεων και από την πλευρά των ανθρώπων. Η επέμβαση του Θεού στην ανθρώπινη Ιστορία, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, δεν γίνεται ποτέ βίαια. Ο Θεός δεν εξαναγκάζει τους ανθρώπους να τον ακολουθήσουν, αλλά από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας ζητά τη συνεργασία μαζί τους. Και αν ο πρώτος άνθρωπος αρνήθηκε να συνεργαστεί με τον Θεό, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την είσοδο του κακού στον κόσμο, ο Θεός ποτέ δεν εγκατέλειψε το πλάσμα του.  Βάζει σε εφαρμογή ένα σχέδιο, που, χωρίς να παραβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου, θα τον οδηγήσει και πάλι κοντά του. Για να εφαρμοστεί το σχέδιο αυτό χρειαζόταν οι άνθρωποι να κάνουν ελεύθερα, χωρίς καταναγκασμό, αυτό που αρνήθηκε να κάνει ο πρώτος άνθρωπος· να ακολουθήσουν το δρόμο που τους δείχνει ο Θεός. 
Ολόκληρη η πνευματική προϊστορία της ανθρωπότητας, όπως περιγράφεται μέσα στην Αγία Γραφή, είναι γεμάτη από τις συνεχείς προσπάθειες και προσκλήσεις του Θεού προς τους ανθρώπους για συνεργασία μαζί του. Ο Αβραάμ, ο Μωυσής, οι προφήτες και πλήθος άλλων που κατονομάζονται ή όχι στη Βίβλο ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση αυτήν και κάθε φορά το σχέδιο του Θεού προχωρούσε ένα βήμα παραπέρα προς την τελική ολοκλήρωσή του. Όταν, λοιπόν, ήρθε ο κατάλληλος καιρός, ο Θεός αναζήτησε άλλον έναν άνθρωπο, που και πάλι ελεύθερα και χωρίς καταναγκασμό, θα δεχόταν να συνεργαστεί μαζί του. Όταν ο άγγελος μετέφερε στη Μαρία την απόφαση του Θεού, εκείνη χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς αντίρρηση, δέχτηκε να γίνει όργανό του. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι χωρίς αυτήν την απροϋπόθετη συνεργασία της Μαρίας η πραγματοποίηση του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου θα ήταν αδύνατη.
  Η Μαρία δεν είχε τίποτε το ξεχωριστό, με την έννοια ότι δεν είχε κάτι που δεν θα μπορούσε να έχει ο κάθε άνθρωπος. Καταγόταν από ένα χωριό της Παλαιστίνης, ήταν φτωχή και άσημη και ούτε είχε κάποια μόρφωση. Αλλά είχε κάτι, που και πάλι θα μπορούσε ο κάθε άνθρωπος να αποκτήσει, χρειάζεται όμως γι’ αυτό ιδιαίτερη προσπάθεια και συνεχής αγώνας. Είχε ακλόνητη εμπιστοσύνη στον Θεό και ήταν πάντοτε έτοιμη να υποταχθεί στο θέλημα του. Αυτός είναι ο λόγος που η λειτουργική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ορίζει ως αποστολικό ανάγνωσμα της πρώτης αφιερωμένης στη Θεοτόκο γιορτής την περικοπή Φιλ β´ 5-11. Διότι υπενθυμίζει στους σύγχρονους πιστούς ότι η Μαρία είχε κατορθώσει να επιτύχει αυτό που παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος στους πιστούς της εποχής του: «Φροντίστε στις μεταξύ σας σχέσεις να σκέφτεστε όπως κι ο Ιησούς Χριστός,ο οποίος ως πραγματικός Θεός που ήταν, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό σαν κάτι ξένο που το άρπαξε, αλλά δέχτηκε να γίνει ένα τίποτα, να μοιάσει με δούλο, καθώς έγινε ίδιος με τους ανθρώπους· και όντας πραγματικός άνθρωπος, δέχτηκε να ταπεινωθεί, υπακούοντας στον Θεό μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού» (Φιλ β΄ 5-7). Το παραπάνω κείμενο, μια από τις αρχαιότερες ομολογίες πίστεως της Εκκλησίας, περιγράφει μια επαναστατική για τις σχέσεις του Θεού με τον άνθρωπο αλήθεια. Μόνον αυτό που κατέχει κανείς πραγματικά μπορεί να το μοιραστεί με τους άλλους· αντίθετα, εκείνο που δεν του ανήκει και το αποκτά δι’ αρπαγής το κρατάει για τον εαυτό του, στερούμενος έτσι της χαράς του μοιράσματος και της σχέσης με τον άλλον. Ο Χριστός ως πραγματικός Θεός θέλει και προσφέρει στους ανθρώπους τη δυνατότητα μετοχής στη θεότητά του, για να το κάνει όμως αυτό χρειάζεται να σαρκωθεί. Και η Μαρία προσφέρει στον Θεό αυτό ακριβώς που δεν έχει, τη σάρκα, για να το κάνει όμως αυτό χρειάζεται να υποτάξει το δικό της θέλημα στο θέλημα του Θεού. Έτσι, η Μαρία κατόρθωσε να μιμηθεί τον Χριστό, όπως παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος, πριν ακόμη γεννηθεί ο Χριστός. Και αφού ήταν ένας κοινός άνθρωπος σαν όλους τους άλλους, έγινε το σύμβολο της ανθρώπινης συμμετοχής στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου.
  Τοποθετώντας, λοιπόν, η εκκλησιαστική παράδοση την ανάμνηση της γέννησης της Θεοτόκου στην αρχή του νέου εκκλησιαστικού έτους, υπενθυμίζει σε όλους τους χριστιανούς ότι η σωτηρία της ανθρωπότητας προϋποθέτει τη συνεργασία τους με τον Θεό. Το πανηγύρι του Γενεθλίου της Θεοτόκου ισοδυναμεί με μια δήλωση προς τον Θεό της ετοιμότητας των χριστιανών να τον υποδεχτούν και να συνεργαστούν μαζί του, ώστε να επιτευχθεί αυτό με το οποίο ο απόστολος εύχεται στο τέλος της παραπάνω περικοπής: «όλοι μ’ ένα στόμα θα ομολογήσουν ότι Κύριος είναι ο Ιησούς Χριστός, για να δοξάζεται έτσι ο Θεός Πατέρας» (Φιλ β΄ 11). Το πανηγύρι του Γενεθλίου της Θεοτόκου καλεί όλους τους πιστούς σε μια δέσμευση απέναντι στον Θεό ότι στο διάστημα που μεσολαβεί από τη γιορτή της γέννησης της Θεοτόκου ως τη γιορτή της γέννησης του Θεανθρώπου θα προσπαθούν καθημερινά να μιμηθούν τη στάση της Μαρίας, ώστε να είναι έτοιμοι, όταν θα γιορτάσουν τη γέννηση του Χριστού, να τον ακολουθήσουν πραγματικά και να πραγματώσουν το θέλημά του.
Καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.

Προεόρτια της Γέννησης της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας – Θεία Λειτουργία απο το Μετόχι της Ι. Μ. Κύκκου – Άγιος Προκόπιος

Σήμερα είναι τα προεόρτια (παραμονή) της Γέννησης της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.

Ευαγγέλιον

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Γ´ 13 – 17
13 καὶ οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ. 14 καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, 15 ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 16 Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 17 οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ. 
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Γ´ 13 – 17
13 Κανείς δε δεν ανέβηκε στον ουρανόν, δια να μάθη εκεί και διδάξη εις σας αυτάς τας αληθείας, παρά μόνον αυτός που κατέβηκε από τον ουρανόν και έγινε δια της ενανθρωπήσεως υιός του ανθρώπου και ο όποιος εξακολουθεί, καθ’ ον χρόνον ζη εις την γην, να είναι και στον ουρανόν ως Θεός. 14 Οπως δε ο Μωϋσής εκρέμεσε υψηλά το χάλκινι φίδι εις την έρημον, δια να το αντικρύζουν με πίστιν οι Ισραηλίται και να σώζωνται από το θανατηφόρον δηλητήριον των φιδιών της ερήμου, έτσι, σύμφωνα με το πάνσοφον σχέδιον του Θεού, πρέπει να κρεμασθή και ο υιός του ανθρώπου επάνω στον σταυρόν. 15 Και τούτο, δια να μη καταδικασθή εις την αιωνίαν απώλειαν κανένας από εκείνους, που θα πιστεύσουν εις αυτόν, αλλά να κερδήση και να έχη την αιώνιον ζωήν. 16 Διότι τόσον πολύ ηγάπησεν ο Θεός τον βυθισμένον εις τας αμαρτίας κόσμον, ώστε παρέδωκεν εις σταυρικόν θάνατον τον μονογενή του Υιόν· δια να μη καταδικασθή εις την αιωνίαν απώλειαν κάθε ένας που θα πιστεύη εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον. 17 Διότι δεν έστειλεν ο Θεός τον Υιόν του στον κόσμον δια να κρίνη και καταδικάση τον κόσμον, αλλά δια να σωθή ο κόσμος με την θυσίαν αυτού.