Monthly Archives: Φεβρουαρίου 2013

Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου, 24 Φεβρουαρίου 2013 Απευθείας μετάδοση Θείας Λειτουργίας από το Μετόχιο της Ιεράς Μονής Κύκκου

Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου

Ἡ αʹ καὶ βʹ εὕρεσις
τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ τιμίου, ἐνδόξου προφήτου Προδρόμου καὶ βαπτιστοῦ
Ἰωάννου.

Απευθείας μετάδοση Θείας Λειτουργίας από το Μετόχιο της Ιεράς Μονής Κύκκου, Άγιος Προκόπιος
Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Ευαγγέλιον
Κυριακή Δεκάτη Έκτη
Λουκ. ιη’ 10-14

Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην˙ Ἄνθρωποι δύω ἀνέβησαν εἰς τό Ἱερόν προσεύξασθαι˙ ὁ εἷς Φαρισαῖος, καί ὁ ἕτερος Τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος σταθείς πρός ἑαυτόν ταῦτα προσηύχετο˙ Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἤ καί ὡς οὗτος ὁ Τελώνης. Νηστεύω δίς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καί ὁ Τελώνης μακρόθεν ἑστώς, οὐκ ἤθελεν οὐδέ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν ἐπᾶραι˙ ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τό στῆθος αὐτοῦ, λέγων˙ Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τόν οἶκον αὑτοῦ, ἤ ἐκεῖνος˙ ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν, ταπεινωθήσεται˙ ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν, ὑψωθήσεται.

Μετάφραση

Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στον ναό για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος Τελώνης. Ο Φαρισαίος στάθηκε επιδεικτικά κι έκανε την εξής προσευχή σχετικά με τον εαυτό του: «Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ που δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους άρπαγας, άδικος, μοιχός, ή και σαν αυτόν εδώ τον τελώνη. Εγώ νηστεύω δύο φορές την βδομάδα και δίνω στον ναό το δέκατο απ’ όλα τα εισοδήματά μου». Ο Τελώνης, αντίθετα, στεκόταν πολύ πίσω και δεν τολμούσε ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό. Χτυπούσε το στήθος του κι έλεγε: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό». Σας βεβαιώνω πως αυτός έφυγε για το σπίτι του αθωωμένος και συμφιλιωμένος με τον Θεό, ενώ ο άλλος όχι˙ γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι όποιος τον ταπεινώνει θα υψωθεί.

Ερμηνεία

Με την κραυγή «της μετάνοιας ἄνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα…» ανοίγει η περίοδος του Τριωδίου, περίοδος κατανύξεως και μετανοίας. Την ημέρα αυτή προβάλλεται η ευαγγελική περικοπή του Τελώνου και του Φαρισαίου, από την οποία φαίνονται δύο καταστάσεις: η υπερηφάνεια και η ταπείνωση. Θεωρώντας οι Πατέρες ότι η ταπείνωση είναι η αρχή για τη σωτηρία, ενώ η αλαζονεία είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο προς αυτήν, καθιερώθηκε κατά το άνοιγμα του Τριωδίου να διαβάζεται η Ευαγγελική αυτή περικοπή. Δύο άνθρωποι «ὁ εἷς Φαρισαῖος καί ὁ ἕτερος Τελώνης» ανέβηκαν στον ναό για να προσευχηθούν. Ο Φαρισαίος έχοντας τη ψευδαίσθηση ότι όλη η ζωή του είναι σύμφωνη με τις εντολές του Θεού, με πολλή περηφάνια προσεύχεται απαριθμώντας τα καλά του έργα. Απέναντί του στέκεται ο Τελώνης που η παρουσία του είναι μία αφορμή για τον Φαρισαίο να ευχαριστήσει τον Θεό, που δεν είναι σαν τον Τελώνη. Ο  Τελώνης σε μια γωνιά με συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του, γεμάτος συντριβή και ταπείνωση, ζητά το έλεος του Θεού, για να αξιωθεί της σωτηρίας. Χτυπά στο στήθος του και χύνει άφθονα δάκρυα γνωρίζοντας την αναξιότητά του. Το νόημα της παραβολής είναι κατανοητό σε όλους. Στον ένα διαφαίνεται η αρετή της ταπείνωσης προς μίμηση και στον άλλο η υπερηφάνεια προς αποφυγή. Ο ένας απωθεί με την υποκρισία του κι άλλος κερδίζει τη συμπάθεια, έτσι όπως κέρδισε την εύνοια και τη χάρη του Κυρίου. Αν δεν έχει λοιπόν ταπείνωση ο άνθρωπος, όσα πλούτη κι αν έχει, όσες καλοσύνες κι αν κάνει, μένει αδικαίωτος στα μάτια του Θεού και υποκριτής σαν τον Φαρισαίο της παραβολής. Ο Κύριος το τονίζει ξεκάθαρα ότι από τον ναό έφυγε δικαιωμένος ο Τελώνης και όχι ο Φαρισαίος. Επομένως, κι αν έχουμε πέσει στα χειρότερα αμαρτήματα, υπάρχει ελπίδα να σωθούμε, όπως σώθηκε ο Τελώνης.
Από την σημερινή Κυριακή αρχίζει η περίοδος του Τριωδίου. Πρόκειται για εκκλησιαστική περίοδο έντονου πνευματικού αγώνα και περισυλλογής που στοχεύει στην προετοιμασία των πιστών για την εορτή του Πάσχα. Από σήμερα μέχρι την επόμενη Κυριακή, εκείνη δηλαδή του Ασώτου Υιού, επιτρέπεται κατάλυση σε όλα τα είδη τροφών. Δεν υπάρχει νηστεία, ούτε την Τετάρτη ούτε την Παρασκευή.

Αὐξιβίου ἐπισκόπου Σόλων, Θεοδώρου μεγαλομάρτυρος τοῦ Τήρωνος, Μαριάμνης ἰσαποστόλου Θεία Λειτουργία Μετόχιο Κύκκου

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖʹ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Χαναναίας).

Αὐξιβίου ἐπισκόπου Σόλων, Θεοδώρου μεγαλομάρτυρος
τοῦ Τήρωνος, Μαριάμνης ἰσαποστόλου, Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας τῶν
εὐσεβῶν βασιλέων.

Ἦχος δʹ. Ἑωθινὸν Δʹ
Απευθείας Μετάδοση από το Μετόχιο της Ιεράς Μονής Κύκκου, Άγιος Προκόπιος

ΑΓΙΟΣ ΑΥΞΙΒΙΟΣ

Ο ιερός και φλογερός αυτός εργάτης της Εκκλησίας του Χριστού καταγόταν από τη Ρώμη κι έζησε στα χρόνια των Αποστόλων. Οι γονείς του ήσαν πλούσιοι, αλλά ειδωλολάτρες. Ο Αυξίβιος αγαπούσε δε πολύ τα γράμματα. Όταν μεγάλωσε κι ήρθε ο καιρός να μορφωθεί, οι γονείς του τον παρέδωσαν σε σοφούς δασκάλους, κοντά στους οποίους ο νέος διδάχτηκε όλη τη σοφία και τη γνώση του καιρού του. Την ίδια περίοδο ο φιλομαθής νέος είχε γνωριστεί και με χριστιανούς, κι άρχισε κι από αυτούς να μαθαίνει τα της νέας θρησκείας. Οι γονείς που έβλεπαν στο μεταξύ το παιδί τους να μεγαλώνει και να φτάνει στην κατάλληλη ηλικία για αποκατάσταση, άρχισαν να του μιλούν για γάμο και να τον εκβιάζουν να νυμφευτεί. Μα ο καλός και μεγαλεπήβολος νέος που διψούσε για άλλη ζωή, τους παράτησε κι έφυγε κρυφά από τη Ρώμη μ’ ένα καράβι, που ταξίδευε στην Κύπρο κι αγκυροβόλησε στον Λιμνίτη, ένα λιμάνι που βρίσκεται στη βόρεια ακτή της νήσου κι απέχει τέσσερα περίπου μίλια από την πόλη των Σόλων. Στην πόλη αυτή η Πρόνοια του Θεού κανόνισε, ώστε ο Αυξίβιος να συναντηθεί με τον απόστολο Μάρκο και να γίνει μαθητής του. Κοντά στον ευαγγελιστή Μάρκο ο νεαρός προσήλυτος Αυξίβιος συμπλήρωσε τις γνώσεις του για τη νέα πίστη, δέχτηκε το βάπτισμα και χειροτονήθηκε επίσκοπος. «Ως χαρίεν εστ’ άνθρωπος, όταν άνθρωπος ή». Δηλαδή τι όμορφο πράγμα είναι ο άνθρωπος, όταν είναι άνθρωπος. Τότε, αυτών των ανθρώπων το παράδειγμα αποτελεί το ζωντανότερο κήρυγμα, κήρυγμα πολύ πιο εύγλωττο κι από τα ωραιότερα λόγια. Τέτοιο ήταν το κήρυγμα του μεγάλου αγίου μας, του ιερού Αυξιβίου. Κέρδισε την εμπιστοσύνη των συμπολιτών του με την άγια ζωή του. Πενήντα ολόκληρα χρόνια έζησε σαν αρχιερέας διδάσκοντας και νουθετώντας το ποίμνιο του.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Κυριακή Δεκάτη Εβδόμη
Ματθ. ιε’ 21-28
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τά μέρη Τύρου καί Σιδῶνος. Καί ἰδού, γυνή Χαναναία ἀπό τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα, ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα˙ Ἐλέησόν με, Κύριε, Υἱέ Δαυΐδ, ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Ὁ δέ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. Καί προσελθόντες οἱ Μαθηταί αὐτοῦ, ἠρώτων αὐτόν, λέγοντες˙ ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. Ὁ δέ ἀποκριθείς, εἶπεν˙ Οὐκ ἀπεστάλην, εἰ μή εἰς τά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Ἡ δέ ἐλθοῦσα προσεκύνει αὐτῷ, λέγουσα˙ Κύριε, βοήθει μοι. Ὁ δέ ἀποκριθείς, εἶπεν˙ Οὐκ ἔστι καλόν λαβεῖν τόν ἄρτον τῶν τέκνων, καί βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. Ἡ δέ εἶπε˙ Ναί Κύριε˙ καί γάρ τά κυνάρια ἐσθίει ἀπό τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. Τότε ἀποκριθείς ὁ Ἰησοῦς, εἶπεν αὐτῇ˙ Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις˙ γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Καί ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τον καιρό εκείνο αναχώρησε ο Ιησούς για την περιοχή Τύρου και της Σιδώνας και μια γυναίκα Χαναναία βγήκε έξω από τα όρια της περιοχής αυτής και του φώναζε δυνατά: «Ελέησέ με, Κύριε, Υιέ του Δαβίδ. Η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο». Αυτός δεν της απάντησε ούτε λέξη. Τον πλησίασαν τότε οι μαθητές του και τον παρακαλούσαν: «Διώξε την, γιατί μας ακολουθεί και φωνάζει». Κι αυτός αποκρίθηκε: «Έχω αποσταλεί μόνο για τους πλανεμένους Ισραηλίτες». Αυτή όμως ήρθε και τον προσκύνησε λέγοντας: «Κύριε, βοήθησέ με». Τότε αυτός της αποκρίθηκε: «Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το πετάξει στα σκυλιά». Κι αυτή είπε: «Ναι, Κύριε, αλλά και τα σκυλιά τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». Τότε ο Ιησούς της απάντησε: «Μεγάλη είναι η πίστη σου γυναίκα! Ας γίνει όπως το θέλεις». Κι από κείνη την ώρα γιατρεύτηκε η θυγατέρα της.

Χαραλάμπους ἱερομάρτυρος, Ζήνωνος ὁσίου τοῦ ταχυδρόμου. Κυριακή ΙϚʹ Ματθαίου

Χαραλάμπους ἱερομάρτυρος, Ζήνωνος ὁσίου τοῦ ταχυδρόμου.
Κυριακή ΙϚʹ Ματθαίου (ταλάντων). Ἦχος γʹ. Ἑωθινὸν Γʹ

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

ΕΘΝΙΚΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Σας προσκαλούμε να τιμήσετε με την παρουσία σας το Εθνικό Μνημόσυνο των Ηρώων Αξιωματικών (ΜΧ)
Ανδρέα Ηρακλέους και Σωκράτη Κωνσταντινίδη
που σκοτώθηκαν στις 3 Μαρτίου 1994 κατά την εκτέλεση του καθήκοντος
από έκρηξη νάρκης σε ναρκοπέδιο στο χωριό Πύλα, το οποίο θα τελεστεί
την Κυριακή, 10 Φεβρουαρίου 2013 στην εκκλησία Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης στον Κ. Πύργο Τηλλυρίας.
Της Θείας Λειτουργίας και του μνημοσύνου θα προστεί
ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας
κ. Νικηφόρος

Θα ακολουθήσει κατάθεση στεφάνων
στο Μνημείο Ηρώων
Απευθείας Μετάδοση από το Μετόχιο της Ιεράς Μονής Κύκκου, Άγιος Προκόπιος

Άγιος Χαράλαμπος ο Ιερομάρτυρας, Όσιος Ζήνων ο ΤαχυδρόμοςΟ Άγιος Ιερομάρτυς Χαράλαμπος, έζησε κατά τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Σεπτίμιος Σεβήρος, και μαρτύρησε πιθανότατα κατά το 198 μ.Χ., σε ηλικία 113 ετών. Ο Άγιος Χαράλαμπος ήταν ιερέας στην πόλη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Δίδασκε τον δρόμο της αρετής και κήρυττε την χριστιανική πίστη. Ο Σεβήρος ξεκίνησε όμως διωγμό κατά των Χριστιανών, κατά τον οποίον ο έπαρχος Λουκιανός συνέλαβε και δίκασε τον Άγιο Χαράλαμπο επειδή ήταν Χριστιανός. Ο Λουκιανός λοιπόν, ζήτησε από τον Άγιο να αρνηθεί τον Χριστό και να προσκυνήσει τα είδωλα, μα ο Άγιος του απάντησε ότι ο Χριστός είναι ο πραγματικός Θεός, ο επουράνιος Βασιλέας, που δίνει αιώνια ζωή και μακαριότητα σε όσους τον πιστεύουν. Αντίθετα, οι θεοί που προσκυνούν οι Ρωμαίοι είναι άψυχα είδωλα. Με την επίκληση του ονόματος του Χριστού φεύγουν οι δαίμονες των ειδώλων, και θεραπεύονται οι ανίατες αρρώστιες, πρόσθεσε ο Άγιος. Η απάντησή του εξόργισε τον έπαρχο Λουκιανό, ο οποίος διέταξε να του αφαιρέσουν την ιερατική στολή και να γδάρουν όλο το δέρμα του Αγίου. Κατά την διάρκεια των βασανιστηρίων ο Άγιος Χαράλαμπος προσευχόταν στον Θεό, κι ευχαριστούσε τους βασανιστές του λέγοντας ότι με το μαρτύριο αυτό κερδίζει την αιώνια ζωή. Οι υπηρέτες απορούσαν, πώς γίνεται να φέρεται έτσι ο Άγιος και γιατί δεν τον βλάπτουν τα βασανιστήρια; Μάλιστα οι δυο δήμιοι Πορφύριος και Βάπτος, βλέποντας το θαύμα ότι ο Άγιος Χαράλαμπος δεν πάθαινε τίποτα από τα βασανιστήρια, πίστεψαν στον Χριστό και μαρτύρησαν διά αποκεφαλισμού. Μετά από πολλές προσπάθειες να εξοντώσουν τον Άγιο, ο έπαρχος εισηγήθηκε να τον αποκεφαλίσουν ώστε έτσι να σταματήσουν τη δράση του. Ενώ πήγαιναν τον Άγιο στον τόπο του μαρτυρίου, εκείνος προσευχόταν στον Θεό. Είδε τότε πολλούς Αγγέλους και τον Θεό, ο οποίος τον ρώτησε τι δώρο θα ήθελε. Ο Άγιος Χαράλαμπος αποκρίθηκε ότι είναι μεγάλο δώρο που αξιώθηκε και είδε τον Θεό! Τον παρακάλεσε δε, σε όποιο μέρος τον τιμούν, να μην υπάρχουν πόλεμοι, πείνα, αρρώστιες, δυστυχίες. Ο Κύριος του υποσχέθηκε ότι έτσι θα γίνει. Τότε ο Άγιος Χαράλαμπος παρέδωσε την ψυχή του, πριν προλάβει ο δήμιος να τον αποκεφαλίσει. Η Γαλήνη διέσωσε το λείψανο του Αγίου Χαράλαμπου, το έβαλε σε ένα χρυσό σεντούκι με μύρα και αρώματα, και το ενταφίασε. Κράτησε την πίστη της ως το τέλος της ζωής της.

Η Εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Χαράλαμπο στις 10 Φεβρουαρίου. Την ίδια ημέρα τιμώνται μαζί με τον Άγιο Ιερομάρτυρα Χαράλαμπο και οι δυο δήμιοι, Άγιος Πορφύριος και Άγιος Βάπτος.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Κυριακή Δεκάτη Έκτη
Ματθ. κε’ 14-30

Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην˙ Ἄνθρωπός τις ἀποδημῶν ἐκάλεσε τούς ἰδίους δούλους, καί παρέδωκεν αὐτοῖς τά ὑπάρχοντα αὑτοῦ˙ καί ᾧ μέν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δέ δύω, ᾧ δέ ἕν˙ ἑκάστῳ κατά τήν ἰδίαν δύναμιν˙ καί ἀπεδήμησεν εὐθέως. Πορευθείς δέ ὁ τά πέντε τάλαντα λαβών, εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς, καί ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα˙ ὡσαύτως καί ὁ τά δύω, ἐκέρδησε καί αὐτός ἄλλα δύω. Ὁ δέ τό ἕν λαβών, ἀπελθών ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ, καί ἀπέκρυψε τό ἀργύριον τοῦ κυρίου αὑτοῦ. Μετά δέ χρόνον πολύν, ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων, καί συναίρει λόγον μετ’ αὐτῶν. Καί προσελθών ὁ τά πέντε τάλαντα λαβών, προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα, λέγων˙ Κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας˙ ἴδε, ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς. Ἔφη δέ αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ˙ Εὖ, δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ˙ ἐπί ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπί πολλῶν σε καταστήσω˙ εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ κυρίου σου. Προσελθών δέ καί ὁ τά δύω τάλαντα λαβών, εἶπε˙ Κύριε, δύω τάλαντά μοι παρέδωκας˙ ἴδε, ἄλλα δύω τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς. Ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ˙ Εὖ, δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ˙ ἐπί ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπί πολλῶν σε καταστήσω˙ εἴσελθε εἰς τήν χαράν του κυρίου σου. Προσελθών δέ καί ὁ τό ἕν τάλαντον εἰληφώς, εἶπε˙ Κύριε, ἔγνων σε, ὅτι σκληρός εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας, καί συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας˙ καί φοβηθείς, ἀπελθών ἔκρυψα τό τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ˙. ἴδε, ἔχεις τό σόν. Ἀποκριθείς δέ ὁ κύριος αὐτοῦ, εἶπεν αὐτῷ˙ Πονηρέ δοῦλε καί ὀκνηρέ, ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα, καί συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα˙ ἔδει οὖν σε βαλεῖν τό ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις˙ καί ἐλθών ἐγώ, ἐκομισάμην ἄν τό ἐμόν σύν τόκῳ. Ἄρατε οὖν ἀπ’ αὐτοῦ τό τάλαντον, καί δότε τῷ ἔχοντι τά δέκα τάλαντα. (Τῷ γάρ ἔχοντι παντί δοθήσεται, καί περισσσευθήσεται˙ ἀπό δέ τοῦ μή ἔχοντος, καί ὅ ἔχει, ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ). Καί τόν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον˙ ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμός, καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων. Ταῦτα λέγων, ἐφώνει˙ Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ
Η βασιλεία του Θεού μοιάζει μ’ έναν άνθρωπο ο οποίος φεύγοντας για ταξίδι, κάλεσε τους δούλους του και τους εμπιστεύτηκε τα υπάρχοντά του. Σ’ άλλον εμπιστεύτηκε πέντε τάλαντα, σ’ άλλον δύο, σ’ άλλον ένα, στον καθένα ανάλογα με την ικανότητά του, κι έφυγε αμέσως για το ταξίδι. Αυτός που έλαβε τα πέντε τάλαντα πήγε, τα εκμεταλλεύτηκε και κέρδισε άλλα πέντε τάλαντα. Κι αυτός που έλαβε τα δύο κέρδισε επίσης άλλα δύο. Εκείνος όμως που έλαβε το ένα τάλαντο πήγε κι έσκαψε στη γη και έκρυψε τα χρήματα του κυρίου του. Ύστερα από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, γύρισε ο κύριος εκείνων των δούλων και έκανε λογαριασμό μαζί τους. Παρουσιάστηκε εκείνος που είχε λάβει τα πέντε τάλαντα και του έφερε κι άλλα πέντε, λέγοντας: «κύριε, μου εμπιστεύτηκες πέντε τάλαντα˙ κοίτα, κέρδισα με αυτά άλλα πέντε». Του είπε ο κύριός του: «εύγε, καλέ και έμπιστε δούλε! Αποδείχτηκες αξιόπιστος σε μικρές υποθέσεις, γι’ αυτό θα σου εμπιστευτώ μεγαλύτερες. Έλα κι εσύ να γιορτάσεις μαζί μου». Παρουσιάστηκε κι ο άλλος με τα δύο τάλαντα και είπε: «κύριε, μου εμπιστεύτηκες δύο τάλαντα˙ κοίτα, κέρδισα άλλα δύο». Του είπε ο κύριός του: «εύγε, καλέ και έμπιστε δούλε! Αποδείχτηκες αξιόπιστος σε μικρές υποθέσεις, γι’ αυτό θα σου εμπιστευτώ μεγαλύτερες. Έλα κι εσύ να γιορτάσεις μαζί μου». Παρουσιάστηκε κι εκείνος που είχε λάβει το ένα τάλαντο και είπε: «κύριε, ήξερα πως είσαι σκληρός άνθρωπος. Θερίζεις εκεί όπου δεν έσπειρες και συνάζεις καρπούς εκεί που δε φύτεψες. Γι’ αυτό φοβήθηκα και πήγα κι έκρυψα το τάλαντό σου στη γη. Να τα λεφτά σου». Και του αποκρίθηκε ο κύριός του: «δούλε κακέ και οκνηρέ, ήξερες πως θερίζω όπου δεν έσπειρα, και συνάζω καρπούς απ’ όπου δε φύτεψα! Τότε έπρεπε να βάλεις τα χρήματά μου στην τράπεζα, κι εγώ όταν θα γυρνούσα πίσω θα τα έπαιρνα με τόκο. Πάρτε του, λοιπόν, το τάλαντο και δώστε το σ’ αυτόν ου έχει τα δέκα τάλαντα. Γιατί σε καθέναν που έχει θα του δοθεί με το παραπάνω και θα ’χει περίσσευμα˙ ενώ απ’ όποιον δεν έχει, θα του πάρουν και τα λίγα που έχει. Κι αυτόν τον άχρηστο δούλο πετάξτε τον έξω στο σκοτάδι. Εκεί θα κλαίνε, και θα τρίζουν τα δόντια».

Κυριακή μετὰ τὴν ἑορτήν τῆς ῾Υπαπαντῆς | 3 Φεβρουαρίου 2013 | Απευθείας Μετάδοση από το Μετόχιο Κύκκου

Δίκαιος Συμεών ο Θεοδόχος και Άννα η ΠροφήτιδαΟ άγιος Δίκαιος Συμεών ο Θεοδόχος και Άννα η Προφήτιδα, Άγιοι Σταμάτιος και Ιωάννης οι αυτάδελφοι και ο συνοδίτης αυτών Νικόλαος οι Νεομάρτυρες εκ Σπετσών

Απευθείας Μετάδοση από το Μετόχιο της Ιεράς Μονής Κύκκου, Άγιος Προκόπιος
(Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013)

ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΘΕΟΔΟΧΟΣ
Ο άγιος Συμεών ονομάζεται Θεοδόχος, επειδή προϋπάντησε στον Ναό τον Χριστό και Τον δέχθηκε στην αγκάλη του. Σαράντα ημέρες μετά την Γέννηση του Χριστού, η Παναγία και ο Ιωσήφ Τον προσήγαγαν στον Ναό, σύμφωνα με τον Νόμο, και όταν ο Θεοδόχος Συμεών Τον εβάσταξε στην αγκάλη του είπε: “Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον Σου Δέσποτα, κατά τό ρῆμα Σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν Σου, ὅ ἡτοίμασας κατά πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καί δόξαν λαοῦ σου ᾿Ισραήλ”. «Τώρα που είδα τον Λυτρωτή του κόσμου, απόλυσέ με, Θεέ μου από αυτή τη ζωή. Πάρε με κοντά σου, όπως μου υποσχέθηκες. Πάρε με μέ ειρήνη χωρίς να ανησυχώ για την λύτρωση του Ισραήλ, διότι είδαν τα γεροντικά μου μάτια τον Υιόν Σου που έγινε άνθρωπος για να φέρει στη γη τη σωτηρία που Εσύ ετοίμασες για όλα τα έθνη».
Μετά από λίγες μέρες κοιμήθηκε ειρηνικά. Μέχρι σήμερα σώζεται ο τάφος του στην περιοχή «κατά μόνας» της Ιερουσαλήμ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Κυριακή Δεκάτη Πέμπτη
Ματθ. κβ’ 35-46
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, πειράζων αὐτόν, καί λέγων˙ Διδάσκαλε, ποία ἐντολή μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; Ὁ δέ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ˙ Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου, καί ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου, καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. Αὕτη ἐστί πρώτη καί μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δέ ὁμοία αὐτῇ˙ Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου, ὡς σεαυτόν. Ἐν ταύταις ταῖς δυσίν ἐντολαῖς, ὅλος ὁ νόμος καί οἱ προφῆται κρέμανται. Συνηγμένων δέ τῶν Φαρισαίων, ἐπηρώτησεν αὐτούς ὁ Ἰησοῦς, λέγων˙ Τί ὑμῖν δοκεῖ περί τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; Λέγουσιν αὐτῷ˙ Τοῦ Δαυΐδ. Λέγει αὐτοῖς˙ Πῶς οὖν Δαυΐδ ἐν πνεύματι Κύριον αὐτόν καλεῖ; λέγων˙ Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου˙ Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου, ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. Εἰ οὗν Δαυΐδ καλεῖ αὐτόν Κύριον, πῶς υἱός αὐτοῦ ἐστι; Καί οὐδείς ἠδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον˙ οὐδέ ἐτόλμησέ τις ἀπ’ ἐκείνης τῆς ἡμέρας, ἐπερωτῆσαι αὐτόν οὐκέτι.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Εκείνο τον καιρό ένας νομοδιδάσκαλος προσήλθε προς τον Ιησού και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση του ρώτησε: «Διδάσκαλε, ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή στον νόμο;» Κι αυτός του απάντησε: «Ν’ αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου και μ’ όλο τον νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και πιο μεγάλη εντολή. Και δεύτερη, το ίδιο σπουδαία μ’ αυτή: ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σ’ αυτές τις δύο εντολές συνοψίζεται όλος ο νόμος κι οι προφήτες».

Εκεί που ήταν συγκεντρωμένοι όλοι οι Φαρισαίοι, τους ρώτησε ο Ιησούς: «Τι νομίζετε για τον Μεσσία; Ποιανού απόγονος είναι;» Του απαντούν: «Του Δαβίδ». Τους λέει: «Πως τότε ο Δαβίδ, οδηγημένος από το Πνεύμα, τον ονομάζει Κύριο; Γιατί λέει: «Ο Κύριος είπε στον Κύριό μου: κάθισε στα δεξιά μου, ώσπου να υποτάξω τους εχθρούς σου κάτω απ’ τα πόδια σου».
Αν λοιπόν ο Δαβίδ τον ονομάζει «Κύριο», πως είναι απόγονός του;» Κανένας δεν μπορούσε να του απαντήσει, ούτε τόλμησε πια κανείς από κείνη τη μέρα να του θέσει ερωτήματα.