Monthly Archives: Νοέμβριος 2014

Θεία Λειτουργία, Ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ Πρωτοκλήτου – Ι. Ν. Κωνσταντίνου και Ελένης Τσέρι – Πανιερώτατος Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρος

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014 Θεία Λειτουργία, Ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ Πρωτοκλήτου
Ι. Ν. Κωνσταντίνου και Ελένης Τσέρι – Πανιερώτατος Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρος

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

 Ἐκ τοῦ κατά Ἰωάννη α’, 35-52
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἱστήκει ὁ Ἰωάννης, καί ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο. Καί ἐμβλέψας τῷ Ἰησοῦ περιπατοῦντι, λέγει˙ Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ. Καί ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο Μαθηταί λαλοῦντος, καί ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ. Στραφείς δέ ὁ Ἰησοῦς, καί θεασάμενος αὐτούς ἀκολουθοῦντας, λέγει αὐτοῖς˙ Τί ζητεῖτε; Οἱ δέ εἶπον αὐτῷ˙ Ραββί, (ὅ λέγεται ἑρμηνευόμενον, Διδάσκαλε,) ποῦ μένεις; Λέγει αὐτοῖς˙ Ἔρχεσθε, καί ἴδετε. Ἦλθον καί εἶδον ποῦ μένει˙ καί παρ’ αὐτῷ ἔμειναν τήν ἡμέραν ἐκείνην˙ ὥρα δέ ἦν ὡς δεκάτη. Ἦν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφός Σίμωνος Πέτρου, εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρά Ἰωάννου, καί ἀκολουθησάντων αὐτῷ. Εὑρίσκει οὗτος πρῶτος τόν ἀδελφόν τόν ἴδιον Σίμωνα, καί λέγει αὐτῷ˙ Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, ὁ Χριστός. Καί ἤγαγεν αὐτόν πρός τόν Ἰησοῦν. Ἐμβλέψας δέ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, εἶπε˙ Σύ εἶ Σίμων ὁ υἱός Ἰωνᾶ˙ σύ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὅ ἑρμηνεύεται Πέτρος. Τῇ ἐπαύριον, ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τήν Γαλιλαίαν˙ καί εὑρίσκει Φίλιππον, καί λέγει αὐτῷ˙ Ἀκολούθει μοι. Ἦν δέ ὁ Φίλιππος ἀπό Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καί Πέτρου. Εὑρίσκει Φίλιππος τόν Ναθαναήλ, καί λέγει αὐτῷ˙ Ὅν ἔγραψε Μωσῆς ἐν τῷ νόμῳ, καί οἱ Προφῆται, εὑρήκαμεν Ἰησοῦν τόν υἱόν τοῦ Ἰωσήφ, τόν ἀπό Ναζαρέτ. Καί εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ˙ Ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι; Λέγει αὐτῷ Φίλιππος˙ Ἔρχου καί ἴδε. Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τόν Ναθαναήλ ἐρχόμενον πρός αὐτόν, καί λέγει περί αὐτοῦ˙ Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ˙ Πόθεν με γινώσκεις; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς, καί εἶπεν αὐτῷ˙ Πρό τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπό τήν συκῆν εἶδόν σε. Ἀπεκρίθη Ναθαναήλ, καί λέγει αὐτῷ˙ Ραββί, σύ εἶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, σύ εἶ ὁ Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ. Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς, καί εἶπεν αὐτῷ˙ Ὅτι εἶπόν σοι. Εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει. Καί λέγει αὐτῷ˙ Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν˙ Ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τόν οὐρανόν ἀνεῳγότα, καί τούς Ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας, καί καταβαίνοντας ἐπί τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Τον καιρό εκείνο, ο Ιωάννης στεκόταν πάλι με δύο από τους μαθητές του και, καθώς είδε τον Ιησού να προσπερνάει, είπε: «Αυτός είναι ο αμνός του Θεού». Οι δύο μαθητές τον άκουσαν να το λέει και ακολούθησαν τον Ιησού. Ο Ιησούς γύρισε και, βλέποντάς τους να τον ακολουθούν, τους είπε: «Τι θέλετε;» Κι αυτοί του απάντησαν: «Ραββί –που σημαίνει Διδάσκαλε- που μένεις;» «Ελάτε και θα δείτε», τους λέει.Ήρθαν, λοιπόν, και είδαν που μένει κι εκείνη τη μέρα έμειναν κοντά του. Η ώρα ήταν περίπου τέσσερις το απόγευμα. Ο ένας από τους δύο που άκουσαν τα λόγια του Ιωάννη κι ακολούθησαν τον Ιησού ήταν ο Ανδρέας, ο αδερφός του Σίμωνος Πέτρου. Αυτός βρίσκει σε λίγο τον αδελφό του τον Σίμωνα και του λέει: «Βρήκαμε τον Μεσσία» -που σημαίνει τον Χριστό. Και τον έφερε στον Ιησού. Ο Ιησούς τον κοίταξε καλά και είπε: «Εσύ είσαι ο Σίμων, ο γιος του Ιωνά˙ εσύ θα ονομαστείς Κηφάς» -που σημαίνει Πέτρος. Την άλλη μέρα ο Ιησούς αποφάσισε να πάει στη Γαλιλαία. Βρίσκει τότε τον Φίλιππο και του λέει: «Έλα μαζί μου». Ο Φίλιππος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά, την πατρίδα του Ανδρέα και του Πέτρου. Βρίσκει ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ και του λέει: «Αυτόν που προανάγγειλε ο Μωυσής στο νόμο, και οι προφήτες, τον βρήκαμε˙ είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ». «Μπορεί από τη Ναζαρέτ να βγει κάτι καλό;» τον ρώτησε ο Ναθαναήλ. «Έλα και δες μόνος σου», του λέει ο Φίλιππος. Ο Ιησούς είδε τον Ναθαναήλ να πλησιάζει και λέει γι’ αυτόν: «Να ένας γνήσιος Ισραηλίτης, χωρίς δόλο μέσα του». «Από που με ξέρεις;» τον ρωτάει ο Ναθαναήλ. Κι ο Ιησούς του απάντησε: «Προτού σου πει ο Φίλιππος να’ρθείς, σε είδα που ήσουν κάτω από τη συκιά». Τότε ο Ναθαναήλ του είπε: «Διδάσκαλε, εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ». Κι ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Επειδή σου είπα πως σε είδα κάτω από τη συκιά, γι’ αυτό πιστεύεις; Θα δεις μεγαλύτερα πράγματα απ’ αυτά». Και του λέει: «Σας βεβαιώνω ότι θα δείτε να έχει ανοίξει ο ουρανός και οι άγγελοι του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν πάνω στον Υιό του Ανθρώπου».

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

O Απόστολος Ανδρέας ήταν αδελφός του Σίμωνος Πέτρου, γιοι του Ιωνά. Συγκατοικούσε με αυτόν στην Καπερ-ναούμ και συνεργαζόταν ως αλιέας στην λίμνη της Γενησαρέτ. Πρωτύτερα είχε χρηματίσει μαθητής του Ιωάννου του Βαπτιστού. Εκεί κοντά στον Τίμιο Πρόδρομο απέκτησε σπάνια ευσέβεια και το σπουδαιότερο έμαθε για τον ερχόμενο Μεσσία. Φαίνεται ότι ήταν παρών όταν ο Ιωάννης έδειξε με το δάκτυλό του τον Κύριο και είπε: «ίδε ο αμνός του Θεού, ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου». Αυτή η φανέρωση του Μεσσία έκαμε προφανώς τον ευσεβή ψαρά να ακολουθήσει πρώτος τον Κύριο, χωρίς κανέναν δισταγμό και γι’ αυτό ονομάστηκε «Πρωτόκλητος». Το όνομα του Ανδρέα αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη πάντοτε μαζί με του Φιλίππου, ο οποίος καταγόταν, όπως και εκείνος, από την Βηθσαϊδά. Μαζί με αυτόν είχε εκφράσει τη δυσπιστία του για τον χορτασμό των πεντακισχιλίων ανθρώπων με τους πέντε κρίθινους άρτους και τους δύο ιχθείς. Για τελευταία φορά αναφέρεται το όνομα του Ανδρέα στην Καινή Διαθήκη, όταν ανέβηκε μαζί με τους άλλους Αποστόλους στο υπερώο της Ιερουσαλήμ «προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τη προσευχή και τη δεήσει συν γυναιξί και Μαρία τη μητρί του Ιησού και συν τοις αδελφοίς αυτού», όπου και έλαβε μαζί με τους άλλους τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.
Μετά την Πεντηκοστή έλαχε σ’ αυτόν να αποσταλεί για ευαγγελισμό στην Έφεσο, όπου μαζί με τον Απόστολο Ιωάννη κήρυξαν μαζί και εδραίωσαν την Εκκλησία της μεγάλης αυτής πόλεως. Στη συνέχεια, σύμφωνα με τον ιστορικό Ευσέβιο μετέβηκε και κήρυξε στη Σκυθία. Κατά τον άγιο Γρηγόριο το Ναζιανζηνό πέρασε στο Βυζάντιο, όπου ίδρυσε και εκεί Εκκλησία, γι’ αυτό θεωρείται ως ο ιδρυτής της αποστολικής Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Από εκεί ήρθε στην Ελλάδα και κήρυξε κατ’ αρχάς στην Ήπειρο. Σύμφωνα με τον άγιο Ιερώνυμο έφθασε στην Αχαΐα, όπου ίδρυσε Εκκλησία. Εκεί στην Πάτρα συνελήφθη από τους διώκτες ειδωλολάτρες και υπέστη μαρτυρικό θάνατο, σταυρώθηκε κατακεφαλής επί σταυρού που είχε το σχήμα του γράμματος Χ, γι’ αυτό και ο τύπος αυτός του σταυρού καλείται «Σταυρός του Αγίου Ανδρέου». Το λείψανό του φυλασσόταν από τους Χριστιανούς με ευλάβεια ως τα χρόνια των σταυροφοριών, οπότε το άρπαξαν οι Λατίνοι και το μετακόμισαν στην Ιταλία. Τα τελευταία χρόνια δωρίθηκε η τίμια κάρα του στην Αποστολική Εκκλησία των Πατρών και φυλάσσεται στον μεγαλοπρεπή ναό του στην πρωτεύουσα της Πελοποννήσου. Η μνήμη του εορτάζεται στις 30 Νοεμβρίου.

Θεία Λειτουργία Κυριακή Θʹ Λουκά. Ἀμφιλοχίου ἐπισκ. Ἰκονίου, Γρηγορίου ἐπισκόπου – Χειροτονία Διακόνου από τον Μητροπολίτη Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρο


Ευαγγέλιον

Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν ιβ’, 16-21
Εἶπεν ὁ Κύριος˙ τήν παραβολήν ταύτην˙ Ἀνθρώπου τινός πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα˙ καί διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ, λέγων˙ Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τούς καρπούς μου; Καί εἶπε˙ Τοῦτο ποιήσω˙ καθελῶ μου τάς ἀποθήκας, καί μείζοντας οἰκοδομήσω˙ καί συνάξω ἐκεῖ πάντα τά γεννήματά μου, καί τά ἀγαθά μου˙ καί ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου˙ Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά˙ ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Εἶπε δέ αὐτῷ ὁ Θεός˙ Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ˙ ἅ δέ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται; Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν. Ταῦτα λέγων, ἐφώνει˙ ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.

Μετάφραση

Τους είπε ο Κύριος την εξής παραβολή: «Κάποιου πλούσιου ανθρώπου τα χωράφια έδωσαν πλούσια σοδειά. Κι εκείνος σκεφτόταν και έλεγε: «τι να κάνω; Δεν έχω μέρος να συγκεντρώσω τα γεννήματά μου! Να τι θα κάνω», είπε: «Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες για να συγκεντρώσω εκεί όλη τη σοδειά μου και τ’ αγαθά μου. Και τότε θα πω στον ἑαυτό μου: τώρα έχεις πολλά αγαθά, που αρκούν για χρόνια πολλά˙ ξεκουράσου, τρώγε, πίνε, διασκέδαζε». Τότε του είπε Θεός: «ανόητε. Αυτή τη νύχτα θα παραδώσεις τη ζωή σου. Αυτά, λοιπόν, που ετοίμασες σε ποιον θα ανήκουν;»
Αυτά λοιπόν, παθαίνει όποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυρούς και δεν πλουτίζει τον εαυτό του με ό,τι θέλει ο Θεός».

Πως και πόσα να μαζέψω

Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου

Λέει το Ευαγγέλιο: «Ἀνθρώπου τινός», που δεν ήξερε τίποτε άλλο από το πως να μαζεύει και πόσα να μαζεύει, «εὐφόρησεν ἡ χώρα».
Καί είπε: «Τώρα που θα τα βάλω; Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα φτιάξω μεγαλύτερες». Θα πάω να τα καταθέσω –θα λέγαμε σήμερα- στις τράπεζες. Να μην έχω ποτέ κίνδυνο από τίποτε. Μετά θα πω στην ψυχή μου:
-Τα κατάφερες μια χαρά. Τώρα πια έχεις δικαίωμα, να χορτάσεις τη ζωή και τον κόσμο. Τέρμα οι πίκρες και οι στενοχώριες. Έξω ο φόβος, έξω η φτώχεια, έξω η έλλειψη, έξω η πείνα. Όλα πάνε καλά. Φάγε, πίε, ευφραίνου. Φάε, πιες, γλέντησε όσο θέλεις. Είσαι εξασφαλισμένη. Καλή σκέψη. Έτσι φαίνεται. Πόσοι δεν σκέπτονται έτσι;
Μα λέει παρακάτω το Ευαγγέλιο, ότι δεν είναι και τόσο καλή η σκέψη αυτή. Γιατί τη νύχτα εκείνη, όταν πια ο πλούσιος είχε ολοκληρώσει τους προγραμματισμούς του, μόλις νόμισε πως εξασφαλίστηκε από όλα, του είπε ο Θεός:
-Άφρον! Ανόητε! Δεν έχεις κουκούτσι μυαλό. Αυτή την νύχτα, έρχονται τα δαιμόνια και θα την πάρουν την ψυχή σου, αφού δεν μοιάζεις με τον Θεό. Αφού δεν σκέφτηκες ότι υπάρχουν πεινασμένοι και φτωχοί.
Δεν κατάλαβες, ότι δεν χορταίνει ο άνθρωπος μόνο με το φαΐ. Θέλει και η ψυχή του να φάει. Και είναι πιο απαιτητική από το σώμα, γιατί ζητάει μόνο τα καλά έργα. Για σκέψου τώρα, όσα ετοίμασες, σε ποιον θα μείνουν; Ενδεχομένως, στα παιδιά σου. Ενδεχομένως στους εχθρούς σου.
Πόσους ανθρώπους δεν τους κληρονομούν, εκείνοι των οποίων δεν θα ήθελαν ούτε το όνομά τους να ακούσουν;
-Μα και στα παιδιά σου να πάνε, το ερώτημα είναι: γιατί να μην πάνε καλύτερα για τον εαυτό σου;
-Για τον εαυτό μου; Δηλαδή για το σαρκίο μου;
-Όχι για το σαρκίο σου. Όχι φάγωμεν, πίωμεν. Αλλά για την αιώνια ζωή. Πως πάνε στην αιώνια ζωή; Λέει ο Χριστός: «Ὁ ἐλεῶν πτωχόν, δανείζει Θεόν». Όποιος δίνει ελεημοσύνη και βοήθεια σε φτωχό, «ταΐζει» τον Θεό. Και πόσα ανταποδίδει ο Θεός; Χιλιοπλάσια! Εκατομμυριοπλάσια! Ας το εξετάσουμε. Την ημέρα της Κρίσεως, θα πει ο Χριστός στους δικαίους: «Ελάτε να κληρονομήσετε την Βασιλεία μου και την αιώνια ζωή». Γιατί; Τί έκαναν;
-Πείνασα, και μου δώσατε λίγο φαγητό. Δίψασα, και μου δώσατε ένα ποτηράκι νερό.
-Ήμουν άρρωστος και ήρθατε να με δείτε.

Μα τι έκαναν οι δίκαιοι; Τί ξόδεψαν; Τίποτε! Πήγαν και του είπαν «περαστικά σου», γιατί τον συμπόνεσαν που ήταν άρρωστος. Ή πήγαν και τον συλληπήθηκαν στο πένθος του. Και η συμπόνια αυτή, το τίποτε, τους άνοιξε τη Βασιλεία των Ουρανών. Την ατελεύτητη και αιώνια. Γιατί; Γιατί όποιος έχει τέτοια διάθεση στην καρδιά του, γλυκιά διάθεση, να βλέπει τον πλησίον και να τον αγαπάει, και να τον συμπονάει, είναι εικόνα του Πατέρα μας του Επουράνιου και του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Εκείνου, που μας έβλεπε να χανόμαστε και από φιλανθρωπία ήλθε στον κόσμο και έγινε άνθρωπος, να μας ελευθερώσει και να μας πλύνει με το Αίμα Του. Να μας φέρει κοντά Του και να μας πει:
-Μιμηθείτε με.
Όσοι κάνουν το καλό, μιμούνται τον Χριστό. Και Εκείνος βλέποντάς τους να Τον μιμούνται, τους αγαπά και τους παίρνει στη Βασιλεία Του.

Διάλεξη Ιωάννης Καποδίστριας και η διέξοδος από τη σημερινή κρίση του Έθνους, Ομιλητής Ιωάννης Κορνιλάκης, Παρασκευή, 28 Νοεμβρίου 2014

Η Ιερά Μητρόπολις Κύκκου και Τηλλυρίας σας προσκαλεί στη Διάλεξη

«Ιωάννης Καποδίστριας και η διέξοδος από τη σημερινή κρίση του Έθνους»

που θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή, 28 Νοεμβρίου 2014 και ώρα 7:00μ.μ.
στο Μέγα Συνοδικό του Μετοχίου Κύκκου

Ομιλητής Ιωάννης Κορνιλάκης
Συγγραφέας του έργου «Ιωάννης Καποδίστριας ο Άγιος της Πολιτικής»
και Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΛΑΙΑΣ ΑΜΚΕ

Θεία Λειτουργία Κυριακή ΚΓ’ Ματθαιου του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μετόχιο Ιεράς Μονής Κύκκου

Κυριακή. Ματθαιου του Αποστόλου και Ευαγγελιστού

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Θ´ 9 – 13

9 Καὶ παράγων ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, Ματθαῖον λεγόμενον, καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ. 10 Καὶ ἐγένετο αὐτοῦ ἀνακειμένου ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ ἰδοὺ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ. 11 καὶ ἰδόντες οἱ Φαρισαῖοι εἶπον τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Διατί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν; 12 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες. 13 πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστιν, Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν· οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Θ´ 9 – 13

Καθώς δε ο Ιησούς επερνούσε από εκεί, είδε ένα άνθρωπον, ονομαζόμενον Ματθαίον, να κάθεται στο γραφείον του μέσα στο τελωνείον, δια να εισπράττη τους φόρους και λέγει εις αυτόν· “έλα κοντά μου”. Και ο Ματθαίος εσηκώθη και τον ακολούθησεν αμέσως. 10 Και ενώ εκάθητο ο Ιησούς στο γεύμα, που προς τιμήν του είχε παραθέσει ο Ματθαίος στο σπίτι του, ιδού πολλοί τελώναι και αμαρτωλοί ήλθαν και εκάθηντο μαζή με τον Ιησούν και τους μαθητάς του. 11 Και όταν είδαν οι Φαρισαίοι τούτο, είπαν στους μαθητάς του· “διατί ο διδάσκαλος σας τρώγει μαζή με τους τελώνας και τους αμαρτωλούς;” 12 Ο δε Ιησούς, όταν ήκουσε τα λόγια αυτά, τους είπε· “δεν χρειάζονται ιατρόν οι υγιείς, αλλ’ οι άρρωστοι. 13 Πηγαίνετε δε στους ερμηνευτάς των Γραφών, δια να μάθετε τι σημαίνει· ευσπλαγχνίαν θέλω και όχι τυπικήν θυσίαν. Διότι εγώ δεν ήλθα να καλέσω εκείνους που νομίζουν τον ευατόν των δίκαιον, αλλά τους αμαρτωλούς, δια να τους οδηγήσω εις την μετάνοιαν και σωτηρίαν”.

Στα «τελώνια» της σωτηρίας
«Είδεν άνθρωπον καθήμενον επί το τελώνιον, Ματθαίον λεγόμενον»

 Η Εκκλησία τιμά σήμερα μια άλλη μεγάλη μορφή που λάμπει στο στερέωμά της. Πρόκειται για τον απόστολο και ευαγγελιστή Ματθαίο, ο οποίος υπήρξε ένας από τους δώδεκα μαθητές του Χριστού και ένας από τους τέσσερις ευαγγελιστές.

Πριν ακολουθήσει τον Χριστό ως ένας από τους στενούς συνεργάτες του, ασκούσε το επάγγελμα του τελώνη, δηλαδή του φοροεισπράκτορα. Τότε μάλιστα όσοι ασκούσαν το συγκεκριμένο επάγγελμα ήταν μισητοί στο λαό γιατί ασκούσαν μεγάλες πιέσεις για την είσπραξη των φόρων και επίσης θεωρούνταν ότι ήταν αμαρτωλοί αφού διέπρατταν και πολλές αδικίες κατά τη διάρκεια της άσκησης του επαγγέλματός τους στην προσπάθεια τους να αναπτύσσουν και κερδοσκοπικές τάσεις.

Η κλήση του

Τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στην κλήση του παρουσιάζουν το δικό τους ξεχωριστό ενδιαφέρον σε συνδυασμό με τα μηνύματα που μπορεί κάποιος να αντλήσει από τη σχετική διήγηση. Μια μέρα, λοιπόν, πέρασε από κοντά του ο Χριστός και τον βρήκε να κάθεται «επί το τελώνιον», δηλαδή στο ταμείο της είσπραξης των φόρων. Τον κάλεσε κοντά του: «Ακολούθει μοι». Ο τελώνης Ματθαίος, χωρίς δεύτερη σκέψη αλλά και οποιοδήποτε δισταγμό, εγκατέλειψε το ταμείο και όλα τα οικονομικά οφέλη που καρπιζόταν. Άφησε τους γήινους θησαυρούς για να ακολουθήσει τον ανεκτίμητης αξίας ουράνιο, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Δεν ζήτησε χρόνο για να το σκεφθεί, να τακτοποιήσει εκκρεμότητες και κυρίως δεν επιστράτευσε οποιεσδήποτε προφάσεις. Δεν έφερε καμιά αντίρρηση. Αντίθετα επέδειξε μεγάλη προθυμία, δείχνοντας ότι και στην περίπτωση του λειτούργησε μια ισχυρή εσωτερική κλήση. Η απάντηση του στον Χριστό ήταν άμεση. Σηκώθηκε έτσι απλά και τον ακολούθησε.

Η στάση αυτή του Ματθαίου θα χαρακτηρισθεί ως «μωρία», δηλαδή τρέλα, από όλους όσους είναι αγκιστρωμένοι στην κοσμική νοοτροπία. Είναι ίσως ένας παραλογισμός γι’ αυτούς να εγκαταλείπεις θέσεις, δόξες και εξουσίες. Και πραγματικά είναι ίσως «μωρία», σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο, ο οποίος λέει ότι «ημείς μωροί διά Χριστόν». Πρόκειται όμως για την τρέλα εκείνη που αποκαλύπτεται ως δύναμη που οδηγεί τον άνθρωπο στη σωτηρία. Είναι τρελοί για τον κόσμο, γιατί αφήνουν όλα όσα ο κόσμος εκτιμά και θεωρεί ότι έχουν μεγάλη αξία, για να ακολουθήσουν τον Χριστό. Σε μια ζωή γεμάτη κακοπάθειες, κινδύνους, διωγμούς, πείνα, δίψα, μαρτύρια. Ο πλούσιος τελώνης Ματθαίος επέλεξε την άκρα πτωχεία, συμβιβάστηκε να ζει ξυπόλυτος, να έχει ένα και μοναδικό ένδυμα και γι’ αυτό ονομάστηκε και μονοχίτων.

Αξιώθηκε όμως ο Ματθαίος να καταταγεί στην ομάδα των δώδεκα αποστόλων, δέχθηκε το Άγιο Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής και έγραψε το πρώτο ευαγγέλιο στην Καινή Διαθήκη που φέρει και το όνομά του. Περιγράφει σ’ αυτό το μυστήριο της θείας Οικονομίας, της κένωσης και ενανθρώπησης του Υιού και Λόγου του Θεού, τη διδασκαλία, τα θαύματα, τα πάθη και την Ανάστασή του.

Ο Ματθαίος, σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας, μετάδωσε το ευαγγελικό μήνυμα στους Πάρθους και Μήδους  στα μέρη της Περσίας, αλλά και σε άλλα έθνη και φυλές της γης. Μαρτυρούνται ακόμα πολλά θαύματα που φέρεται να είχε επιτελέσει.  Γνώρισε εξάλλου και πολλά βασανιστήρια, μαστιγώθηκε και μαρτύρησε για τον Χριστό, σύμφωνα με το δρόμο που ο ίδιος τους είχε δείξει.

Ουρανίων αγαθών μυσταγωγός

Ο προβληματισμός που προβάλλει ιδιαίτερα στην εποχή μας που ταλανίζεται από ένα έντονα εκκοσμικευμένο πνεύμα εστιάζεται στο πώς ο ευαγγελιστής Ματθαίος και πρώην τελώνης στο επάγγελμα απόβαλε από την καρδιά του την φιλοχρηματία για να την αντικαταστήσει από τη ν φιλοθεΐα. Άφησε σίγουρα τον εαυτό του στην ευλογημένη φάση να δεχθεί μέσα του τη χάρη του Χριστού. Γι’ αυτό, άλλωστε, μπόρεσε να δει ότι πέρα από τα παρόντα αγαθά και πλούτη βρίσκονται σε πολύ ανώτερη θέση τα ουράνια και τα αιώνια. Μπόρεσε να συνειδητοποιήσει ότι τα επίγεια είναι μόνο προσωρινά και εφήμερα, ενώ τα ουράνια είναι άφθαρτα και με ακατάλυτες αντοχές. Πάνω από την αγάπη του κόσμου έβαλε την αγάπη του Θεού. Με άλλα λόγια μπόρεσε να αξιολογήσει και να ιεραρχήσει σωστά τα πράγματα και τις αξίες της ζωής. Έβαλε τον εαυτό του στις συχνότητες εκείνες που ο άνθρωπος αισθάνεται χαρά να πάσχει για χάρη του Χριστού, να κακοπαθεί, να κινδυνεύει, να πεινά, να διψά και άλλα πολλά. Όσο πιο πολύ υποβαλλόταν σε θυσίες για τον Χριστό τόσο η χαρά και η αγαλλίασή του αυξάνονταν. Ο Χριστός σ’ αυτή την ευλογημένη φάση του ανθρώπου αναπληρώνει όλα τα κενά και προσφέρει μια εσωτερική πληρότητα. Είναι η περίπτωση που πλημμυρίζει η καρδιά του από το άκτιστο φως.

Αγαπητοί αδελφοί, η περίπτωση του αποστόλου και ευαγγελιστή Ματθαίου στέλνει ξεκάθαρο το μήνυμα ότι τα υλικά αγαθά καταξιώνονται στη σωστή τους διάσταση μόνο όταν ο άνθρωπος προσδέσει τη ζωή του με τα αιώνια και αληθινά. Η σωστή αξιολόγηση και ιεράρχηση των πραγμάτων λειτουργεί για τον άνθρωπο ως σοφία που συνιστά τη μεγαλύτερη αρχοντιά και δόξα. Η χάρη του Θεού είναι τελικά εκείνη που σώζει τον άνθρωπο και κάνει τελώνες και αμαρτωλούς να αναδεικνύονται απόστολοι και ευαγγελιστές. Ας προσανατολίσουμε και εμείς τον εαυτό μας σε αυτές τις συχνότητες ζωής. Αμήν.

Θεία Λειτουργία, Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως, Ετήσιο Μνημόσυνο του Γλαύκου Κληρίδη – Άμεση Μετάδοση απο το Μετόχι Ιεράς Μονης Κύκκου

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Κυριακή Ζ΄ Λουκά

Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν η΄ 41-56
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄνομα  Ἰάειρος˙ καὶ αὐτὸς Ἄρχων τῆς Συναγωγῆς ὑπῆρχε˙ καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ  Ἰησοῦ, παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὑτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ, ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν.  Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτόν, οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις εἰς ἰατρούς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον, οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν, ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ˙ καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Καὶ εἶπεν ὁ  Ἰησοῦς• Τίς ὁ ἁψάμενός μου; Ἀρνουμένων δὲ πάντων, εἶπεν ὁ Πέτρος, καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ˙ Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις˙ Τίς ὁ ἁψάμενός μου; Ὁ δὲ  Ἰησοῦς εἶπεν˙ Ἥψατό μού τις˙ ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε, καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ, δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ, ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ˙ Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε˙ πορεύου εἰς εἰρήνην.  Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος, ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ Ἀρχισυναγώγου, λέγων αὐτῷ˙ Ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου˙ μὴ σκύλλε τὸν Διδάσκαλον. Ὁ δὲ  Ἰησοῦς ἀκούσας, ἀπεκρίθη αὐτῷ, λέγων˙ Μὴ φοβοῦ˙ μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. Εἰσελθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν, οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα, εἰ μὴ Πέτρον καὶ  Ἰάκωβον καὶ  Ἰωάννην, καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. Ἔκλαιον δὲ πάντες, καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. Ὁ δὲ εἶπε˙ Μὴ κλαίετε˙ οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας, καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς, ἐφώνησε, λέγων˙ Ἡ παῖς, ἐγείρου. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα˙ καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς˙ ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς, μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Εκείνο τον καιρό ένας άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού, τον έλεγαν Ιάειρο και αυτός ήταν άρχοντας της συναγωγής• έπεσε στα πόδια του Ιησού και τον παρακαλούσε να πάει στο σπίτι του, γιατί είχε μια μοναχοκόρη δώδεκα χρονών, που ήταν ετοιμοθάνατη. Την ώρα που ο Ιησούς βάδιζε προς το σπίτι, τα πλήθη τον περιέβαλλαν ασφυκτικά. Κάποια γυναίκα, που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια κι είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία στους γιατρούς χωρίς κανένας να μπορέσει να την κάνει καλά, πήγε κοντά στον Ιησού, άγγιξε την άκρη του ρούχου του, κι αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της. Τότε ο Ιησούς είπε: «Ποιος με άγγιξε;». Ενώ όλοι αρνιούνταν, ο Πέτρος και όσοι ήταν μαζί του είπαν: «Διδάσκαλε, ο κόσμος έχει στριμωχτεί κοντά σου και σε πιέζουν κι εσύ λες ποιος με άγγιξε;». Ο Ιησούς όμως είπε: «Κάποιος με άγγιξε, γιατί εγώ ένιωσα να βγαίνει από μένα δύναμη».  Μόλις η γυναίκα είδε ότι δεν μπόρεσε να του κρυφτεί, ήλθε τρέμοντας, κι έπεσε στα πόδια του και του εξομολογήθηκε μπροστά σ’ όλο τον κόσμο για ποια αιτία τον άγγιξε κι ότι είχε γιατρευτεί αμέσως. Εκείνος της είπε: «Έχε θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στο καλό». Ενώ ο Ιησούς ακόμα μιλούσε, ήρθε κάποιος από το σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και του λέει: «Η κόρη σου πέθανε, μην ενοχλείς πια το διδάσκαλο». Όταν το άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε, και θα σωθεί». Φτάνοντας στο σπίτι, δεν άφησε κανένα να μπει μέσα μαζί του, εκτός από τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, καθώς και τον πατέρα και τη μητέρα του κοριτσιού. Όλοι έκλαιγαν και τη θρηνολογούσαν. Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Μην κλαίτε, δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». Εκείνοι τον περιγελούσαν, βέβαιοι πως είχε πεθάνει. Ο Ιησούς, αφού τους έβγαλε όλους έξω, την έπιασε από το χέρι και της είπε δυνατά: «Παιδί μου, σήκω!» Το πνεύμα της γύρισε κι αυτή αμέσως σηκώθηκε. Ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν να φάει. Οι γονείς της έμειναν κατάπληκτοι. Εκείνος όμως τους είπε να μην πουν σε κανέναν τι είχε γίνει.

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ

Η συκοφαντία είναι ενέργεια χωρίς αγάπη, πράξη φθόνου. Πολλοί Άγιοι πέρασαν από αυτήν τη δοκιμασία, ανάμεσά τους και ο σύγχρονος Άγιος, ένας Άγιος των ημερών μας, ο Άγιος Νεκτάριος, ο κατά κόσμον Αναστάσιος Κεφαλάς, που με την καρτερία και την υπομονή του κατόρθωσε να αναδειχθεί Άγιος. Γεννήθηκε την 1 Οκτωβρίου του 1846 στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης. Από γονείς πάμπτωχους αλλά ευσεβείς και με μεγάλες δυσκολίες έφθασε στο μεγάλο αξίωμα της Αρχιεροσύνης ως Επίσκοπος Πενταπόλεως. Ο διάβολος όμως φθόνησε την αρετή του και προκάλεσε το φθόνο σε ορισμένα μέλη του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας που τον διέβαλαν στον Πατριάρχη. Ο Πατριάρχης όλη τη μέχρι τότε αγάπη που έτρεφε για τον Άγιο τη μετέβαλε σε μίσος και κακία. Ο Άγιος δεν ζήτησε να βρει το δίκιο του, αλλά αναπολόγητος και με θλίψη υπομένει τη συκοφαντία. Ο Πατριάρχης τον παύει από τα καθήκοντά του και τον αναγκάζει να φύγει από την Αλεξάνδρεια. Κατασυκοφαντημένος έρχεται στην Αθήνα, όπου βρέθηκε μόνος, καταφρονημένος, στερούμενος ακόμη και τον επιούσιο άρτο. Δεν υπέκυψε, αλλά με ταπείνωση αφέθηκε στη χάρη του Θεού που σύντομα τον ανέδειξε σε Διευθυντή της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Το 1908 έρχεται στην Αίγινα, όπου μέσα από πολλές δυσκολίες και νέες συκοφαντίες κατόρθωσε κι έκτισε γυναικείο Μοναστήρι στο οποίο παρέμεινε μέχρι την κοίμησή του. Το 1920 προσευχόμενος ειρηνικά παρέδωσε το πνεύμα του αφήνοντας γύρω του μία ουράνια ευωδία και θεραπεύοντας έναν ασθενή, αποκαλύπτοντας έτσι πόσο τον τίμησε ο Θεός. Τα πολλά θαύματά του τον ανέδειξαν σε Μέγα Άγιο του 20ού αιώνα, που διδάσκει όχι μόνο με το παράδειγμά του, αλλά και με τα λόγια του, αφού όπως ο ίδιος έγραψε: «Τας δοκιμασίας απαιτεί η του ανθρώπου ατέλεια προς τελείωσιν αυτού»!

Απολυτίκιο του Αγίου Νεκταρίου

Σηλλυβρίας τον γόνον και Αιγίνης τον έφορον,
τον εσχάτοις χρόνοις, φανέντα, αρετής, φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ως ένθεον θεράποντα Χριστού. Αναβλύζει γαρ ιάσεις παντοδαπάς,
τοις ευλαβώς κραυγάζουσι: Δόξα Τω Σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα Τω Σε θαυμαστώσαντι, δόξα Τω ενεργούντι διά Σου πάσιν ιάματα.

Θεία Λειτουργία Κυριακή Ε΄ Λουκά, Σύναξη πάντων των εν Νεαπόλει αγίων Μαρτύρων – Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014, Άγιος Προκόπιος Μετόχιο Κύκκου

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

Κυριακή Ε΄ Λουκά
Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν ιστ΄ 19-31

Εἶπεν ὁ Κύριος˙ Ἄνθρωπος τις ἦν πλούσιος, καί ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καί βύσσον, εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς. Πτωχός δέ τις ἦν, ὀνόματι Λάζαρος, ὅς ἐβέβλητο πρός τόν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος˙ καί ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπό τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου˙ ἀλλά καί οἱ κύνες ἐρχόμενοι, ἀπέλειχον τά ἕλκη αὐτοῦ. Ἐγένετο δέ ἀποθανεῖν τόν πτωχόν καί ἀπενεχθῆναι αὐτόν ὑπό τῶν Ἀγγέλων εἰς τόν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ˙ ἀπέθανε δέ καί ὁ πλούσιος, καί ἐτάφη. Καί ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τούς ὀφθαλμούς αὑτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τόν Ἀβραάμ ἀπό μακρόθεν, καί Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Καί αὐτός φωνήσας, εἶπε˙ Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με, καί πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τό ἄκρον τοῦ δακτύλου αὑτοῦ ὕδατος, καί καταψύξῃ τήν γλῶσσάν μου˙ ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογί ταύτῃ. Εἶπε δέ Ἀβραάμ˙ Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σύ τά ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καί Λάζαρος ὁμοίως τά κακά˙ νῦν δέ ὅδε παρακαλεῖται, σύ δέ ὀδυνᾶσαι˙ Καί ἐπί πᾶσι τούτοις, μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἐντεῦθεν πρός ὑμᾶς, μή δύνωνται, μηδέ οἱ ἐκεῖθεν πρός ἡμᾶς διαπερῶσιν. Εἶπε δέ• Ἐρωτῶ οὖν σε, Πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτόν εἰς τόν οἶκον τοῦ πατρός μου˙ ἔχω γάρ πέντε ἀδελφούς, ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μή καί αὐτοί ἔλθωσιν εἰς τόν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ˙ Ἔχουσι Μωσέα καί τούς Προφήτας˙ ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. Ὁ δέ εἶπεν˙ Οὐχί, Πάτερ Ἀβραάμ˙ ἀλλ’ ἐάν τις ἀπό νεκρῶν πορευθῇ πρός αὐτούς, μετανοήσουσιν. Εἶπε δέ αὐτῷ˙ Εἰ Μωσέως καί τῶν Προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδέν ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Είπεν ο Κύριος˙ ήταν ένας άνθρωπος πλούσιος, και ντυνόταν στα κόκκινα και στα βυσσινιά και τρωγόπινε και καλοπερνούσε κάθε μέρα σε μεγάλη πολυτέλεια. Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλούσιου, γεμάτος πληγές. Αυτός προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά  και του έγλειφαν τις πληγές. Πέθανε ὁ φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και θάφτηκε.
Στον άδη που ήταν βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του το Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: «Πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε τον Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δαχτύλου του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά». Κι ο Αβραάμ του απάντησε: «παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα όμως αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Κι εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από δω σ’ εσάς να μην μπορούν, ούτε οι από κει να περάσουν σε εμάς».  Είπε πάλι ο πλούσιος:  «τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδελφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι αυτοί σ’ αυτό τον τόπο των βασάνων». Ο Αβραάμ του λέει: «έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών• ας υπακούσουν σ’ αυτά». Εκείνος τότε του είπε: «όχι, πατέρα μου Αβραάμ•  αν όμως κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν». Του είπε ο Αβραάμ: «αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, δεν θα πειστούν ούτε κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς».

Το πολυτιμότερο νόμισμα
Ένα παιδάκι, γιος μπακάλη, καθόταν στο μπακάλικο με τον πατέρα του. Μπήκε μια μεγαλοκυρία και έκανε τα ψώνια της. Ο μπακάλης έδωσε τα ρέστα. Μέσα στα ρέστα ήταν και μια δεκάρα, κατάμαυρη από την πολλή λέρα. Η κυρία σιχάθηκε να την πάρει.
-Να την δώσεις στο γιο σου, να την ρίξει την Κυριακή στην Εκκλησία.
Ο μπακάλης την πήρε και είπε στο γιο του:
-Αφού το είπε η κυρία, παιδί μου, πάρτο να ανάψεις ένα κεράκι.
Αλλά το παιδάκι τα είχε χάσει με τα λόγια της κυρίας…
-Μπαμπά, αυτό το βρώμικο νόμισμα, που δεν το ήθελε η κυρία ούτε να το πιάσει, θα το δώσουμε στον Χριστό; Στον Χριστό πρέπει να δίνουμε τα ομορφότερα πράγματα!
-Δίκιο έχεις, παιδί μου. Έτσι είναι.
Πήρε το παιδάκι την δεκάρα, την καθάρισε και την γυάλισε με πολλή επιμέλεια. Και όταν ήλθε η ώρα να την ρίξει στο παγκάρι, η δεκάρα έλαμπε σαν να ήταν χρυσάφι.
Έπεσε η δεκάρα στο παγκάρι (λέει η ιστορία), και αμέσως την πήρε ένας άγγελος και την άφησε μπροστά στα πόδια του Χριστού. Ο Χριστός έσκυψε, την πήρε, την κοίταξε και είπε:
-Ομορφότερη προσφορά δεν ξαναπήρα ποτέ.
Ερώτημα: Τι έκανε τη δεκάρα όμορφη; Το τρίψιμο; Όχι. Την ίδια αξία είχε.
Όμορφη την έκανε η ευλάβεια και η καλή διάθεση του παιδιού, που έλεγε:
-Βρώμικα πράγματα και ό,τι έχουμε για πέταμα, δεν κάνει να τα δίνουμε στον Χριστό. Στον Χριστό δίνουμε ό,τι καλύτερο. Ό,τι ομορφότερο.
Ο μικρός, με την προσπάθειά του και την ευλάβειά του, έκανε τη δεκάρα θησαυρό πολύτιμο.
Ποιος είναι ο πολύτιμος θησαυρός;
Η ευλάβεια και η σωστή τοποθέτηση απέναντι στα θέματα:
Εγώ και σωστή λατρεία του Θεού.
Καλή ψυχή και καλή διάθεση.

Τι πλούτος είναι αυτή η καλή διάθεση! Που σημαίνει, κάθε τόσο να σκεπτόμαστε:
-Μήπως αυτή η πράξη είναι βρώμικη; Εκείνο, μήπως είναι αντίθετο στο θέλημα του Θεού; Μήπως δεν είναι για ευαρέστηση του Θεού; Αυτό που έκανα, θα ήθελα να μου το κάνει κάποιος άλλος;

Να παρακαλέσουμε τον Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό, που ήλθε στον κόσμο για μας, που σταυρώθηκε και κατέβηκε στον άδη για μας, για να μας ελευθερώσει από την αμαρτία, από το κακό και από τον θάνατο, να μας φωτίζει τι πρέπει να κάνουμε για να είμαστε ευάρεστοι ενώπιόν Του. Πολλά μπορούμε και πρέπει να κάνουμε. Να μας ενισχύει ο Θεός, ξεκινώντας από την καλή διάθεση, να κάνουμε κάθε μέρα όλο και κάτι περισσότερο, για να είμαστε και εμείς άξιοι να βρισκόμαστε κοντά Του.