Monthly Archives: Μαΐου 2015

Θεία Λειτουργία Κυριακή της Πεντηκοστής Μετόχιο Ιεράς Μονής Κύκκου, Άγιος Προκόπιος

Θεία Λειτουργία Κυριακή της Πεντηκοστής Μετόχιο Ιεράς Μονής Κύκκου, Άγιος Προκόπιος  
Χοροστατούντος του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρου

«Τη αυτή ημέρα, Κυριακή ογδόη από του Πάσχα, την αγίαν Πεντηκοστήν εορτάζομεν. Πνοή βιαία γλωσσοπυρσεύτως νέμει, Χριστός το θείον Πνεύμα τοις Αποστόλοις. Εκκέχυται μεγάλω ενί ήματι Πνεύμ’ αλιεύσι. Ταις των αγίων Αποστόλων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν»

Μετά την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, οι Απόστολοι και οι υπόλοιποι μαθητές του, καθώς και οι γυναίκες που από την αρχή τον είχαν ακολουθήσει, η Παναγία Παρθένος Μαρία η Μητέρα του, περίπου 120 άτομα, γύρισαν στο όρος των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ και, μπαίνοντας στο υπερώο, δηλαδή στον πάνω όροφο του σπιτιού εκεί, περίμεναν με προσευχή την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, σύμφωνα με την υπόσχεση του Σωτήρα Χριστού. Στο μεταξύ εκεί, εξέλεξαν και τον Ματθία και τον συναρίθμησαν με τους ένδεκα Αποστόλους.
Τότε αυτοί πληρωθέντες από το Πνεύμα το Άγιο, άρχισαν να κηρύττουν και να καλούν τους ανθρώπους να βαπτισθούν και να λάβουν κι αυτοί την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ό,τι είχαν ακούσει και ζήσει κοντά στο Χριστό και δεν το είχαν τότε κατανοήσει, τώρα εν Αγίω Πνεύματι το γνώρισαν και το επαγγέλλονται στο λαό.
Τώρα γνωρίζουν ποια είναι η προοπτική της καινής ζωής και που πρέπει να οδηγήσουν το λαό, γι’ αυτό και τους πρώτους τρεις χιλιάδες που βαπτίστηκαν, τους οδηγούν στο Δείπνο της Ζωής, την Τράπεζα της Θείας Ευχαριστίας, όπου στο εξής θα βρίσκεται συναγμένη η Εκκλησία ως σώμα Χριστού, θα τρέφεται με το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου και θα συμμετέχει έτσι στην αιώνια ζωή της Βασιλείας του Θεού.
Με την Πεντηκοστή δεν γεννήθηκε η Εκκλησία ως απλός θεσμός, αλλά ως συνεχής παρουσία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, και γι’ αυτό η Πεντηκοστή δεν είναι ένα γεγονός που συνέβη μια φορά κάποτε, αλλά είναι η ζωή της Εκκλησίας, ως αδιάκοπη κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.

Η Πεντηκοστή, αποτελεί τη γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας.

Η βίαιη πνοή
Ημέρα της Πεντηκοστής. Εκατόν είκοσι πιστοί κι άλλοι ακόμη συγκεντρωμένοι στο ίδιο σπίτι, όλοι με μια ψυχή και με μια καρδιά. Και ξαφνικά ήλθε βοή από τον ουρανό σαν βοή σφοδρού ανέμου. Η βοή αυτή γέμισε όλο το σπίτι όπου βρίσκονταν οι Απόστολοι και οι άλλοι Μαθητές.
Όλα έγιναν ξαφνικά, αιφνιδιαστικά, απροσδόκητα, όπως ξεσπά ξαφνικός και βίαιος άνεμος. Ήταν ένας ήχος από τον ουρανό σαν φωνή βροντής. Γιατί όμως η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος συνοδεύτηκε με το υπερφυσικό αυτό φαινόμενο του βίαιου και ορμητικού ανέμου; Διότι, όπως εξηγούν οι ιεροί ερμηνευτές, η οδός του Αγίου Πνεύματος μοιάζει με την οδό του ανέμου που ακούς την πνοή του αλλά δεν ξέρεις από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Δεν ήταν βέβαια ο άνεμος αυτός κάποιοι φυσικό φαινόμενο. Ήταν ένα γεγονός υπερφυσικού χαρακτήρα. Η πνοή του ανέμου ήταν σύμβολο της εκχύσεως του Αγίου Πνεύματος στους συναγμένους Μαθητές. Ήταν το σύμβολο της μυστηριώδους ενεργείας του θείου Πνεύματος. Διότι η πνοή αυτή ήθελε να δείξει ότι μία άλλη πνοή πνευματική εκείνη την ώρα κατερχόταν στις ψυχές των πρώτων πιστών. Και η πνοή αυτή τους γέμισε ολοκληρωτικά. Πλήρωσε τις ψυχές και τα σώματά τους. Τους πλημμύρισε με θείες και έξοχες δωρεές. Εκείνη τη συγκλονιστική ώρα, όλο το σπίτι όπου βρίσκονταν οι Μαθητές έγινε με την πνοή του Αγίου Πνεύματος μια αόρατη πνευματική κολυμβήθρα που μεταμόρφωσε τους ιστούς, τους μετέδωσε μοναδικά υπερφυσικά χαρίσματα και ευλογίες. Όλοι πλημμύρισαν με Πνεύμα Άγιον. Γέμισαν με τις χάριτές του. Έγιναν πλέον άλλοι άνθρωποι. Καινούργιοι. Έφυγαν οι φόβοι τους και οι δισταγμοί τους. Απέκτησαν υπερφυσικές ικανότητες να κάνουν θαύματα. Κι έτρεξαν ενισχυόμενοι από θεία δύναμη στα πέρατα της οικουμένης να κηρύξουν το μήνυμα της Αναστάσεως. Και άλλαξαν όλο τον κόσμο.

Οι πύρινες γλώσσες

Ταυτόχρονα η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος συνοδεύτηκε και μ’ ένα δεύτερο σημείο. Είδαν όλοι με τα μάτια τους να διαμοιράζονται πάνω τους γλώσσες παρόμοιες με τις φλόγες της φωτιάς. Κι άρχισαν να μιλούν ξένες γλώσσες! Το Άγιον Πνεύμα τους ενέπνεε να λένε ουράνιες και θεόπνευστες διδασκαλίες! Ήταν τις ημέρες εκείνες στην Ιερουσαλήμ άνθρωποι θεοσεβείς από όλα τα έθνη. Κι όταν έγινε η βοή αυτή του ανέμου, συνάχθηκαν εκεί πολλοί· και όλοι κυριεύθηκαν από έκπληξη. Διότι ο καθένας τους άκουγε τους Μαθητές να μιλούν στη δική τους γλώσσα. Κι εκστατικοί έλεγαν ο ένας στον άλλο: Μα αυτοί όλοι που μιλούν δεν είναι Γαλιλαίοι; Και πώς εμείς ακούμε ο καθένας τη δική μας γλώσσα; Όλοι εμείς που καταγόμαστε από διάφορα μέρη, πώς συμβαίνει να ακούμε όλους αυτούς να μιλούν και να διακηρύττουν στις γλώσσες μας τα μεγάλα και θαυμαστά έργα του Θεού;
Το δεύτερο λοιπό σημείο που συνόδευσε την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος ήταν πρωτόγνωρο και πολύ εντυπωσιακό. Γλώσσες που έμοιαζαν με φλόγες πυρός προήλθαν από μια πηγή πυρός και μοιράσθηκαν και κάθισαν πάνω σα κεφάλια των πιστών που ήταν συγκεντρωμένοι στο ίδιο μέρος πολλές πύρινες γλώσσες. Τι ακριβώς όμως σήμαινε το δεύτερο αυτό σημείο;
Το πυρ ήταν σύμβολο της παρουσίας του Θεού και της άπειρης δυνάμεώς του. Οι πύρινες γλώσσες δεν ήταν γλώσσες φωτιάς αλλά έτσι έμοιαζαν. Είχαν τη μορφή των γλωσσών, διότι διά του Αγίου Πνεύματος ο ίδιος ο Χριστός θα μιλούσε πλέον στον κόσμο. Αυτός έστειλε στους μαθητές του το Άγιον Πνεύμα για να τους μεταδώσει όχι μόνο τη γνώση αλλά και τη δύναμη της σωτηρίας. Οι πύρινες γλώσσες όμως δήλωναν και κάτι άλλο: Όπως το πυρ έχει φωτιστική και καυστική δύναμη, έτσι και ο λόγος των Αποστόλων θα φώτιζε τους πιστούς και θα τους καθάριζε από κάθε τι το αμαρτωλό. Διότι το Άγιον Πνεύμα σαν φωτιά μαλακώνει τις σκληρές καρδιές, τις αναμορφώνει, κατακαίει τη σκουριά και ανάβει στο εσωτερικό των ανθρώπων μια αόρατη πνευματική φωτιά αγάπης και αφοσιώσεως προς τον Θεό. Μεταβάλλει τις ανθρώπινες καρδιές σε θυσιαστήριο όπου προσφέρονται πνευματικές θυσίες.

Κάποια ιερή μέρα κι εμείς βαπτισθήκαμε και μυρωθήκαμε, λάβαμε με το άγιο Χρίσμα τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος και πλημμυρίσαμε με τις ανεξιχνίαστες δωρεές του. Αποκτήσαμε όλα τα απαραίτητα εφόδια για να γίνουμε άνθρωποι πνευματικοί. Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, ας κάνουμε μία αυτοεξέταση: Πόσο αξιοποιήσαμε τις θείες και ουράνιες δωρεές του Αγίου Πνεύματος; Πόσο απαρνηθήκαμε τη ματαιότητα του κόσμου; Πόσο αφήσαμε μέσα μας το Άγιον Πνεύμα να μεταμορφώσει τη ζωή μας, να αλλάξει τις καρδιές μας, να αναγεννήσει τους πόθους και τα οράματά μας; Κι επειδή όλοι μας ασφαλώς κατανοούμε ότι ελάχιστα εργαστήκαμε  στον εαυτό μας, ας κάνουμε μία νέα αρχή. Κι ας παρακαλούμε καθημερινά το Άγιον Πνεύμα να μας κάνει πνευματέμορφους και πνευματοκίνητους. Ας το ζητούμε αυτό με πόθο στην προσευχή μας από τον άγιο Θεό: «Το Πνεύμα σου το Άγιον μη αντανέλης αφ’ ημών».

Εὐαγγέλιον (Αρχαίο κείμενο)

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 37 – 52

37 Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. 38 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. 39 τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύσαντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. 40 πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· 41 ἄλλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· οἱ δὲ ἔλεγον· Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 42 οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλέεμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 43 σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν. 44 τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας. 45 Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· Διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; 46 ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. 47 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; 48 μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; 49 ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! 50 λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτὸν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· 51 Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; 52 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 12 – 12

12 Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

Εὐαγγέλιον (Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα)
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 37 – 52

37 Κατά την τελευταίαν δε μεγάλην ημέραν της εορτής εστάθη ο Ιησούς και με ισχυράν φωνήν είπεν· “εάν κανείς διψά πνευματικά και αιώνια αγαθά, λύτρωσιν, ειρήνην και χαράν, ας έλθη κοντά μου και ας πίνη την αλήθειαν που προσφέρω, δια να ικανοποιηθούν έτσι οι πλέον βαθείς και ευγενείς πόθοι του. 38 Εκείνος που πιστεύει εις εμέ, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνη αστείρευτος πνευματική πηγή· και από την καρδίαν του θα αναβλύζουν και θα τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό”. 39 Αυτό δε είπε ο Κυριος δια το Αγιον Πνεύμα, το οποίον έμελλον να λάβουν όσοι θα επίστευον εις αυτόν, διότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθή εις κανένα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθή με την μεγάλην θυσίαν και με την ένδοξον ανάληψίν του. 40 Πολλοί, λοιπόν, από τον λαόν, όταν ήκουσαν την διδασκαλίαν αυτήν, έλεγαν· “αυτός είναι πράγματι ο προφήτης, που έχει προαναγγείλει ο Μωϋσής. 41 Αλλοι έλεγαν· “αυτός είναι πράγματι ο Χριστός”. Αλλοι έλεγαν· “δεν είναι ο Χριστός, διότι μήπως από την Γαλιλαίαν θα έλθη ο Χριστός; 42 Δεν είπε η Γραφή, ότι ο Χριστός κατάγεται από το γένος του Δαυΐδ και έρχεται από το χωρίον Βηθλεέμ, όπου εγεννήθη και έζησεν ο Δαυΐδ;” 43 Εγινε, λοιπόν, αντιγνωμία και διαίρεσις μεταξύ του λαού εξ αιτίας αυτού. 44 Μερικοί δε από αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν άπλωσε επάνω του το χέρι. 45 Επέστρεψαν, λοιπόν, οι υπηρέται στους αρχιερείς και Φαρισαίους, χωρίς να έχουν συλλάβει τον Χριστόν και τους είπαν εκείνοι· “διατί δεν τον εφέρατε εδώ;” 46 Απεκρίθησαν οι υπηρέται· “ποτέ μέχρι σήμερα άλλος άνθρωπος δεν εδίδαξε έτσι, όπως διδάσκει αυτός ο άνθρωπος”. 47 Απεκρίθησαν τότε οι Φαρισαίοι εις αυτούς· “μήπως και σεις έχετε παρασυρθή από αυτόν εις την πλάνην; 48 Μηπως επίστευσεν εις αυτόν κανείς από τους άρχοντας η από τους Φαρισαίους; Κανείς δεν επίστευσε, διότι αυτοί μόνοι γνωρίζουν την αλήθειαν και έχουν ορθή κρίσιν. 49 Αλλά επίστευσεν αυτός ο αγράμματος όχλος, που δεν γνωρίζει τον νόμον και δι’ αυτό είναι καταράμενοι!” 50 Λεγει τότε προς αυτούς ο Νικόδημος, που ήτο ένας από αυτούς και ο οποίος είχεν επισκεφθή νύκτα τον Χριστόν· 51 “μήπως ο νόμος μας καταδικάζει τον άνθρωπον, εάν ο δικαστής δεν ακούση πρώτον από αυτόν την απολογίαν του και μάθη τι έχει κάμει;” 52 Απήντησαν και του είπαν· “μήπως και συ είσαι από την Γαλιλαίαν; Ερεύνησε και μάθε, ότι προφήτης δεν έχει έως τώρα βγη από την Γαλιλαίαν”. (Η αξία του ανθρώπου δεν έγκειται στον τόπον καταγωγής, αλλά εις την αρετήν και τα έργα του).

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 12 – 12

12 Παλιν, λοιπόν, ωμίλησε προς αυτούς ο Ιησούς λέγων· “εγώ είμαι το φως όλου του κόσμου, εκείνος που με ακολουθεί πιστά δεν θα περιπατήση στο σκότος με άμεσον τον κίνδυνον να κρημνισθή εις τα βάραθρα, αλλά θα έχη το πνευματικόν φως που ακτινοβολείται από τον Θεόν, την πηγήν της ζωής.

Ἀπολυτίκιον

Ήχος πλ. δ’.
Εὐλογητὸς εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους, τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ δι’ αὐτῶν, τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας· φιλάνθρωπε, δόξα σοι.

Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ΄.
Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε· καὶ συμφώνως δοξάζομεν, τὸ πανάγιον Πνεῦμα.

Νέος Πρεσβύτερος για τον Κάτω Πύργο Τηλλυρίας (ΦΩΤΟ)

Analypseos xeir Ioanni 15
Analypseos xeir Ioanni 3
Την Πέμπτη, 21 Μαΐου 2015, ημέρα κατά την οποία η αγία μας Εκκλησία εορτάζει και τιμά την εορτή των Αγίων ισαποστόλων Βασιλέων Κωνσταντίνου και Ελένης και παράλληλα φέτος εόρτασε τη μεγάλη Δεσποτική εορτή της Αναλήψεως, ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρος, χοροστάτησε του Όρθρου και προέστη της πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας στον πανηγυρίζοντα Ιερό Μητροπολιτικό Ναό, στον Κάτω Πύργο Τηλλυρίας.
Κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, σε κλίμα συγκίνησης και με τη συμμετοχή πλήθους πιστών, που παρά το εργάσιμο της ημέρας κατέκλυσαν κυριολεκτικά τον Ιερό Ναό, χειροτόνησε σε πρεσβύτερο τον διάκονο Ιωάννη Σπυρίδωνος.
Αμέσως μετά την ενώπιον της Αγίας Τραπέζης χειροτονία του π. Ιωάννου, το πλήθος των πιστών, ο έμπλεος χαράς και συγκίνησης πατέρας του νέου ιερέως Πρωτοπρεσβύτερος π. Ανδρέας Σπύρου, η οικογένεια, οι συγγενείς, οι φίλοι του χειροτονηθέντος και ο παρευρισκόμενος πιστός λαός, αναφώνησαν το «Άξιος» και έψαλλαν όλοι μαζί το «Τις Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών».
Ο Κύκκου Νικηφόρος, απευθύνοντας προς τον νέον ιερέα συμβουλές και πατρικές νουθεσίες επεσήμανε ότι «από σήμερα, με τη χαρισματική μεταμόρφωσή σου σε ιερέα των μυστηρίων του Υψίστου, αναδεικνύεσαι ηγέτης όλων, πρόεδρος, διδάσκαλος της ευσέβειας, μυσταγωγός κρυφών μυστηρίων. Από σήμερα, όπως ο κάθε ιερέας έτσι και συ, γίνεσαι ο πνευματικός διαχειριστής μιας πανάμωμης και πανίερης κληρονομίας, του τριπλού, δηλαδή, αξιώματος του Σωτήρος Χριστού».
«Να είσαι, πρέπει, καλός Λειτουργός. Να τελείς τη Θεία Λειτουργία με γνώση, με ιεροπρέπεια, με σεμνότητα και προπαντός με φόβο Θεού. Λέχτηκε, και πολύ σωστά, ότι ένας καλός λειτουργός άριστα αναπληρώνει την απουσία του ιεροκήρυκα, αφού μια αλάνθαστα τελούμενη Θεία Λειτουργία είναι ένα επιτυχέστατο θείο κήρυγμα», πρόσθεσε.
Ο Πανιερώτατος υπογράμμισε, επίσης, ότι «καθήκον πια δικό σου είναι το προμαχείν, όχι μόνο υπέρ της πίστεως αλλά και υπέρ της πατρίδος, αφού το δισύνθετο «πίστις και πατρίς» δεν χωρίζονται. Αγωνιστής να είσαι, πρέπει και φύλακας και προασπιστής, τόσο των θρησκευτικών, όσο και των εθνικών μας παραδόσεων, γιατί με αυτές τις δύο παράλληλες αρχές έζησε και δοξάστηκε ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία, κατά τη μακραίωνη ιστορία τους. Ιδιαίτερα, όμως, σήμερα που η ιδιαίτερή μας Πατρίδα διέρχεται ημέρες επικίνδυνες και απειλείται να καταποθεί από τον βάρβαρο Αττίλα, σήμερα που ο τουρκοπατημένος Πενταδάκτυλος, σαν Προμηθέας αλυσοδεμένος, με τα σπλάχνα ματωμένα από τους σαρκοβόρους της Ανατολής, μας δείχνει τον δρόμο της τιμής και του καθήκοντος, ο ιερέας οφείλει να προμαχεί επί των εθνικών επάλξεων, για να κατισχύσει η δύναμη της Αλήθειας, της Δικαιοσύνης, της Ειρήνης και της Ελευθερίας».
«Κυρίως δε εδώ, στη μαρτυρική αυτή κοινότητα του Κάτω Πύργου της αιματοβαμμένης Τηλλυρίας, που για 41 τώρα χρόνια οι κάτοικοί της, που αποτελούν το δικό σου λογικό ποίμνιο, σε πείσμα των καιρών μένουν εδώ, «ελεύθεροι πολιορκημένοι», αφού τα στρατεύματα του Τουρκικού Αττίλα τους περιβάλλουν σχεδόν από παντού, οφείλεις, ως ο πνευματικός τους ποιμένας, υψωμένες πάντοτε να έχεις, όχι μόνο τις πνευματικές αλλά τις εθνικές σου κεραίες, και να τους διατηρείς σε εγρήγορση εθνική, για να εξακολουθήσουν να φυλάττουν Θερμοπύλες, αψηφώντας τους ενάντιους καιρούς, με αυταπάρνηση και αδελφοσύνη, με καρδιά γενναία και συνείδηση αυστηρή, μέχρι να αιθριάσουν και πάλιν οι εθνικοί μας ορίζοντες», συμπλήρωσε.
Τέλος, ο Άγιος Κύκκου, ευχήθηκε «ο Δομήτορας της Εκκλησίας Χριστός, διά πρεσβειών των αγίων ενδόξων θεοστέπτων βασιλέων και ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, στο όνομα των οποίων είναι αφιερωμένος ο περικαλλής αυτός ναός, και των οποίων την ιερή μνήμη σήμερα γιορτάζουμε, να σου χαρίζει υγεία και μακροζωΐα, για να διαποιμαίνεις σωτήρια και επί έτη πολλά το λογικό σου ποίμνιο, το οποίο σου εμπιστεύτηκε ο Κύριος».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο νέος Πρεσβύτερος είναι έγγαμος, γόνος ευσεβούς ιερατικής οικογένειας, απόφοιτος του Πάντειου Πανεπιστημίου Αθηνών και θα υπηρετήσει τη γενέτειρά του, διαδεχόμενος τον πολιό ιερέα πατέρα του.
Μετά το «δι’ ευχών», ακολούθησαν οι ευχές κληρικών και λαϊκών προς τον νεοχειροτονούμενο.
Analypseos xeir Ioanni 4
Analypseos xeir Ioanni 5
Analypseos xeir Ioanni 6
Analypseos xeir Ioanni 7
Analypseos xeir Ioanni 8
Analypseos xeir Ioanni 9
Analypseos xeir Ioanni 10
Analypseos xeir Ioanni 11a
Analypseos xeir Ioanni 12
Analypseos xeir Ioanni 13
Analypseos xeir Ioanni 14
Analypseos xeir Ioanni 15a
Analypseos xeir Ioanni 17
Analypseos xeir Ioanni 18
Analypseos xeir Ioanni 18a
Analypseos xeir Ioanni 18b

Αγίων Τριακοσίων δέκα οκτώ (318) Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου – Θεία Λειτουργία – Άγιος Προκόπιος, Μετόχιο Κύκκου

Αγίων Τριακοσίων δέκα οκτώ (318) Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου – Θεία Λειτουργία Άγιος Προκόπιος Μετόχιο Κύκκου
Η έκτη κατά σειρά Κυριακή μετά το Άγιο Πάσχα είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στην μνήμη των 318 Αγίων Πατέρων, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ. Η σύνοδος συνήλθε κατά πρόσκληση του Μέγα Κωνσταντίνου κατά το εικοστό έτος της βασιλείας του και είχε διάρκεια 3,5 χρόνια. Διακριθείσες μορφές της συνόδου ήταν ο Αλέξανδρος ο Κωνσταντινουπόλεως, ο Αλέξανδρος ο Αλεξανδρείας, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Ευστάθιος ο Αντιοχείας, ο Μακάριος ο Ιεροσολύμων, ο Παφνούτιος, ο Σπυρίδων, ο Νικόλαος, κ.α.
Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τον Άρειο και τον Αρειανισμό. Διατύπωσε τους πρώτους όρους ορθού Χριστιανικού δόγματος και ιδιαίτερα τα περί του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, τον Ιησού Χριστό, ως ομοούσιον τω Θεώ Πατρί. Συνέταξε τα πρώτα επτά άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως.
Συνοπτική παράθεση των ιερών Κανόνων

Κανών Α’: Καταδικάζει τη συνήθεια του οικοιοθελούς ευνουχισμού και απαγορεύει τη χειροτονία ευνουχισμένων, πλην όσων για ιατρικούς λόγους ή λόγω βασανιστηρίων εξετμήθησαν.
Κανών Β’: Απαγορεύει τη χειροτονία ως κληρικών στα νέα μέλη (νεόφυτοι) της εκκλησίας.
Κανών Γ’: Καταδικάζει την συνήθεια των κληρικών όλων των βαθμών να συζούν με νεαρές γυναίκες τις οποίες δεν είχαν παντρευτεί (συνείσακτοι).
Κανών Δ’ – Ε’: Εισάγεται το «μητροπολιτικό σύστημα», το οποίο ίσχυε στην οργάνωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και καθορίζουν την αρμοδιότητα της επαρχιακής συνόδου στη χειροτονία των επισκόπων.
Κανών ΣΤ’: Αναγνωρίζει κατ’ εξαίρεση το αρχαίο έθος της συγκεντρωτικής δικαιοδοσίας του επισκόπου της Αλεξάνδρειας στις εκκλησίες της Αιγύπτου, Λιβύης και Πεντάπολης —όπως συνέβαινε και με την εκκλησία της Ρώμης—, ενώ εξαιρεί τη Ρώμη και την Αντιόχεια από το γενικό μέτρο του μητροπολιτικού συστήματος.
Κανών Ζ’: Ορίζεται ότι ο επίσκοπος Αιλίας (δηλ. Ιερουσαλήμ) να είναι ο επόμενος στη σειρά απόδοση τιμών.
Κανών Η’: Ορίζει τον τρόπο επιστροφής στην εκκλησία της Αιγύπτου των λεγόμενων «Καθαρών» (Μελιτιανό σχίσμα).
Κανών Θ’: Αναφέρεται στην συνήθη περίπτωση χειροτονίας πρεσβυτέρων των οποίων δεν εξετάστηκαν τα προσόντα ή οι οποίοι δεν παραμένουν άμεμπτοι.
Κανών Ι’: Καταδικάζει τη χειροτονία πεπτωκότων.
Κανών ΙΑ’ – ΙΒ’: Καθορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων, με αυστηρότερα κριτήρια.
Κανών ΙΓ’: Δέχεται ότι είναι δυνατόν να παρασχεθεί Θεία Ευχαριστία επί της επιθανατίου κλίνης.
Κανών ΙΔ’: Ορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων κατηχουμένων.
Κανών ΙΕ’ – ΙΣΤ’: Καταδικάζεται η επιδίωξη κληρικών για μετάθεση σε άλλες εκκλησίες.
Κανών ΙΖ’: Καταδικάζει την πλεονεξία και αισχροκέρδεια των κληρικών που προέρχεται από τον έντοκο δανεισμό.
Κανών ΙΗ’: Απαγορεύει στους διακόνους να μεταδίδουν και να αγγίζουν τη Θεία Ευχαριστία πριν από τους πρεσβυτέρους, και δεν επιτρέπεται το να κάθονται μεταξύ των πρεσβυτέρων.
Κανών Κ’: Απαγορεύει τη γονυκλισία στη Θεία Λειτουργία της Κυριακής και την ημέρα της Πεντηκοστής.
Επισπρόσθετα καθορίστηκε η κοινή ημέρα εορτασμού του Πάσχα.

Τα συμπεράσματα τις συνόδου υπογράφηκαν από περισσότερους από 318 και ο αριθμός αυτός επικράτησε για συμβολικούς λόγους. Οι επίσκοποι που ήταν παρόντες στη σύνοδο συνοδεύονταν από κατώτερους κληρικούς των οποίων ο συνολικός αριθμός ανερχόταν στο τριπλάσιο ή τετραπλάσιο των επισκόπων.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. β’.
Ἀγγελικαὶ Δυνάμεις ἐπὶ τὸ μνῆμά σου, καὶ οἱ φυλάσσοντες ἀπενεκρώθησαν, καὶ ἵστατο Μαρία, ἐν τῷ τάφῳ ζητοῦσα τὸ ἄχραντόν σου σῶμα· ἐσκύλευσας τὸν ᾍδην, μὴ πειρασθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ, ὑπήντησας τῇ Παρθένῳ, δωρούμενος τὴν ζωήν. Ὁ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν, Κύριε δόξα σοι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὑπερδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισαν· ἣ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.
Μεγαλυνάριον
Ὡς Υἱὸν καὶ Λόγον σε τοῦ Θεοῦ, Σύνοδος ἡ Πρώτη, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, ὀρθῶς σε κηρύττει, τὸν δι’ ἡμᾶς παθόντα, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, Σῶτερ τὸ φρύαγμα.

Εὐαγγέλιον
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΖ´ 1 – 13 – Αρχαίο κείμενο
1 Ταῦτα ἐλάλησεν Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱὸς σου δοξάσῃ σέ, 2 καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. 3 αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. 4 ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελειώσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· 5 καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. 6 Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. 7 νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ εἰσιν· 8 ὅτι τὰ ῥήματα ἃ ἔδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 9 ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, 10 καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστιν καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. 11 καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ αὐτοὶ ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. 12 ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. 13 νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΖ´ 1 – 13 Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
1 Αυτά είπεν ο Ιησούς προς τους μαθητάς του και έπειτα εσήκωσε τα μάτια του στον ουρανόν και είπε· “Πατερ έφθασεν η ώρα, την οποίαν η αγαθότης και η σοφία σου ώρισε. Δοξασε και ως άνθρωπον τον Υιόν σου, ο οποίος βαδίζει προς την θυσίαν, δια να σε δοξάση και ο Υιός σου με τα αναρίθμητα πλήθη των ανθρώπων, τα οποία δια της λυτρωτικής του θυσίας θα πιστεύσουν εις σε και θα σωθούν. 2 Δοξασε τον, όπως άλωστε και τον εδόξασες έως τώρα, διότι του έδωκες εξουσίαν επί όλης της ανθρωπότητος, δια να δώση εις όλους αυτούς, που του έδωκες, ζωήν αιώνιον. 3 Αυτή δε είναι η αιώνιος ζωη, να γνωρίζουν οι άνθρωποι σε τον μόνον αληθινόν Θεόν, να απολαμβάνουν τας απείρους τελειότητάς σου με την στενήν επικοινωνίαν και αγάπην προς σε, να γνωρίζουν δε επίσης και τον Ιησούν Χριστόν, που έστειλες στον κόσμον. 4 Εγώ με την ζωήν και το έργον μου σε εδόξασα εις την γην. Εκαμα γνωστόν το όνομά σου στους ανθρώπους και με την σταυρικήν μου θυσίαν την οποίαν μετ’ ολίγον προσφέρω, ετελείωσα το έργον, το οποίον μου έδωκες να πραγματοποιήσω. 5 Και τώρα, δόξασέ με και συ, Πατερ, πλησίον σου με την δόξαν την οποίαν είχα κοντά σου, πριν άκομα λάβη ύπαρξιν από σε ο κόσμος. 6 Εφανέρωσα το όνομά σου στους ανθρώπους, τους οποίους συ επήρες από τον κόσμον και μου τους έδωκες ως μαθητάς μου. Ησαν ιδικοί σου, σύμφωνα με την αγαθήν διάθεσιν που είχαν, και συ τους έδωκες εις εμέ, και αυτοί εφύλαξαν την εντολήν σου. 7 Τωρα έμαθαν καλύτερα ότι όλα όσα μου έχεις δώσει προέρχονται από σε. 8 Την γνώσιν των και πεποίθησιν αυτήν μαρτυρεί και το γεγονός ότι τους λόγους, που μου έδωκες, τους έδωσα εις αυτούς και αυτοί τους εδέχθησαν και εσχημάτισαν την βεβαίαν γνώσιν και πεποίθησιν, ότι πράγματι εγώ εγεννήθηκα και εβγήκα στον κόσμον από σε και επίστευσαν ότι συ με έστειλες. 9 Εγώ ειδικώς δι’ αυτούς σε παρακαλώ τώρα ως μέγας αρχιερεύς και μεσίτης· δεν σε παρακαλώ δια τον κόσμον τον αμαρτωλόν και άπιστον, αλλά δι’ αυτούς που μου έδωκες, διότι εξακολουθούν να είναι και θα είναι ιδικοί σου. 10 Αλλωστε όλα τα ιδικά μου είναι ιδικά σου και τα ιδικά σου είναι ιδικά μου. Και αυτοί οι μαθηταί μου ήσαν ιδικοί σου και έγιναν ιδικοί μου και εξακολουθούν να είναι ιδικοί σου. Και εγώ έχω δοξασθή εν μέσω αυτών, οι οποίοι με εγνώρισαν ως Υιόν σου και Θεόν. 11 Και δεν είμαι πλέον στον κόσμον αυτόν αισθητώς μεταξύ των με το σώμα μου, και αυτοί είναι στον κόσμον, δια να εκπληρώσουν την υψηλήν αποστολήν των. Και εγώ έρχομαι προς σε. Πατερ άγιε, φύλαξέ τους με την θείαν σου δύναμιν και αγάπην, αυτούς τους οποίους συ μου έδωκες, ώστε να είναι ενωμένοι μεταξύ των εις ένα πνευματικόν σώμα, όπως είμεθα ημείς. 12 Οταν ήμουν μαζή των στον κόσμον, εγώ τους επροφύλασσα με την ιδικήν σου ακαταγώνιστον δύναμιν και προστασίαν. Εφύλαξα αυτούς που μου έδωκες και κανένας από αυτούς δεν εχάθηκε, παρά μόνον ο υιός της απωλείας, ο προδότης, δια να εκπληρωθούν έτσι και αι προφητείαι της Γραφής. 13 Τωρα όμως έρχομαι προς σε και ενώ ευρίσκομαι ακόμη στον κόσμον, λέγω αυτά, δια να τα ακούσουν και οι ίδιοι, ώστε να έχουν την ιδικήν μου τελείαν χαράν ολόκληρον και πλήρη έντος αυτών.

Στό σημερινό Εὐαγγέλιο ἀκούσαμε τήν Ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Κυρίου γιά τήν ἑνότητα τῶν μαθητῶν Του, πού ἔλεγε : «ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς». Προσευχήθηκε ἐπίμονα στόν οὐράνιο Πατέρα γιά τήν ἑνότητα τῶν μαθητῶν του, ἀλλά καί γιά τήν Ἐκκλησία Του. Ἡ ἀληθινή ἑνότητα ξεκινάει καί ἔχει πρότυπο τήν Ἁγία Τριάδα· γι’ αὐτό λέγει ὁ Χριστός «καθώς ἡμεῖς». Ὅπως εἶναι ἑνωμένα τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔτσι πρέπει νά εἶναι ἑνωμένοι καί οἱ πιστοί. Μέ βάση τήν ἀλήθεια καί τήν ἀληθινή ἀγάπη.

Αὐτήν τήν αἰώνια καί πρότυπη ἑνότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος, προσπάθησε νά σπάσει ὁ αἱρετικός Ἄρειος, λέγοντας ὅτι ὁ Χριστός εἶναι κτίσμα καί ὄχι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα. Μ’ αὐτήν τήν αἱρετική του δοξασία προσπάθησε νά σπάσει καί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Γι’ αὐτό σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει καί τιμᾶ τούς 318 θεοφόρους Πατέρες, πού ἑνωμένοι στήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας, καταδίκασαν τήν φοβερή αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Ὅταν οἱ θεοφόροι Πατέρες ἀγωνίζονταν πάντα ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, δέν τό ἔκαναν ἀπό μισανθρωπία, ἀλλά ἀπό φιλανθρωπία. Ἀγωνίστηκαν νά διατηρήσουν ἀνόθευτη τήν ἀλήθεια, ἀλλά καί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά μπορέσει νά σωθῆ ὁ ἄνθρωπος. Γιατί μέ αἱρετικές κακοήθειες, χάνεται τελείως ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας μας. Ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας μας ἐπιτυγχάνεται μόνο μέσα στήν ἀληθινή ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις».

Ἡ αἵρεση φέρνει τήν διάσπαση. Καί σέ τούτη κυρίως τή διάσπαση, βασίστηκαν καί βασίζονται οἱ διάφοροι ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ γιά νά τήν καταπολεμήσουν. Πολλές νέες αἱρέσεις καί προτεσταντικές παραφυάδες ἐμφανίζονται στήν ἐποχή μας, πού ἐπιζητοῦν νά κατατεμαχίσουν κυριολεκτικά τόν ἄρραφο χιτώνα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ κόσμος σήμερα δέν ἔχει ἀληθινή ἑνότητα, γιατί δέν θέλει τήν ἀλήθεια καί τήν ἀληθινή ἀγάπη. Ζῆ συμβατικά. Διχαστικά. Ἀποκομμένος ἀπό τήν ἀλήθεια. Ζῆ διασπασμένος. Ζῆ ἔξω ἀπό τήν Θεία Εὐχαριστία πού ἑνώνει τά σύμπαντα. Ζῆ ἔξω ἀπό τήν «καινή κτίση» πού ἀποτελεῖ τό νέο τρόπο τῆς ἐν Χριστῷ ὑπάρξεως καί ζωῆς.
Κι ἐμεῖς λοιπόν, ἀποφεύγοντας ὅλες τίς αἱρέσεις τοῦ κόσμου τούτου, ὅπως ἀποφεύγουμε ὅλα τά δηλητηριώδη καί βλαβερά, νά ἑνώσουμε τά χαρίσματα πού ἔχει ὁ καθένας μας, σωματικά καί πνευματικά, μέσα στό σῶμα τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας καί θά σωθοῦμε αἰώνια.

Θεία Λειτουργία Κυριακή του Τυφλού – Ιερός Ναός Αγίου Προκοπίου Μετόχιο Κύκκου

Ευαγγέλιο Αρχαίο Κείμενο
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Θ´ 1 – 38
1 Καὶ παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς· 2 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; 3 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. 4 ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. 5 ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. 6 ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσεν χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ 7 καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. 8 Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; 9 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. 10 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; 11 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. 12 εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· Οὐκ οἶδα. 13 Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. 14 ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. 15 πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. 16 ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. 17 λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. 18 οὐκ ἐπίστευον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος 19 καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; 20 ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· 21 πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. 22 ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. 23 διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. 24 Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλὸς, καὶ εἶπον αὐτῷ· Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. 25 ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. 26 εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; 27 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; 28 ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. 29 ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. 30 ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. 31 οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. 32 ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου· 33 εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. 34 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. 35 Ἤκουσεν Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; 36 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; 37 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. 38 ὁ δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Θ´ 1 – 38

1 Και καθώς επερνούσεν ο Κυριος κάποιον δρόμον της πόλεως, είδε ένα τυφλόν εκ γενετής. 2 Και τον ηρώτησαν οι μαθηταί του, λέγοντες· “Διδάσκαλε, ποιός ημάρτησε, αυτός η οι γονείς του, δια να γεννηθή τυφλός; (Το πρώτο είναι αδύνατον, το δεύτερον είναι άδικον. Τοτε διατί εγεννήθη τυφλός;)” 3 Απήντησεν ο Ιησούς· “ούτε αυτός ημάρτησε ούτε οι γονείς του. Αλλά εγεννήθη τυφλός, δια να φανερωθούν, με την θαυματουργικήν θεραπείαν, τα έργα του Θεού. 4 Εγώ πρέπει να εργάζωμαι τα έργα του Θεού, ο οποίος με έστειλεν στον κόσμον, έως ότου είναι ημέρα. Ερχεται η νύκτα δηλαδή η εκδημία από τον κόσμον αυτόν, κατά την οποίαν κανείς πλέον από τους ανθρώπους δεν ημπορεί να πραγματοποιή έργα. 5 Εγώ, εφ’ όσον ευρίσκομαι στον κόσμον, είμαι φως του κόσμου με την διδασκαλίαν μου, με τα θαύματά μου, με την ζωήν μου”. 6 Αφού δε είπε αυτά έπτυσε κάτω, έκαμε πηλόν και έβαλε τον πηλόν στους οφθαλμούς του τυφλού 7 και του είπε· “πήγαινε και νίψου εις την δεξαμενήν του Σιλωάμ”-αυτό το όνομα μεταφράζεται εις την ελληνικήν απεσταλμένος. Επήγε τότε εκείνος και ενίφθη και ήλθε στο σπίτι του βλέπων. 8 Οι γείτονες, λοιπόν, και όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήτο τυφλός, έλεγαν· “δεν είναι αυτός, που εκάθητο και εζητούσε ελεημοσύνην;” 9 Αλλοι έλεγαν ότι “αυτός είναι”. Αλλοι δε ότι “κάποιος άλλος , όμοιος με αυτόν είναι”. Εκείνος όμως έλεγεν ότι “εγώ είμαι, ο τέως τυφλός”. 10 Τοτε τον ερωτούσαν εκείνοι “πως ανοίχθησαν και εθεραπεύθηκαν τα μάτια σου;” 11 Απεκρίθη εκείνος και είπεν· “ένας άνθρωπος, λεγόμενος Ιησούς, έκαμε πηλόν, μου άλειψε τους οφθαλμούς και μου είπε· Πηγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου. Επήγα, ενίφθηκα και απέκτησα το φως μου”. 12 Του είπαν· “που είναι εκείνος;” Τους λέγει· “δεν ξέρω”. 13 Οδηγούν τότε τον τέως τυφλόν προς τους Φαρισαίους. 14 Ητο δε Σαββατον, όταν ο Ιησούς έκαμε τον πηλόν και άνοιξε τα μάτια του τυφλού. 15 Οι Φαρισαίοι τον ηρώτησαν και αυτοί πάλιν, πως απέκτησεν το φως του. Εκείνος δε τους είπεν· “ένας άνθρωπος έβαλε πηλόν επάνω εις τα μάτια μου και εγώ ενίφθηκα και τώρα βλέπω”. 16 Ελεγαν, λοιπόν, μερικοί από τους Φαρισαίους· “αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον Θεόν, διότι δεν τηρεί την αργίαν του Σαββάτου”. Αλλοι έλεγαν· “πως είναι δυνατόν ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνη τέτοια καταπληκτικά θαύματα;” Διχογνωμία και διαίρεσις έγινε μεταξύ των. 17 Λεγουν πάλιν στον τυφλόν· “συ τι λέγεις δια τον άνθρωπον αυτόν; Ζητούμεν την γνώμην σου, διότι τους ιδικούς σου οφθαλμούς άνοιξε”. Εκείνος απήντησεν· “λέγω, ότι είναι προφήτης”. 18 Δεν επίστευσαν οι Ιουδαίοι δι’ αυτόν ότι ήτο τυφλός και εθεραπεύθη, έως ότου εκάλεσαν τους γονείς του 19 και τους ηρώτησαν, λέγοντες· “αυτός είναι ο υιός σας, δια τον οποίον σεις λέγετε ότι εγεννήθη τυφλός; Πως λοιπόν τώρα βλέπει;” 20 Απήντησαν δε οι γονείς αυτού και τους είπαν· “ξέρομεν καλά ότι αυτός είναι ο υιός μας και ότι εγεννήθη τυφλός. 21 Πως όμως τώρα βλέπει δεν ξέρομεν, η ποιός του άνοιξε τα μάτια ημείς δεν γνωρίζομεν. Αυτός ηλικίαν έχει, ερωτήσατέ τον, και αυτός δια τον ευατόν του θα σας ομιλήση”. (Δεν υπερασπίζονται οι γονείς τον Χριστόν, τον οποίον άλωστε και δεν είχαν ιδεί, αλλ’ ούτε και τον κατηγορούν. Αφίνουν τον υιόν των, καθό ενήλικον και αρκετά ικανόν να υπερασπισθή τον ευεργέτην του). 22 Ωμίλησαν δε έτσι οι γονείς του, διότι εφοβούντο τους Ιουδαίους· επειδή από καιρόν είχαν συμφωνήσει και αποφασίσει οι άρχοντες των Εβραίων να διωχθή και να μη γίνη δεκτός εις την συναγωγήν, όποιος θα ωμολογούσε ότι αυτός που κάνει τα θαύματα είναι ο Χριστός. 23 Δια τούτο και οι γονείς του τυφλού είπαν ότι “ο υιός μας ηλικίαν έχει, ερωτήσατέ τον”. 24 Εκάλεσαν τότε δευτέραν φοράν τον άνθρωπον, που ήτο τυφλός και του είπαν· “δόξασε τον Θεόν, ο οποίος σε εθεράπευσε, αλλά φυλάξου από τον άνθρωπον αυτόν, τον οποίον προηγουμένως ωνόμασες προφήτην. Ημείς που μελετώμεν το θέλημα του Θεού, γνωρίζομεν καλά και διαβεβαιώνομεν ότι αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός”. 25 Απήντησε τότε εκείνος και τους είπε· “εάν είναι αμαρτωλός, δεν ηξεύρω, ένα μόνον ηξεύρω καλά· ότι ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω”. 26 Είπαν δε πάλιν εις αυτόν· “τι σου έκαμε; Πως σου εθεράπευσε τα μάτια;” 27 Απήντησεν εις αυτούς· “προ ολίγου σας είπα και δεν το επροσέξατε· διατί θέλετε πάλιν να ακούσετε τα ίδια; Μηπως και σεις θέλετε να γίνετε μαθηταί του;” 28 Τον ύβρισαν τότε και με περιφρόνησιν του είπαν· “συ είσαι μαθητής εκείνου. Ημείς όμως είμεθα μαθηταί του Μωϋσέως. 29 Ημείς οι μορφωμένοι και άρχοντες του λαού, ξέρομεν ότι στον Μωϋσέα ωμίλησεν ο Θεός. Αυτός δε μας είναι άγνωστος και δεν γνωρίζομεν από που είνα και από που έρχεται”. 30 Απήντησεν ο άνθρωπος και τους είπεν· “εδώ είναι το παράδοξον· ότι σεις δεν ξέρετε από που είναι, εάν είναι από τον Θεόν η όχι, και όμως μου άνοιξε τα μάτια να βλέπω. 31 Ξερομε δε όλοι πολύ καλά, ότι ο Θεός αμαρτωλούς δεν ακούει, αλλά αν κανείς είναι θεοσεβής και το θέλημα του Θεού πράττη αυτόν ο Θεός ακούει. 32 Από τότε δε που υπάρχει ο κόσμος έως σήμερα δεν έχει ακουσθή ποτέ ότι εθεράπευσε κάποιος άνθρωπος τους οφθαλμούς τυφλού εκ γενετής. 33 Εάν αυτός δεν ήτο σταλμένος από τον Θεόν, δεν θα ημπορούσε να κάνη ούτε το παραμικρόν θαύμα”. 34 Γεμάτοι αγανάκτησιν εκείνοι του απήντησαν· “εκ γενετής συ είσαι ζυμωμένος ολόκληρος με τας αμαρτίας και συ τολμάς να διδάσκης ημάς;” Και τον έβγαλαν έξω από τον τόπον της συνεδριάσεώς των. 35 Ηκουσεν ο Ιησούς ότι τον έβγαλαν έξω και όταν τον ευρήκε, του είπε· “συ παρ’ όλα όσα λέγουν οι άρχοντες των Εβραίων, πιστεύεις στον Υιόν του Θεού;” 36 Απήντησεν εκείνος και είπεν· “και ποιός είναι, Κυριε, δια πιστεύσω εις αυτόν;” 37 Του είπε δε ο Ιησούς· “και τον είδες και αυτός που ομιλεί μαζή σου εκείνος είναι”. 38 Αυτός δε, φωτισθείς από χάριν Θεού, είπε· “πιστεύω με όλην μου την ψυχήν, Κυριε”· και επροσκύνησε αυτόν ως απεσταλμένος πράγματι από τον Θεόν.
Το ευαγγέλιο της Κυριακής του Τυφλού, αποτελεί μια αδιάψευστη απόδειξη ότι ο Χριστός δεν ήταν μόνο τέλειος άνθρωπος αλλά και τέλειος Θεός.
Όπως διαβάζουμε στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο (κεφ. 9, 1-38), ο Χριστός, περνώντας μέσα από την Ιερουσαλήμ, συναντάει έναν εκ γενετής τυφλό. Ο Κύριος, έκανε πυλό, αφού έφτυσε στο χώμα, του άλειψε τα μάτια και τον έστειλε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Ο τρόπος αυτός θεραπείας, μας υπενθυμίζει τον τρόπο που ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, πλάθοντάς τον. Ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη, πλάθει τον άνθρωπο από χώμα, τώρα ο Χριστός, πλάθει τα μάτια του εκ γενετής τυφλού πάλι από χώμα. Ο ίδιος Θεός! Δοκιμάζει την πίστη του τυφλού και τον στέλνει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου, και ζητάει τη δική του εκούσια και ελεύθερη συμμετοχή του στο θαύμα. Ο τυφλός όμως με πίστη, υπακούει στην εντολή του Θεού, πηγαίνει και πλένεται και επιστρέφει βλέποντας.
Όμως, η ζωή του θεραπευμένου τυφλού, δε έγινε ευκολότερη. Γίνεται στόχος της κακίας και του μίσους των Φαρισαίων, των ανθρώπων εκείνων που με ζήλο πίστευαν στο Θεό και στην τήρηση του Νόμου Του. Ανακρίνουν τον τυφλό κι αντί να πιστέψουν κι εκείνοι βλέποντας ζωντανό το θαύμα μπροστά τους, κλείνουν τα μάτια της ψυχής τους. Ο θρησκευτικός φανατισμός τους, όχι μόνο τους κλείνει τα μάτια της ψυχής και εξαφανίζει από την ψυχή τους τη διάκριση αλλά τους απομακρύνει τελικά και από το Θεό.

Οι γονείς του τυφλού, φοβούνται να ομολογήσουν το θαύμα που έγινε στο παιδί τους που γεννήθηκε τυφλό, για να μην γίνουν αποσυνάγωγοι. Τόση ήταν η πίστη τους και η χαρά τους που απέκρυψαν αποφεύγοντας με μαεστρία να ομολογήσουν ένα αληθινό γεγονός. «Έχει ηλικία αυτόν να ρωτήσετε»! Ίσως ο Χριστός να τους χάλασε τα σχέδια, αφού ο εκ γενετής τυφλός γιος τους ζητιάνευε. Ίσως τους χάλασε την ησυχία τους αφού έπρεπε να παρουσιαστούν στη συναγωγή και να ανακριθούν με τον κίνδυνο να γίνουν αποσυνάγωγοι. Κι εμείς οι χριστιανοί που ευεργετούμαστε καθημερινά από το Θεό, ντρεπόμαστε ή φοβόμαστε να ομολογήσουμε το Θεό από την ολιγοπιστία μας. Βάζουμε τα συμφέροντά μας πάνω από το Θεό, πιστεύοντας ενδόμυχα πως Εκείνος θα μας καταλάβει! Εκείνος θα μας καταλάβει αλλά θα δει και την πίστη μας και τις προτεραιότητες που έχουμε βάλλει στη ζωή μας. Θα δει ποιους θεούς έχουμε βάλλει στη θέση Του και με το δικό του τρόπο δε θα πάψει να μας υπενθυμίζει πως Εκείνος είναι το φως του κόσμου.

Ο τυφλός, τελικά δε θεράπευσε μόνο τα μάτια του σώματός του αλλά και της ψυχής του. Αναγνωρίζει και προσκυνεί τη θεότητα του Ιησού και δε διστάζει να το ομολογήσει στους θρησκευτικούς άρχοντες με θάρρος που θα το ζήλευαν πολλοί από μας. Δεν αρκεί μόνο η πίστη, χρειάζεται και η ομολογία πίστεως για να γίνουμε γνήσια παιδιά του Ιησού. Όταν ομολογήσουμε το Χριστό μπροστά στους ανθρώπους, θα μας ομολογήσει και Εκείνος μπροστά στον Πατέρα Του, μας έχει υποσχεθεί ο Κύριος.

Κυριακή του Παραλύτου – Θεία Λειτουργία Ιερός Ναός Αγίου Προκοπίου, Μετόχιο Κύκκου

Ιω. ε΄ 1-15) (Πράξ. θ΄ 32-42)
 Ο ιατρός ψυχών και σωμάτων
«Άνθρωπον ουκ έχω»
Τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια ο παράλυτος του σημερινού Ευαγγελίου δεχόταν ένα από τα πιο απαίσια κτυπήματα της ζωής και περνούσε την δική του δοκιμασία. Ίσως διάνυσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κάτω από τη στοά της θαυματουργικής κολυμβήθρας του Σιλωάμ. Μάταια όμως περίμενε ένα άνθρωπο που θα τον συμπονούσε και θα του έδινε χείρα βοηθείας για να εισέλθει στην κολυμβήθρα μόλις θα ταρασσόταν το ύδωρ.

Βρήκε τον Κύριο

Την στιγμή που θα μπορούσε να είχε χάσει κάθε ελπίδα ο παραλυτικός της περικοπής μας, η παρουσία του Κυρίου αποβαίνει και πάλι σωτήρια οδός δύναμης και ζωής. Ο μόνος Φιλάνθρωπος, ο Κύριος και Θεός μας, που κατά καιρούς έστελλε εκεί τον άγγελό του για να ταράσσει το νερό, ώστε ο πρώτος που θα ριχνόταν σ’ αυτό να γίνεται αμέσως υγιής, παρουσιάζεται αυτοπροσώπως εκεί που όλα φαίνονταν να ήταν χαμένα. Απευθύνεται, λοιπόν, στον παράλυτο και του λέει: “Θέλεις υγιής γενέσθαι;” Ο Κύριος έκανε την ερώτηση αυτή, όχι βέβαια γιατί αμφέβαλλε για την επιθυμία του παραλύτου, αλλά για να τον προβληματίσει και να μπορέσει να διεισδύσει στο βαθύτερο είναι του, στην πραγματικότητα της σωτηρίας του. Ο παράλυτος δεν απήντησε ευθέως στην ερώτηση, αλλά εμμέσως εξέφρασε και το παράπονο που τον διακατείχε: “Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν, εν ω δε έρχομαι εγώ, άλλος προ εμού καταβαίνει.” Ο Κύριος έδωσε αμέσως την υγεία στον παραλυτικό και του συνέστησε να πάρει στον ώμο του το κρεβάτι του και να περπατά πλέον υγιής. “Έγειρε, άρον τον κράβατόν σου και περιπάτει”. Το θαύμα είχε ήδη συντελεσθεί. Ο μέχρι εκείνη τη στιγμή παράλυτος έγινε υγιής. Προς έκπληξη όλων, βάσταξε στον ώμο του το κρεβάτι πάνω στο οποίο τόσα χρόνια ήταν κατάκειτος και αποκλεισμένος από τη ζωή.

«Άνθρωπον ουκ έχω»

Το παράπονο του παραλυτικού που εκφράζεται με το “άνθρωπον ουκ έχω”, μπορεί να επαναλαμβάνεται και σήμερα. Οι συνθήκες της σημερινής κρίσης ταλανίζουν πολλούς συνανθρώπους μας και τους αφήνουν να είναι εγκαταλειμμένοι και μόνοι στη δυστυχία και την ανέχεια τους. Εδώ είναι που απορρέει και το δικό μας χρέος και η υποχρέωση να συμπαραστεκόμαστε με κάθε τρόπο και να εκφράζουμε την εν Χριστώ αγάπη μας σε κάθε πονεμένο συνάνθρωπό μας. Ο πόνος και η θλίψη αλλά και η κάθε δοκιμασία παρουσιάζονται στη ζωή μας και λειτουργούν ως πρόκληση για να στεκόμαστε δίπλα από τον κάθε ένα που μας έχει ανάγκη. Ακόμα, σήμερα υπάρχουν πάρα πολλοί “παραλυτικοί” που δεν χρειάζονται μόνο υλική ή σωματική βοήθεια αλλά κυρίως έχουν ανάγκη πνευματικών στηριγμάτων και παρηγοριάς. Άλλωστε, η θεραπεία που πρόσφερε ο Χριστός με τα διάφορα θαύματα που επιτελούσε δεν αφορούσε μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή, την απαλλαγή δηλαδή από την αμαρτία και τις συνέπειές της. Μια τέτοια θεραπεία είναι αποτελεσματική για τον άνθρωπο, αφού ως πρόσωπο είναι ενιαία ψυχοσωματική οντότητα. Στην εποχή μας ιδιαίτερα που διαπιστώνουμε να υπάρχει μια πνευματική αγονία και ερημία σ’ ένα κόσμο φοβερά χρεοκοπημένο σε αρετές και αξίες, ανοίγει μπροστά μας ο δρόμος για να βοηθήσουμε συνανθρώπους μας που βρίσκονται βυθισμένοι στο σκοτάδι της αμαρτίας ώστε να βρουν τον δρόμο της αληθείας και να φθάσουν κοντά στον Σωτήρα Χριστό, το μόνο αληθινό ιατρό ψυχών και σωμάτων. Να πλησιάσουν εκείνο που μπορεί να μας θεραπεύσει από κάθε ασθένεια αλλά και από κάθε μορφή κακού. Να τους βοηθήσουμε να ενταχθούν στην Εκκλησία και να γίνουν ζωντανά μέλη του Σώματος του Χριστού, ώστε μέσα από τα Μυστήρια να βιώνουν τη Χάρη Του.

Αγαπητοί αδελφοί, το παράπονο του παραλυτικού “άνθρωπον ουκ έχω”, αποτυπώνει μια πραγματικότητα που τόσο ζωντανά βιώνουμε και στη δική μας εποχή. Ας πλησιάσουμε λοιπόν τον κάθε συνάνθρωπό μας βλέποντας στο πρόσωπό του την εικόνα του Θεού και να καταστούμε πλησίον του, σύμφωνα με την γνωστή παραβολή του Καλού Σαμαρείτη. Με αυτό τον τρόπο μέσα από μια κοινωνία αγάπης μπορούμε να εναποθέτουμε ολόκληρο τον εαυτό μας με εμπιστοσύνη στην αγάπη του Κυρίου μας, ο οποίος είναι ο μόνος που μπορεί να μας θεραπεύει και σωματικά αλλά και ψυχικά. Αυτή την ευλογημένη πορεία ακολούθησαν στη ζωή τους και οι μάρτυρες Τιμόθεος και Μαύρα, των οποίων τη μνήμη τιμά σήμερα η Εκκλησία. Με την όλη βιωτή και το παράδειγμά τους έδωσαν την πιο αυθεντική μαρτυρία για το πώς ο άνθρωπος μπορεί να ψηλαφήσει στη ζωή του την αιώνια αλήθεια και να την εγκολπωθεί στην προοπτική της Ανάστασης. Χριστός Ανέστη! 

Τὸ ῥῆμα Χριστοῦ σφίγμα τῷ παρειμένῳ,
Οὕτως ἴαμα τοῦτο ῥῆμα καὶ μόνον.

Βιογραφία
Η Κυριακή του Παραλύτου αντλεί το θέμα της από την ευαγγελική περικοπή, που αναγινώσκεται στην θεία λειτουργία. Αυτή περιλαμβάνει τήν διήγηση της ιάσεως του παραλυτικού στην Προβατική κολυμβήθρα, την Βηθεσδά, στα Ιεροσόλυμα (Ιω. 5, 1-15). Το δράμα του επί 38 έτη παραλύτου συγκινεί τον Κύριο και τον θεραπεύει. Ο Χριστός παρουσιάζεται σαν ιατρός ψυχών και σωμάτων. Τον παράλυτο δεν τον θεραπεύει η κολυμβήθρα, αλλά ο πανσθενουργός λόγος του Κυρίου.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ε´ 1 – 15

1 Μετὰ ταῦτα ἦν ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. 2 ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. 3 ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. 4 ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. 5 ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. 6 τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; 7 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγὼ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. 8 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. 9 καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. 10 ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. 11 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. 12 ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; 13 ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. 14 μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. 15 ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ε´ 1 – 15

1 Επειτα από αυτά ήλθεν η εορτή των Ιουδαίων και ανέβη ο Ιησούς εις τα Ιεροσόλυμα. 2 Εκεί δε εις τα Ιεροσόλυμα, κοντά εις την προβατικήν πύλην του τείχους, υπήρχε μία δεξαμενή νερού, η οποία εις την Εβραϊκήν γλώσσαν είχε το όνομα Βηθεσθά. Γυρω από αυτήν ήσαν και πέντε υπόστεγα. 3 Εις αυτά τα υπόστεγα ευρίσκετο πολύ πλήθος από αρρώστους, τυφλοί, χωλοί, άνθρωποι με ακίνητο και σαν ξερό κάποιο μέλος του σώματός των και οι οποίοι όλοι επερίμεναν να κινηθή το νερό. 4 Διότι κατά καιρούς κατέβαινε άγγελος εις αυτήν την κολυβήθρα και ανεταράσσετο το νερό. Ο πρώτος, λοιπόν, που θα έμπαινε μετά την ταραχήν του νερού, εθεραπεύετο, από οποιοδήποτε νόσημα και αν κατείχετο. 5 Υπήρχε δε εκεί ένας άνθρωπος, ο οποίος ήτο ασθενής τριάντα οκτώ χρόνια. 6 Οταν τον είδε ο Ιησούς να κατάκειται, και σαν Θεός που ήτο εγνώρισε ότι πολύν καιρόν είναι άρρωστος, του λέγει· “θέλεις να γίνης υγιής;” 7 Απεκρίθη ο ασθενής· “θέλω, Κυριε, αλλά δεν έχω άνθρωπον, ώστε όταν ταραχθή το νερό νε με ρίψη εις την κολυμβήθραν. Ενώ δε εγώ σύρομαι προς αυτήν, άλλος πριν από μένα κατεβαίνει εις την κολυμβήθραν”. 8 Λεγει εις αυτόν ο Ιησούς· “σήκω επάνω, πάρε το κραββάτι σου και περιπάτει”. 9 Και αμέσως έγινε υγιής ο άνθρωπος, επήρε το κρεββάτι του και ήρχισε να περιπατή, όπως όλοι οι υγιείς. Ητο δε Σαββατον κατά την ημέραν εκείνην. 10 Ελεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι στον θεραπευθέντα· “σήμερα είναι Σαββατον. Και δεν σου επιτρέπεται να σηκώνης το κρεββάτι σου”. 11 Απήντησε εις αυτούς· “εκείνος, που με θαύμα μου έδωσε την υγείαν μου, μου είπε· Παρε το κρεββάτι σου, και περιπάτει”. 12 Ηρώτησαν, λοιπόν, αυτόν· “ποίος είναι ο άνθρωπος, που σου είπε· “πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει;” 13 Ο θεραπευθείς όμως δεν εγνώριζε ποιός είναι, διότι ο Ιησούς είχε απομακρυνθή μέσα στον όχλον, που ευρίσκετο στον τόπον εκείνον. 14 Επειτα από αυτά τον ευρήκε ο Ιησούς εις την αυλήν του ναού και του είπε· “πρόσεξε· έγινες υγιής· μην αμαρτάνης πλέον, δια να μη σου συμβή κάτι το χειρότερον”. 15 Εφυγε τότε ο άνθρωπος από τον ναόν, επήγε στους Ιουδαίους και τους ανήγγειλε, ότι αυτός που τον έκαμε υγιή είναι ο Ιησούς. (Θα έπρεπε από λόγους και μόνον ευγνωμοσύνης να είχε κινηθή ο τέως παράλυτος, δια να γνωστοποιήση στους Ιουδαίους, ότι ο Ιησούς του είχε δώσει την υγείαν ).