Ευαγγέλιον
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΕ´ 43 – 47
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 1 – 8
Ευαγγέλιον
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΕ´ 43 – 47
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 1 – 8
Σε λίγο ο Κύριος έγινε άφαντος. Η ημέρα όμως εκείνη χαράχθηκε ανεξίτηλα στην καρδιά τους ως η ιερότερη της ζωής τους. Ήταν η ημέρα εκείνη, η μία των Σαββάτων, η Κυριακή της Αναστάσεως. Αυτήν ακριβώς τη σημασία της ημέρας θέλει να τονίσει ο ιερός ευαγγελιστής Ιωάννης. Γι’ αυτό και επαναλαμβάνει: «τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων».
Βέβαια οι άγιοι Απόστολοι δεν είχαν καταλάβει αμέσως τη σημασία εκείνης της πρώτης Κυριακής στην ιστορία του Κόσμου. Όμως ο ίδιος ο Κύριος κατέδειξε την ιερή θέση της ευθύς εξαρχής. Αυτός την ευλόγησε με την Ανάστασή του. Αυτός οικονόμησε έτσι τα πράγματα, ώστε να είναι συναγμένοι την ημέρα εκείνη οι άγιοι Απόστολοι για να τους προσφέρει τα αγαθά της Αναστάσεώς του. Ημέρα Κυριακή πάλι, μετά από οκτώ μέρες, εμφανίζεται στους ένδεκα. Ημέρα Κυριακή κατόπιν αποστέλλει το Άγιο Πνεύμα στους μαθητές του. Ημέρα Κυριακή αργότερα αποκαλύπτεται στην Πάτμο στον ευαγγελιστή Ιωάννη. Βέβαια ο Αναστάς είναι παρών μέσα στο λαό του κάθε μέρα, ιδιαιτέρως όμως κάθε Κυριακή ζητά από τους πιστούς όλων των αιώνων να είμαστε συναγμένοι για να Τον δούμε με τα μάτια της ψυχής μας και να Τον ψηλαφήσουμε. Κι εκείνος να μας ευλογήσει και να μας μεταδώσει την ειρήνη του. Να εγκαταστήσει μέσα μας ανάπαυση και χαρά. Να μας προσφέρει διά των λειτουργών του τη συγχώρηση των αμαρτιών μας. Θέλει να μας κάνει συνδαιτυμόνες στο δείπνο του. Να μας προσφέρει τα ακριβότερα δώρα του, το Τίμιο Σώμα του και το Άχραντο Αίμα του. Μας περιμένει κάθε Κυριακή να μας δώσει δύναμη νέας ζωής. Ώστε να σκορπιστούμε στα σπίτια μας, να μεταδώσουμε την εμπειρία που ζούμε στο Ναό κάθε Κυριακή. Ώσπου να γίνει όλη η ζωή μας μια Κυριακή αιώνια, αληθινή. Μην απουσιάζουμε λοιπόν καμία Κυριακή από το Ναό του Θεού.
Όχι απομόνωση
Ο Θωμάς δυστυχώς απουσίαζε από τη σύναξη αυτή της Κυριακής. Κι όταν τον είδαν κάποια άλλη στιγμή οι μαθητές και γεμάτοι ενθουσιασμό του είπαν: «τον είδαμε τον Κύριο!», αυτός έλεγε: Εάν δεν Τον δω με τα μάτια μου και δεν βάλω το δάκτυλό μου στο σημάδι των καρφιών, δεν πρόκειται να πιστεύσω. Οκτώ μέρες μαρτυρικές πέρασε ο Θωμάς. Μέχρι την επόμενη Κυριακή· όταν ήταν και πάλι συναγμένοι οι μαθητές, μαζί τώρα με τον Θωμά. Οι θύρες του σπιτιού και πάλι κλειστές και ξαφνικά ήλθε και πάλι ο Ιησούς ανάμεσά τους λέγοντας: «Εἰρήνη ὑμῖν». Κι έπειτα στράφηκε στον Θωμά και του είπε: Έλα, Θωμά, φέρε το δάχτυλό σου εδώ στα σημάδια των πληγών μου, δες τα χέρια μου, βάλε το χέρι σου στην πλευρά μου, και μην αφήνεις τον εαυτό σου να κυριευθεί από απιστία, αλλά γίνε πιστός. Τότε ο Θωμάς σε μία έκρηξη χαράς αναφώνησε: Είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου! Και ο Κύριος του απαντά: Πιστεύεις επειδή με είδες! Είναι μακάριοι αυτοί που θα πιστεύσουν σε μένα χωρίς να με έχουν δει.
Γιατί όμως ο Θωμάς έδειξε τέτοια δυσπιστία; Πώς δεν θυμήθηκε τις προρρήσεις του Κυρίου για την Ανάστασή του; Πώς δεν θυμήθηκε την ανάσταση του υιού της χήρας της Ναΐν και του Λαζάρου που τις είχε δει με τα μάτια του; Και τώρα γιατί, ενώ οι άλλοι μαθητές τον διαβεβαίωναν, παρέμεινε δύσπιστος;
Ο Θωμάς βέβαια είχε κάποια δυσκολία. Ήταν ένας χαρακτήρας συναισθηματικός, ευαίσθητος και μελαγχολικός. Ο θάνατος του λατρευτού του Κυρίου ασφαλώς τον είχε βυθίσει σε κατάσταση απογοητεύσεως και μελαγχολίας. Εδώ όμως ακριβώς έκανε ένα τραγικό λάθος, απομονώθηκε από τους άλλους μαθητές. Γι’ αυτό και ταλανίστηκε πολύ τόσες μέρες. Οι άλλοι πανηγύριζαν κι αυτός υπέφερε. Δεν ήταν βέβαια άπιστος, αλλά βρισκόταν σε κατάσταση κρίσιμη. Κινδύνευε πολύ.
Και ο Κύριος συγκαταβαίνει στην ολιγοπιστία του Θωμά. Κι έρχεται την ίδια μέρα και ώρα, στον ίδιο τόπο, με τον ίδιο τρόπο, λέγοντας τα ίδια λόγια, για να επαναφέρει το Θωμά στην πίστη. Και με μία τρυφερότητα μοναδική του δείχνει ότι γνωρίζει το δράμα που πέρασε και θέλει να τον οδηγήσει σε πίστη και μετάνοια. Διδάσκει όμως ταυτόχρονα κι αυτόν και όλους μας να μην απομονωνόμαστε ποτέ όταν μας ζώνουν λογισμοί αμφιβολιών και απογοητεύσεων. Διότι έτσι κινδυνεύουμε. Αλλά να προστρέχουμε στο έλεος του Κυρίου, μέσα στην κοινωνία των πιστών, στην αγία μας Εκκλησία, για να λάβουμε πίστη και δύναμη, χαρά κι ελπίδα. Και να αναφωνούμε μαζί με τον Θωμά: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου»!
Οι γυναίκες οι οποίες παραβρέθηκαν το απόγευμα της Παρασκευής, στον ενταφιασμό του Κυρίου, δηλαδή η Μαρία η Μαγδαληνή και οι υπόλοιπες, όταν επέστρεψαν από το Γολγοθά στην πόλη, ετοίμασαν αρώματα και μύρα για να αλείψουν το σώμα του Ιησού· και την επομένη μέρα απείχαν από κάθε δραστηριότητα λόγω της αργίας του Σαββάτου. Κατά το βαθύ όρθρο, όμως, της Κυριακής, η οποία ονομάζεται από τους Ευαγγελιστές «πρώτη Σαββάτου» και «μια Σαββάτων», δηλαδή πρώτη μέρα της εβδομάδος, μετά από τριάντα έξι σχεδόν ώρες από τη νέκρωση του ζωοδότη Λυτρωτή, έρχονται με νεκρώσιμα αρώματα στον τάφο. Και ενώ σκέπτονταν τη δυσκολία της αποκυλίσεως του λίθου από την είσοδο του τάφου γίνεται σεισμός φοβερός· και Άγγελος με αστραπηφόρα όψη και χιονόφωτη στολή, αφού αποκύλισε το λίθο και κάθισε πάνω σ’ αυτόν, έκανε τους φύλακες να τρομάξουν και τους έτρεψε σε φυγή. Οι γυναίκες, στο μεταξύ, αφού μπήκαν στον τάφο και δε βρήκαν το σώμα του Ιησού, βλέπουν δυο Αγγέλους λευκοφορεμένους, με αντρική μορφή, οι οποίοι αφού τους φανέρωσαν την ανάσταση του Σωτήρα, τις στέλνουν για να αναγγείλουν στους μαθητές την χαρούμενη είδηση. Σε μικρό χρονικό διάστημα φθάνουν στον τάφο ο Πέτρος με τον Ιωάννη, αφού έμαθαν τι έγινε από τη Μαρία τη Μαγδαληνή, όπως ήδη ειπώθηκε, αλλά μπαίνοντας μέσα βρίσκουν μόνο τα σάβανα. Γι’ αυτό ανέρχονται όλοι στη πόλη με χαρά, κήρυκες της ανάστασης του Χριστού, τον οποίον και είδαν πραγματικά ζωντανό πέντε φορές κατά τη σημερινή γιορτή.
Αυτή την χαρμόσυνο Ανάσταση γιορτάζοντας σήμερα ασπαζόμαστε μεταξύ μας τον εν Χριστώ ασπασμό, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό τη διακοπή της πρώτης έχθρας ανάμεσα σ’ εμάς και το Θεό και τη διαλλαγή του Θεού προς εμάς για άλλη μια φορά, διαλλαγή που έγινε φανερή με το πάθος του Σωτήρος. Και η εορτή ονομάζεται Πάσχα, έχοντας έτσι το ίδιο όνομα με το Πάσχα των Εβραίων, το οποίο, στη γλώσσα τους σημαίνει διάβαση• διότι ο παθών και αναστάς Ιησούς μας διεβίβασε από την κατάρα του Αδάμ και τη δουλεία του διαβόλου στην ελευθερία και μακαριότητα. Και αυτή η μέρα της εβδομάδος, κατά την οποία έγινε η Ανάσταση του Χριστού, η οποία είναι η πρώτη από τις υπόλοιπες μέρες, επειδή, αφιερώθηκε στην τιμή του Κυρίου ονομάστηκε από το όνομα Του Κυριακή, και σ’ αυτή μετατέθηκε από τους Αποστόλους η αργία και η ανάπαυση της εορτής του Σαββάτου του παλαιού νόμου.
Την Παρασκευή, στέλνεται ο Ιησούς δέσμιος από τον Καϊάφα στον τότε ηγεμόνα της Ιουδαίας Πόντιο Πιλάτο. Αυτός, αφού Τον ανέκρινε με πολλούς τρόπους και αφού ομολόγησε δυο φορές ότι ο Ιησούς είναι αθώος, έπειτα, για να ευχαριστηθούν οι Ιουδαίοι, τον καταδικάζει σε θάνατο• και αφού τον μαστίγωσε σαν δραπέτη δούλο τον Δεσπότη των όλων, Τον παρέδωσε για να σταυρωθεί. Από ’κει και πέρα ο Ιησούς, αφού παραδόθηκε στους στρατιώτες, γυμνώνεται, φοράει κόκκινη χλαμύδα, στεφανώνεται με ακάνθινο στεφάνι, κρατάει κάλαμο σα σκήπτρο, προσκυνείται χλευαστικά, φτύνεται και χτυπιέται στο πρόσωπο και στο κεφάλι. Μετά, φορώντας πάλι τα ρούχα του και βαστάζοντας το Σταυρό, πηγαίνει προς τον Γολγοθά, τον τόπο της καταδίκης και εκεί, γύρω στην Τρίτη ώρα της ημέρας, σταυρώνεται μεταξύ δυο ληστών, βλασφημείται από αυτούς που είχαν πάει στον Γολγοθά μαζί του, μυκτηρίζεται από τους αρχιερείς, ποτίζεται από τους στρατιώτες με ξύδι ανακατεμένο με χολή. Γύρω στην ενάτη ώρα, αφού βγάζει πρώτα φωνή μεγάλη, και λέει: «Τετέλεσται», εκπνέει «ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», την ώρα κατά την οποία σφάζονταν, σύμφωνα με τον νόμο, ο πασχαλινός αμνός, ο οποίος καθιερώθηκε ως έθιμο στους Ιουδαίους, προτυπώνοντας τον Εσταυρωμένο Χριστό, πρίν από 1043 χρόνια.
Το δεσποτικό αυτό θάνατο και η άψυχη κτίση, πενθώντας, τον τρέμει και αλλοιώνεται από το φόβο αλλά ο Δημιουργός της κτίσεως ακόμα και όταν είναι νεκρός, λογχίζεται την ακήρατη πλευρά Του και ρέει απ’ αυτή αίμα και νερό. Τέλος, κατά τη δύση του ηλίου, έρχεται ο Ιωσήφ από Αριμαθείας και ο Νικόδημος μαζί με αυτόν, και οι δυο κρυφοί μαθητές του Ιησού, αποκαθηλώνουν από το Σταυρό το πανάγιο του διδασκάλου σώμα, το αρωματίζουν, το τυλίγουν με καθαρό σεντόνι και αφού το έθαψαν σε καινούργιο τάφο, κυλούν στο στόμιο του μεγάλο λίθο.
Αυτά τα φρικτά και σωτήρια πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού επιτελούμε σήμερα και εις ανάμνηση αυτών παραλάβαμε από αποστολική διαταγή, τη νηστεία της Παρασκευής.
Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.
Τὸν δι’ ἡμᾶς Σταυρωθέντα, δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν· αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ τοῦ ξύλου, καὶ ἔλεγεν· Εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
Τὸν ἴδιον Ἄρνα, ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον, ἠκολούθει Μαρία, τρυχομένη μεθ’ ἑτέρων γυναικῶν, ταῦτα βοῶσα· Ποῦ πορεύῃ Τέκνον, τίνος χάριν, τόν ταχὺν δρόμον τελεῖς; μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ; Κᾀκεὶ νῦν σπεύδεις, ἵνα ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσης; συνέλθω σοι Τέκνον, ἢ μείνω σοι μᾶλλον, δός μοι λόγον Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με, ὁ ἁγνὴν τηρήσας με· σὺ γὰρ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
Βιογραφία
Κατά τη Μεγάλη Πέμπτη επιτελούμε ανάμνηση: Της νίψεως των ποδών των Αποστόλων υπό του Κυρίου, Του Μυστικού Δείπνου, δηλαδή της παραδόσεως σ’ εμάς υπό του Κυρίου του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, της θαυμαστής προσευχής του Κυρίου προς τον Πατέρα Του και της προδοσίας του Κυρίου υπό του Ιούδα.
Εκείνο το βράδυ της Πέμπτης, πριν ν’ αρχίσει το δείπνο ο Ιησούς σηκώνεται από το τραπέζι, αφήνει κάτω τα ιμάτιά του, βάζει νερό στο νιπτήρα και τα κάνει όλα μόνος Του, πλένοντας τα πόδια των Μαθητών Του. Με τον τρόπο αυτό θέλει να δείξει σ’ όλους ότι δεν πρέπει να επιζητούμε τα πρωτεία. Μετά τη νίψη των ποδιών λέγει: «όποιος θέλει να είναι πρώτος, να είναι τελευταίος απ’ όλους».
Πρώτα πήγε στον Ιούδα και μετά στό Πέτρο, ο οποίος ήταν ο πιο ορμητικός απ’ όλους και στην αρχή σταματάει το Διδάσκαλο, αλλά ύστερα όταν τον έλεγξε, υποχωρεί με τη καρδιά του. Αφού έπλυνε τα πόδια όλων, πήρε τα ιμάτιά Του και ξανακάθησε.
Άρχισε κατόπιν να τους νουθετεί να αγαπούν ο ένας τον άλλον και να μη επιζητούν το ποιός θα είναι πρώτος. Στη συνέχεια τους μίλησε για την προδοσία και επειδή θορυβήθηκαν, στρέφεται με ήρεμο τρόπο στον Ιωάννη και τον υπέδειξε.
Κατόπιν πήρε ψωμί στα χέρια Του και είπε: «Λάβετε φάγετε». Το ίδιο έκανε και με το ποτήρι του κρασιού λέγοντας: «Πιέστε απ’ αυτό όλοι, γιατί αυτό είναι το αίμα Μου, της νέας Συμφωνίας. Αυτό να κάνετε για να Με θυμάστε». Μετά από αυτή τη στιγμή ο Ιούδας, μόλις έφαγε τον άρτο έφυγε και συμφώνησε με τους αρχιερείς να τους Τον παραδώσει.
Μετά το δείπνο βγήκαν όλοι στο όρος των Ελαιών, όπου ο Χριστός τους δίδαξε τα ανήκουστα και τελευταία μαθήματα και αρχίζει να λυπάται και να ανυπομονεί. Αναχωρεό μόνος Του και, γονατίζοντας, προσεύχεται εκτενώς. Από την πολλή αγωνία γίνεται ο ιδρώτας Του σαν σταγόνες πηχτού αίματος, οι οποίες έπεφταν στη γη. Μόλις συμπληρώνει την εναγώνια εκείνη προσευχή, φθάνει ο Ιούδας με ένοπλους στρατιώτες και πολύ όχλο και αφού χαιρετάει και φιλάει πονηρά το δάσκαλό Του, Τον παραδίδει.
Συλλαμβάνεται λοιπόν ο Ιησούς και τον φέρνουν δέσμιο στους Αρχιερείς Άννα και Καϊάφα. Οι μαθητές σκορπίζονται και ο θερμότερος των άλλων ο Πέτρος τον ακολούθησε ως την αρχιερατική αυλή και αρνείται και αυτός ότι είναι μαθητής Του.
Εν τω μεταξύ ο θείος διδάσκαλος παρουσιάζεται μπροστά στο παράνομο συνέδριο, εξετάζεται για τους μαθητές και τη διδασκαλία Του, εξορκίζεται στο Θεό για να πεί εάν Αυτός είναι πράγματι ο Χριστός και αφού είπε την αλήθεια, κρίνεται ως ένοχος θανάτου, επειδή τάχα βλασφήμησε. Από ‘κει και πέρα τον φτύνουν στο πρόσωπο, τον χτυπάνε, τον εμπαίζουν με κάθε τρόπο κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, ως το πρωϊ.
Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.
Να, ὁ Νυμφίος ἔρχεται στὸ μέσο τῆς νύχτας, κι εὐτυχισμένος θὰ εἶναι ὁ δοῦλος ποὺ θὰ τὸν βρεῖ (ὁ Νυμφίος) ξάγρυπνο νὰ τὸν περιμένει· ἀνάξιος ὅμως πάλι θὰ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τὸν βρεῖ ράθυμο καὶ ἀπροετοίμαστο. Βλέπε, λοιπόν, ψυχή μου νὰ μὴ βυθιστεῖς στὸν πνευματικὸ ὕπνο, γιὰ νὰ μὴν παραδοθεῖς στὸ θάνατο (τῆς ἁμαρτίας) καὶ νὰ μείνεις ἔξω τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἀνάνηψε κράζοντας· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶσαι ἐσὺ ὁ Θεὸς· σῶσε μας διὰ τῆς προστασίας τῶν ἐπουρανίων ἀσωμάτων δυνάμεων (τῶν Ἀγγέλων).
Τρίτη μεγίστη Παρθένους δέκα φέρει,
Ο Κύριος παίρνοντας αφορμή από την απορία των μαθητών, χωρίς να εξηγήσει την συμβολική σημασία του θαύματος, τους δίδαξε για τη μεγάλη δύναμη της πίστεως, η οποία όταν συνοδεύεται από εσωτερική θέρμη και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό μπορεί να κατορθώσει αφάνταστα πράγματα. Τους είπε: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε, οὐ μόνον τὸ τῆς συκῆς ποιήσετε, ἀλλὰ κἂν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε, ἂρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, γενήσεται·» (Ματθ. 21:21). Αυτή την πίστη θέλει η Εκκλησία μας να μεταδώσει και σε μας.