Monthly Archives: Μαρτίου 2014

Δ’ Κυριακή των Νηστειών – Μνήμη Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος – Χειροτονία Νικόλαου Παζαρά εις διάκονον απο το Πανιερώτατο Μητροπολίτη Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρο – 30 Μαρτίου 2014

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Μαρκ. θ’ 17 – 31 «Θεραπεία του παιδιού με το δαιμονικό πνεύμα»

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, γονυπετῶν αὐτόν, καί λέγων˙ Διδάσκαλε, ἤνεγκα τόν υἱόν μου πρός σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον˙ καί ὅπου ἄν αὐτόν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν˙ καί ἀφρίζει, καί τρίζει τούς ὀδόντας αὑτοῦ, καί ξηραίνεται˙ καί εἶπον τοῖς Μαθηταῖς σου, ἵνα αὐτό ἐκβάλωσι, καί οὐκ ἴσχυσαν. Ὁ δέ ἀποκριθείς αὐτῷ λέγει˙ Ὦ γενεά ἄπιστος, ἕως πότε πρός ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτόν πρός με. Καί ἤνεγκαν αὐτόν πρός αὐτόν˙ καί ἰδών αὐτόν, εὐθέως τό πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν˙ καί πεσών ἐπί τῆς γῆς, ἐκυλίετο ἀφρίζων. Καί ἐπηρώτησε τόν πατέρα αὐτοῦ˙ Πόσος χρόνος ἐστίν, ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; Ὁ δέ εἶπε˙ Παιδιόθεν. Καί πολλάκις αὐτόν καί εἰς πῦρ ἔβαλε, καί εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν˙ ἀλλ’ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν, σπλαγχνισθείς ἐφ’ ἡμᾶς. Ὁ δέ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ˙ Τό εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι. Καί εὐθέως κράξας ὁ πατήρ τοῦ παιδίου μετά δακρύων, ἔλεγε˙ Πιστεύω Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. Ἰδών δέ ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ, λέγων αὐτῷ˙ Τό πνεῦμα τό ἄλαλον καί κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω˙ Ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ, καί μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αυτόν. Καί κράξαν, καί πολλά σπαράξαν αὐτόν, ἐξῆλθε˙ καί ἐγένετο ὡσεί νεκρός, ὥστε πολλούς λέγειν, ὅτι ἀπέθανεν. Ὁ δέ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτόν τῆς χειρός, ἤγειρεν αὐτόν˙ καί ἀνέστη. Καί εἰσελθόντα αὐτόν εἰς οἶκον, οἱ Μαθηταί αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτόν κατ’ ἰδίαν˙ Ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; Καί εἶπεν αὐτοῖς˙ Τοῦτο τό γένος ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν, εἰμή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ. Καί ἐκεῖθεν ἐξελθόντες, παρεπορεύοντο διά τῆς Γαλιλαίας˙ καί οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ. Ἐδίδασκε γάρ τούς Μαθητάς αὑτοῦ, καί ἔλεγεν αὐτοῖς˙ Ὅτι ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καί ἀποκτενοῦσιν αὐτόν˙ καί ἀποκτανθείς, τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Μαρκ. θ’ 17 – 31 Μετάφραση «Θεραπεία του παιδιού με το δαιμονικό πνεύμα»

Εκείνο τον καιρό ένας άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού, γονάτισε μπροστά του και είπε• Διδάσκαλε,• σου έφερα το γιο μου, που έχει πνεύμα άλαλο• Και όπου τον πιάσει τον ρίχνει κάτω, και αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξεραίνεται• και είπα στους μαθητές σου για να το βγάλουν και δεν μπόρεσαν. Και ο Ιησούς του αποκρίθηκε: Ω γενεά άπιστη, ως πότε θα είμαι μαζί σας ως πότε θα σας βαστάξω; Φέρτε μου εδώ το παιδί. Και του το έφεραν. Και όταν το παιδί είδε τον Ιησού, αμέσως το πονηρό πνεύμα το τράνταξε και έπεσε στη γη και κυλιόταν αφρίζοντας. Και ο Ιησούς ρώτησε τον πατέρα του: «Πόσος καιρός είναι από τότε που το έπαθε;» Και ο πατέρας είπε: «Από τότε που ήταν μικρό παιδί». Πολλές φορές και στη φωτιά τον έριξε και στο νερό για να τον ξεκάμει• Αλλά αν μπορείς να κάνεις κάτι, λυπήσου μας και βοήθησέ μας. Κι ο Ιησούς του είπε: «Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά γι’ αυτόν που πιστεύει». Αμέσως φώναξε δυνατά ο πατέρας του παιδιού και είπε με δάκρυα: «Πιστεύω Κύριε• βοήθα με στην απιστία μου. Και όταν είδε ο Ιησούς πως μαζεύεται κόσμος, μίλησε αυστηρά στο ακάθαρτο πνεύμα και του λέγει: Πνεύμα άλαλο και κουφό, εγώ σε διατάζω, να βγεις από το παιδί και να μην ξαναμπείς σ’ αυτό. Και το πνεύμα, αφού έβαλε μεγάλη φωνή και τράνταξε δυνατά το παιδί, βγήκε• και το παιδί έγινε σαν νεκρό, ώστε πολλοί να λέγουν πως πέθανε. Και ο Ιησούς το ’πιασε από το χέρι και το σήκωσε και εκείνο στάθηκε ορθό. Και όταν ο Ιησούς πήγε στο σπίτι οι μαθητές του τον πήραν κατά μέρος και τον ρωτούσαν: «Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το πονηρό πνεύμα;» Και τους είπε: «Τα πονηρά πνεύματα με κανέναν τρόπο δεν βγαίνουν παρά μόνο με προσευχή και με νηστεία». Έφυγαν από εκεί και προχωρούσαν κρυφά μέσα από τη Γαλιλαία. Δεν ήθελε ο Ιησούς να μάθει κανείς ότι περνούσε από κει. Γιατί δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε : πως ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων που θα τον θανατώσουν˙ την τρίτη όμως ημέρα μετά το θάνατό του θ’ αναστηθεί.
Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΣΙΝΑΪΤΗΣ

Κατά τήν μνήμη του Οσίου Ιωάννου του Σιναΐτη, που γιορτάζεται την Δ’ Κυριακή των Νηστειών, προβάλλεται το περίφημο σύγγραμμά του ἡ «κλίμαξ», που σημαίνει σκάλα. Το έργο του αυτό ονομάζεται έτσι, επειδή με τριάντα λόγους ανεβάζει τον κάθε ευσεβή πιστό, σαν με τριάντα σκαλοπάτια, από τα χαμηλότερα προς τα υψηλότερα, μέχρι την κορυφή της Αγιοσύνης.
Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε και έζησε κατά πάσα πιθανότητα μετά τα μέσα του 6ου μ.Χ. αιώνα. Δεν γνωρίζουμε τίποτα άλλο από την προσωπική του ζωή, αφού από την πρώτη στιγμή που εγκατέλειψε τον κόσμο, το μόνο που φρόντισε ήταν να ζήσει ως ξένος, ενωμένος με τον Θεό. Γνωρίζουμε ακόμη ότι από την ηλικία των 15 ετών, από αγάπη για τον Θεό πήγε στο Σινά, όπου έγινε μοναχός. Βλέποντας τον Γέροντά του σαν μία ολοζώντανη εικόνα του Χριστού, αφοσιώθηκε με απόλυτη υπακοή. Ένας από τους μοναχούς, ο Στρατήγιος, προέβλεψε ότι ο νέος αυτός μοναχός θα αναδειχθεί από τον Θεό Φωστήρας της Οικουμένης. Τούτο προφήτεψαν κι άλλοι χαρισματούχοι Σιναΐτες γέροντες κι η προφητεία τους πράγματι επαληθεύτηκε. Για 40 χρόνια έζησε σε μια σπηλιά του όρους Σινά, μη έχοντας άλλη ασχολία παρά την αδιάλειπτη προσευχή και την φυλακή της καρδιάς του, ζώντας ως εν σώματι άγγελος. Αναδείχθηκε ηγούμενος της Μονής Σινά και κοιμήθηκε ειρηνικά περί το 600 μ.Χ. σε ηλικία 70 ετών. Με το έργο του αυτό, την πνευματική κλίμακα, κάθε Σαρακοστή δείχνει σε όλους την πορεία της ανόδου από τα γήινα στα ουράνια, από τα πρόσκαιρα στα αιώνια, στην αναστάσιμη χαρά.

Γ΄ Κυριακή νηστειών – Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως – Θεία Λειτουργία στο Μετόχιο Ι. Μ. Κύκκου, Άγ. Προκόπιος, Κυριακή 23/3/2014

Ευαγγέλιον Μαρκ. η΄ 34 – θ΄ 1 (Αρχαίο κείμενο)
«Ο Σταυρός του αληθινού μαθητή»

Εἶπεν ὁ Κύριος˙ Ὅς τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν, καί ἀράτω τόν σταυρόν αὑτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι. Ὅς γάρ ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὑτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν˙ ὅς δ’ ἄν ἀπολέσῃ τήν ψυχήν αὑτοῦ, ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. Τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπος, ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον, καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὑτοῦ; ἤ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὑτοῦ; Ὅς γάρ ἄν ἐπαισχυνθῇ με, καί τούς ἐμούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καί ἁμαρτωλῷ, καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν, ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρός αὑτοῦ, μετά τῶν Ἀγγέλων τῶν ἁγίων. Καί ἔλεγεν αὐτοῖς˙ Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵ τινες οὐ μή γεύσονται θανάτου, ἕως ἄν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.

Ευαγγέλιον Μαρκ. η΄ 34 – θ΄ 1 (Ερμηνευτική απόδοση)
«Ο Σταυρός του αληθινού μαθητή»

Είπε ο Κύριος: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει τον σταυρό του κι ας με ακολουθεί. Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει˙ όποιος όμως χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου και εξαιτίας του ευαγγελίου, αυτός θα τη σώσει. Γιατί τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο αλλά χάσει τη ζωή του; Γιατί τι μπορεί να δώσει ο άνθρωπος σαν αντάλλαγμα για τη ζωή του; Όποιος, ζώντας μέσα σ’ αυτή τη γενιά την άπιστη κι αμαρτωλή, ντραπεί για μένα και για τη διδασκαλία μου, θα ντραπεί γι’ αυτόν κι ο Υιός του Ανθρώπου, όταν έλθει με όλη τη λαμπρότητα του Πατέρα του, μαζί με τους άγιους αγγέλους».
Και τους έλεγε ακόμη: «Σας διαβεβαιώνω πως υπάρχουν μερικοί ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονται εδώ οι οποίοι δεν θα γευτούν τον θάνατο, πριν δουν να έρχεται δυναμικά η βασιλεία του Θεού».
Η σύνδεση του Σταυρού με την σωτηρία του ανθρώπου από τον Ιησού Χριστόν έγινε σύμβολο θυσίας και προεικονίσεως της Αναστάσεως. ΄Ετσι ο Σταυρός στον Χριστιανισμό αποτελεί έμβλημα σωτηρίας.
΄Ενας από τους γνωστότερους υμνογράφους της Εκκλησίας μας, ο άγιος Ανδρέας Κρήτης (έζησε κατά τα τέλη του 7ου και αρχές του 8ου αιώνος), εκφράζοντας τη θεολογική σημασία του Σταυρού, που ήδη καθιερώθηκε στην χριστιανική Παράδοση, τονίζει ότι ο Σταυρός αποτελεί την ελπίδα των χριστιανών, ότι είναι ο σωτήρας των απεγνωσμένων, «ο δωτήρ της υγείας, η ζωή των νενεκρωμένων, πρόγραμμα ευσεβείας, φίμωτρον βλασφημίας, όπλον κατ’ εχθρών, σκήπτρον βασιλείας, διάδημα κάλλους, ράβδος δυνάμεως, έρεισμα πίστεως, βακτηρία γήρους, οδηγός τυφλών, φως των εν σκότει, παιδωτής αφρόνων, διδάσκαλος νηπίων, αναίρεσις αμαρτίας, ένδειξις μετανοίας, υπογραφεύς δικαιοσύνης, κλίμαξ εις ουρανόν άγουσα, οδός προς αρετήν οδηγούσα, ζωής πρόξενος, θανάτου λύσις, φθοράς αλλοτρίωσις, πυρός σβεστήριον, προς Θεόν παρρησία, κλείς ουρανών βασιλείας, φύλαξ εν νυκτί, εν ημέρα πύργος, εν σκότει χειραγωγός, εν ευθυμία χαλινός, εν αθυμία ψυχαγωγός, ικέσιος, φίλιος, συνήγορος, προασπιστής, επίκουρος («ύμνος από την ακολουθία της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, P.G. 97, 1020 και εξής»).
Διά του Σταυρού εκδηλώνεται πλουσιοπάροχα στον κόσμο το πλήθος της αγάπης της φιλανθρωπίας του Θεού. Γι’ αυτό το σημείο του Σταυρού στην λατρεία και στην υμνολογία της Εκκλησίας μας εξυπηρετεί ακριβώς την αναγνώριση αυτής της πίστεως εκ μέρους των πιστών. Η έναρξη και η λήξη κάθε λειτουργικής πράξεως ή τελετής ( ακόμη και πραγματοποίηση κάθε σημαντικού έργου στην προσωπική μας ζωή) σηματοδοτείται πάντοτε διά του σημείου του Σταυρού.
΄Οπως είπαμε, ο Σταυρός συνδέεται άμεσα με την ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους. Από του Αδάμ μέχρι και της εποχής της γεννήσεως του Ιησού Χριστού οι άνθρωποι έκαναν τόσες μεγάλες αδικίες (αμαρτίες), έτσι ώστε να γίνουν άξιοι του πιο ατιμωτικού θανάτου. Και η πιο ατιμωτική μορφή θανάτου στις αρχές του 1ου αιώνα ήταν ο σταυρικός θάνατος. Επειδή όμως ο Θεός έβλεπε ότι αν και οι κοινοί άνθρωποι πέθαιναν επί του σταυρού θα έμεναν για πάντα νεκροί, από αγάπη προς εμάς, φροντίζει να σταυρωθεί στη θέση μας ο αναμάρτητος αθώος Υιός του, έτσι ώστε ως αθάνατος Υιός και Λόγος του Θεού, με τον θάνατο του να νικήσει τον θάνατο («Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον, πατήσας…»). Η ζωή του καλού χριστιανού είναι πορεία προς τη ζωή του Χριστού. Κι αυτή η πορεία για να φτάσει στην Ανάσταση, περνά απαραίτητα από την Σταύρωση του Γολγοθά («τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν Κύριε, και την αγίαν σου Ανάστασιν δοξάζομεν»). 

Γι’ αυτό στην Ευαγγελική περικοπή της σημερινής εορτής ο Ιησούς Χριστός, από αγάπη και ενδιαφέρον, μας παροτρύνει με σαφήνεια τι πρέπει να κάνουμε για να σωθούμε από τον θάνατο και να γίνουμε αδελφοί του, κατά χάριν παιδιά του Θεού, δηλαδή Θεοί, όπως η θεωθείσα ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού. Μας λέει λοιπόν: «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μου. Ός γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν, ός δ’ αν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν. Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδίση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχή αυτού; (Μάρκου 8, 34β-36). Πρέπει δηλαδή «να πεθάνεις πρίν να πεθάνεις για να μή πεθάνεις όταν πεθάνεις». Να μη εξαρτώμασε δηλαδή από τα υλικά πράγματα, αλλά να είμαστε έτοιμοι να μοιραζόμαστε τα πάντα με αυτούς που δεν έχουν και να δείχνουμε πάντοτε αγάπη και ταπείνωση σε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και σ’ αυτούς που μας πληγώνουν και μας συκοφαντούν και είναι δίπλα μας, όπως μέσα στην οικογένεια, στο χώρο που εργαζόμαστε, ακόμη και στην Παροικία μας.

Κήρυγμα Του Σεβ. Μητροπολίτου Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη

Β’ Κυριακή των Νηστειών – Γρηγορίου του Παλαμά, Άμεση Μετάδοση Θείας Λειτουργίας Μετόχιο Ι. Μ. Κύκκου, Άγ. Προκόπιος, Κυριακή 16/3/2014

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο Θαυματουργός
Εὐαγγέλιον Μαρκ. β’ 1-12
(Αρχαίο κείμενο)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Καπερναούμ˙ καί ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. Καί εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδέ τά πρός τήν θύραν˙ καί ἐλάλει αὐτοῖς τόν λόγον. Καί ἔρχονται πρός αὐτόν, παραλυτικόν φέροντες, αἰρόμενον ὑπό τεσσάρων. Καί μή δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διά τόν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τήν στέγην ὅπου ἦν˙ καί ἐξορύξαντες χαλῶσι τόν κράββατον, ἐφ’ ᾧ ὁ παραλυτικός κατέκειτο. Ἰδών δέ ὁ Ἰησοῦς τήν πίστιν αὐτῶν, λέγει τῷ παραλυτικῷ˙ Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. Ἦσαν δέ τινες τῶν Γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι, καί διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὑτῶν˙ Τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας, εἰμή εἷς, ὁ Θεός; Καί εὐθέως ἐπιγνούς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὑτοῦ, ὅτι οὕτω διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς˙ Τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; Τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ˙ Ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι˙ ἤ εἰπεῖν˙ Ἔγειραι, καί ἆρόν σου τόν κράββατον, καί περιπάτει; Ἵνα δέ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπί τῆς γῆς ἁμαρτίας˙ (λέγει τῷ παραλυτικῷ˙) Σοί λέγω, ἔγειραι, καί ἆρον τόν κράββατόν σου, καί ὕπαγε εἰς τόν οἶκόν σου. Καί ἠγέρθη εὐθέως, καί ἄρας τόν κράββατον, ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων˙ ὥστε ἐξίστασθαι πάντας, καί δοξάζειν τόν Θεόν λέγοντας˙ Ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.


Εὐαγγέλιον Μαρκ. β’ 1-12
Η θεραπεία του Παραλυτικού της Καπερναούμ (Ερμηνευτική απόδοση)
Τον καιρό εκείνο μπήκε ο Ιησούς στην Καπερναούμ και διαδόθηκε ότι βρίσκεται σε κάποιο σπίτι. Αμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ώστε δεν υπήρχε χώρος ούτε κι έξω από την πόρτα˙ και τους κήρυττε το μήνυμά του. Έρχονται τότε προς αυτόν, κουβαλώντας έναν παράλυτο, που τον βάσταζαν τέσσερα άτομα. Κι επειδή δεν μπορούσαν να τον φέρουν κοντά στον Ιησού εξαιτίας του πλήθους, έβγαλαν τη στέγη πάνω από κει που ήταν ο Ιησούς, έκαναν ένα άνοιγμα και κατέβασαν το κρεβάτι, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος ο παράλυτος. Όταν είδε ο Ιησούς την πίστη τους, είπε στον παράλυτο: «Παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες». Κάθονταν όμως εκεί μερικοί γραμματείς και συλλογίζονταν μέσα τους. «Πως μιλάει αυτός έτσι, προσβάλλονταν τον Θεό; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες; Μόνον ένας, ο Θεός». Αμέσως κατάλαβε ο Ιησούς ότι αυτά σκέφτονται και τους λέει: «Γιατί κάνετε αυτές τις σκέψεις στο μυαλό σας; Τι είναι ευκολότερο να πω στον παράλυτο: «σου συγχωρούνται οι αμαρτίες» ή να του πω, «σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα»; Για να μάθετε λοιπόν ότι ο Υιός του Ανθρώπου έχει την εξουσία να συγχωρεί πάνω στη γη αμαρτίες» – λέει στον παράλυτο: «Σ’ εσένα το λέω, σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου». Εκείνος σηκώθηκε αμέσως, πήρε το κρεβάτι του και μπροστά σ’ όλους βγήκε έξω, έτσι που θαύμαζαν όλοι και δόξαζαν τον Θεό λέγοντας: «Τέτοια πράγματα ποτέ ως τώρα δεν είδαμε!»

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο Θαυματουργός

Φωτός λαμπρόν κήρυκα νυν όντως μέγαν,
Πηγή φάους άδυτον άγει προς φέγγος.
Βιογραφία
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν δεινός θεολόγος και διαπρεπέστατος ρήτορας και φιλόσοφος. Δεν γνωρίζουμε το χρόνο και τον τόπο της γέννησής του. (Ο Σ. Ευστρατιάδης όμως, στο αγιολόγιο του, αναφέρει ότι ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 1296 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, από τον Κωνσταντίνο τον Συγκλητικό και την ευσεβέστατη Καλλονή). Ξέρουμε όμως, ότι κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα μ.Χ. ήταν στην αυτοκρατορική αυλή της Κωνσταντινούπολης, απ’ οπού και αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος χάρη ησυχότερης ζωής, και αφιερώθηκε στην ηθική του τελειοποίηση και σε διάφορες μελέτες.
Το 1335 μ.Χ. με τους δύο αποδεικτικούς λόγους του «Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος», ήλθε σε σύγκρουση με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, ο οποίος δίδασκε πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό, κι ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να ενωθεί μαζί Του. Κατά τα λεγόμενα του Βαρλαάμ, ο Θεός είναι «κλειστός στον εαυτό του» και δεν μπορεί να ενωθεί με τους ανθρώπους. Επομένως, οι «ησυχαστές», οι μοναχοί δηλαδή εκείνοι που έλεγαν ότι μπορεί ο άνθρωπος, αν έχει καθαρή καρδιά και αν συγκεντρωθεί στην «καρδιακή προσευχή» (το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με»), να ενωθεί με το Θεό και να φωτισθεί και να δει το Άκτιστο φως, ασχέτως της μόρφωσής του, δεν ήταν Ορθόδοξοι αλλά «μεσσαλιανιστές» και «ομφαλόψυχοι». Μετά από αυτές τις τοποθετήσεις του Βαρλαάμ, ο Παλαμάς εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη από όπου και άρχισε τον αγώνα «υπέρ των Ιερώς ησυχαζόντων», δηλ. αυτών που ασκούσαν τον ησυχασμό, συγγράφοντας μάλιστα και τους ομώνυμους λόγους του. Το ζητούμενο της πάλης αυτής ήταν κυρίως το μεθεκτικόν ή αμέθεκτον της θείας ουσίας. Ο Γρηγόριος, οπλισμένος με μεγάλη πολυμάθεια και ισχυρή κριτική για θέματα αγίων Γραφών, διέκρινε μεταξύ θείας ουσίας αμεθέκτου και θείας ενεργείας μεθεκτής. Και αυτό το στήριξε σύμφωνα με το πνεύμα των Πατέρων και η Εκκλησία επικύρωσε την ερμηνεία του με τέσσερις Συνόδους. Στην τελευταία, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1351 μ.Χ., ήταν και ο ίδιος ο Παλαμάς. Αλλά ο Γρηγόριος έγραψε πολλά και διάφορα θεολογικά έργα, περίπου 60.
Αργότερα ο Πατριάρχης Ισίδωρος, τον εξέλεξε αρχικά επίσκοπο Θεσσαλονίκης. Λόγω όμως των τότε ζητημάτων, αποχώρησε πρόσκαιρα στη Λήμνο. Αλλά κατόπιν ανέλαβε τα καθήκοντα του. Πέθανε το 1360 μ.Χ. και τιμήθηκε αμέσως σαν Άγιος. Ο Πατριάρχης Φιλόθεος, έγραψε το 1376 μ.Χ. εγκωμιαστικό λόγο στο Γρηγόριο Παλαμά, μαζί και ακολουθία και όρισε την εκκλησιαστική μνήμη του στη Β’ Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής.
Το τίμιο σώμα του, μετά από την εκταφή, υπήρξε άφθαρτο, δηλαδή δέν σάπισε, αλλά ευωδίαζε και θαυματουργούσε. Στούς λατίνους όμως, τους υποτελείς του Πάπα, ήταν χονδρό αγκάθι η ενθύμιση του Αγίου και μάλιστα ολόσωμου. Γι αυτό πολλες φορές τον συκοφαντούσαν λέγοντας, πως για τα αμαρτήματά του έμεινε «άλυωτος», δέν δέχθηκε από απέχθεια η γη να τον διαλύσει «στα εξ ων συνετέθη»! Τον 19ο αιώνα μ.Χ. ο ναός του Αγίου καταστράφηκε από φωτιά και το τίμιο σκήνωμά του κάηκε αφήνοντας μόνον τα οστά ανέπαφα!
Τόσο γινάτι κράτησαν οι καθολικοί που όταν τυπώνονταν οι εκκλησιαστικές μας ακολουθίες στην Βενετία – κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας – ο Δόγης έδινε την άδειά του για την έκδοση, μόνον εφόσον δέν υπήρχε σχετική αναφορά στον Αγιο. Έτσι για αρκετά χρόνια που κυκλοφορούσαν τα έντυπα από την Βενετία, η γιορτή του είχε σχεδόν ξεχαστεί. Περί τα μέσα και τέλη του 20ου αιώνα, επανήλθε η μνήμη των ενδόξων αγώνων του και έλαβε την πρέπουσα θέση στον χώρο των Ορθόδοξων ναών.

Εκδήλωση στην Αίθουσα Τελετών του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ιεράς Μονής Κύκκου "Αρχάγγελος"

Προσκαλείστε στην εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί την 
Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014 και ώρα 7 μ.μ. στην 
Αίθουσα Τελετών του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ιεράς Μονής Κύκκου «Αρχάγγελος»
στον Αρχάγγελο (Λακατάμια, δίπλα από γήπεδο ΑΠΟΕΛ). 
Θέματα και Ομιλητές 
«Με λένε Μαρία και έχω σχέση με το Γιώργο. Δεν έχει σημασία αν είμαι 15 ή 20 ή 30 ή 40 χρονών. Ούτε αν είμαι ανύπαντρη ή άνεργη. Σημασία έχει ότι εμεινα έγκυος ..»
ΟΜΙΛΗΤΗΣ: ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ π.ΜΑΡΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Προϊστάμενος Ιερού Ναού Αγίας Βαρβάρας Καϊμακλίου Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου. 
Μέσα από τις δυσκολίες, γεννιέται μια νέα κοινωνία, γεμάτη πίστη και ελπίδα για το αύριο.
ΟΜΙΛΗΤΗΣ: ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ π.ΙΩΣΗΦ ΤΑΓΑΡΑΚΗΣ 
Προϊστάμενος του Ιερού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Παλαιού Φαλήρου Ελλάδος Διδάκτωρ Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σε θέματα κοινωνικών σχέσεων. 
ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΜΕ ΕΙΣΑΓΩΓΗ & ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 
ΠΑΙΔΟΨΥΧΙΑΤΡΟΣ Δρ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΑΜΑ – ΑΓΑΠΙΟΥ 
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ: 1 ΩΡΑ ΚΑΙ 20 ΛΕΠΤΑ
ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ 
Διοργανωτής: Παγκύπριος Σύνδεσμος Στήριξης Οικογένειας και Παιδιού «ΚΙΒΩΤΟΣ»
Για οποιεσδήποτε πληροφορίες επικοινωνήστε με το τηλέφωνο: 99874907
Ευχαριστούμε θερμά τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρο
για την ευλογία του για την πραγματοποίηση της εκδήλωσής μας.

Α΄ Κυριακή των Νηστειών, Κυριακή της Ορθοδοξίας, Άμεση Μετάδοση Θείας Λειτουργίας Μετόχιο Ι. Μ. Κύκκου, Άγιος Προκόπιος – Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Η αγία αυτή ημέρα είναι ξεχωριστή, διότι παρά το κατανυκτικό κλίμα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, εορτάζει λαμπρά η Ορθοδοξία μας, η αληθινή Εκκλησία του Χριστού. Ποιούμε ανάμνηση του κορυφαίου γεγονότος της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων, το οποίο επισυνέβη το 843 μ.Χ. στο Βυζάντιο, χάρις στην αποφασιστική συμβολή της βασιλίσσης και μετέπειτα αγίας Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεοφίλου (840 – 843 μ.Χ.).

Αναφερόμαστε στη μεγάλη εικονομαχική έριδα, η οποία συντάραξε κυριολεκτικά την Εκκλησία μας για περισσότερα από εκατό χρόνια. Το 726 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Λέων ο Γ’ ο Ίσαυρος (717 – 741 μ.Χ.) αποφάσισε να επιφέρει στο κράτος ριζικές μεταρρυθμίσεις. Μια από αυτές ήταν η απαγόρευση προσκύνησης των ιερών εικόνων, επειδή, παίρνοντας αφορμή από ορισμένα ακραία φαινόμενα εικονολατρίας, πίστευε πως η χριστιανική πίστη παρέκλινε στην ειδωλολατρία. Στην ουσία όμως εξέφραζε δικές του ανεικονικές απόψεις, οι οποίες ήταν βαθύτατα επηρεασμένες από την ανεικονική ιουδαϊκή και ισλαμική πίστη. Η αναταραχή ήταν αφάνταστη. Η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε δύο φοβερά αντιμαχόμενες ομάδες, τους εικονομάχους και τους εικονολάτρες. Οι διώξεις φοβερές. Μεγάλες πατερικές μορφές ανάλαβαν να υπερασπίσουν την ορθόδοξη πίστη. Στα 787 μ.Χ. συγκλήθηκε η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία διατύπωσε με ακρίβεια την οφειλόμενη τιμή στις ιερές εικόνες. Σε αυτή επίσης διευκρινίστηκαν και άλλα δυσνόητα σημεία της χριστιανικής πίστεως, έτσι ώστε να έχουμε πλήρη αποκρυστάλλωση του ορθοδόξου δόγματος και να ομιλούμε για θρίαμβο της Ορθοδοξίας μας.

Η εικόνα στην Ορθοδοξία μας δεν αποτελεί αντικείμενο λατρείας, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά ως μέσον τιμής του εικονιζόμενου προσώπου. Ακόμα και ο Χριστός μπορεί να εικονισθεί, διότι έγινε άνθρωπος. Μάλιστα όποιος αρνείται τον εικονισμό του Χριστού αρνείται ουσιαστικά την ανθρώπινη φύση Του! Οι μεγάλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, που αναδείχθηκαν μέσα από τη λαίλαπα της εικονομαχίας, διατύπωσαν το ορθόδοξο δόγμα με προσοχή και ευλάβεια. Η προσκύνηση της ιερής εικόνας του Χριστού και των άλλων ιερών προσώπων του Χριστιανισμού δεν είναι ειδωλολατρία, όπως κατηγορούνταν από τους εικονομάχους, διότι η τιμή δεν απευθύνεται στην ύλη, αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο, καθότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ.Βασίλειος P . G . 32,149) και «Προσκυνούμεν δε ταις εικόσιν ου τη ύλη προσφέροντες την προσκύνησιν, αλλά δι΄αυτών τοις εν αυταίς εικονιζομένοις» (Ι. Δαμασκ. P . G .94 1356). Η ευλογία και η χάρη που λαμβάνει ο πιστός από την προσκύνηση των ιερών εικόνων δίνεται από το ζωντανό ιερό πρόσωπο και όχι από την ύλη της εικόνας.
Η εικόνα έχει τεράστια ποιμαντική χρησιμότητα. Μια εικόνα, σύμφωνα με γλωσσική έκφραση, αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι μέσω της εκκλησιαστικής εικονογραφίας οι πιστοί βοηθούνται να αναχθούν στις υψηλές πνευματικές θεωρίες και στο θείον.
Βεβαίως η ηρεμία δεν αποκαταστάθηκε, διότι εξακολουθούσαν να βασιλεύουν εικονομάχοι αυτοκράτορες. Στα 843 η ευσεβής αυτοκράτειρα Θεοδώρα, επίτροπος του ανήλικου γιου της Μιχαήλ του Γ΄, έθεσε τέρμα στην εικονομαχική έριδα και συνετέλεσε στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας.
Οι Πατέρες όρισαν να εορτάζεται ο θρίαμβος του ορθοδόξου δόγματος την πρώτη Κυριακή των Νηστειών για να δείξει στους πιστούς πως ο πνευματικός μας αγώνας θα πρέπει να συνδυάζεται με την ορθή πίστη για να είναι πραγματικά αποτελεσματικός. Νηστεία και ασκητική ζωή έχουν και άλλες αιρέσεις ή θρησκείες, και μάλιστα με πολύ αυστηρότερους κανόνες άσκησης. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να σωθούν και να ενωθούν με το Θεό. Η σωτηρία είναι συνώνυμη με την αλήθεια, αντίθετα η πλάνη και το ψεύδος οδηγούν σε αδιέξοδα και εν τέλει στην απώλεια.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

Ιωαν. α’ 44-52 (Εὐαγγέλιον – Αρχαίο κείμενο)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τήν Γαλιλαίαν˙ καί εὑρίσκει Φίλιππον, καί λέγει αὐτῷ˙ Ἀκολούθει μοι. Ἦν δέ ὁ Φίλιππος ἀπό Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καί Πέτρου. Εὑρίσκει Φίλιππος τόν Ναθαναήλ, καί λέγει αὐτῷ˙ Ὅν ἔγραψε Μωσῆς ἐν τῷ νόμῳ καί οἱ Προφῆται, εὑρήκαμεν Ἰησοῦν τόν υἱόν τοῦ Ἰωσήφ, τόν ἀπό Ναζαρέτ. Καί εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ˙ Ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι; Λέγει αὐτῷ Φίλιππος˙ Ἔρχου καί ἴδε˙ Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τόν Ναθαναήλ ἐρχόμενον πρός αὐτόν, καί λέγει περί αὐτοῦ˙ Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ˙ Πόθεν με γινώσκεις; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς, καί εἶπεν αὐτῷ˙ Πρό τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπό τήν συκῆν εἶδόν σε. Ἀπεκρίθη Ναθαναήλ, καί λέγει αὐτῷ˙ Ραββί, σύ εἶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, σύ εἶ ὁ Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ. Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς, καί εἶπεν αὐτῷ˙ Ὅτι εἶπόν σοι˙ Εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει. Καί λέγει αὐτῷ˙ Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν˙ Ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τόν οὐρανόν ἀνεωγότα, καί τούς Ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας, καί καταβαίνοντας ἐπί τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Ιωαν. α’ 44-52 (Εὐαγγέλιον – Ερμηνευτική απόδοση)
Τον καιρό εκείνο  ο Ιησούς αποφάσισε να πάει στη Γαλιλαία. Βρίσκει τότε τον Φίλιππο και του λέει: «Έλα μαζί μου». Ο Φίλιππος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά, την πατρίδα του Ανδρέα και του Πέτρου. Βρίσκει ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ και του λέει: «Αυτόν που προανάγγειλε ο Μωυσής στο νόμο, και οι προφήτες, τον βρήκαμε˙ είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ». «Μπορεί από τη Ναζαρέτ να βγει κάτι καλό;» τον ρώτησε ο Ναθαναήλ. «Έλα και δες μόνος σου», του λέει ο Φίλιππος. Ο Ιησούς είδε τον Ναθαναήλ να πλησιάζει και λέγει γι’ αυτόν: «Να ένας γνήσιος Ισραηλίτης, χωρίς δόλο μέσα του». «Από πού με ξέρεις;» τον ρωτάει ο Ναθαναήλ. Κι ο Ιησούς του απάντησε: «Προτού σου πει ο Φίλιππος να ’ρθείς , σε είδα που ήσουν κάτω απ’ τη συκιά». Τότε ο Ναθαναήλ του είπε: «Διδάσκαλε, εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ». Κι ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Επειδή σου είπα πως σε είδα κάτω από τη συκιά, γι’ αυτό πιστεύεις; Θα δεις μεγαλύτερα πράγματα απ’ αυτά». Και του λέει: «Σας βεβαιώνω ότι θα δείτε να έχει ανοίξει ο ουρανός, και οι άγγελοι του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν πάνω στον Υιό του Ανθρώπου.
Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες
Οι Άγιοι Σαράντα Μάρτυρες
Από τα πλέον ένδοξα θύματα των διωγμών του Χριστιανισμού είναι οι Άγιοι Σαράντα Μάρτυρες της Σεβαστείας. Ήσαν συστρατιώτες, κατάγονταν από διάφορα μέρη, συνυπηρετούσαν στην ίδια στρατιωτική μονάδα κι επί πλέον όλοι ήσαν Χριστιανοί. Μόλις μαθεύτηκε αυτό, ο ηγεμόνας της περιοχής τους κάλεσε να προσφέρουν θυσία στους θεούς. Εκείνοι όμως αρνήθηκαν και με θάρρος ομολόγησαν την χριστιανική τους πίστη. Η άρνησή τους θεωρήθηκε έγκλημα εσχάτης προδοσίας και καταδικάστηκαν να ριχτούν γυμνοί στην παγωμένη λίμνη της Σεβαστείας. Ο Μέγας Βασίλειος στον εγκωμιαστικό του λόγο προς τους Αγίους Τεσσαράκοντα παρουσιάζει τους Αγίους να προτρέπει ο ένας τον άλλον στο μαρτύριο με τα εξής λόγια: «Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο Παράδεισος». Ο ηγεμόνας πρόσταξε στην άκρη της λίμνης να στήσουν ένα θερμό λουτρό ώστε να γίνεται οδυνηρότερο το μαρτύριο των 40 στρατιωτών. Ένας μόνο δελεάστηκε από το λουτρό κι εγκατέλειψε τον αγώνα. Δεν κατάφερε όμως να ζήσει, γιατί δεν άντεξε στην θέρμη ύστερα από το μεγάλο ψύχος. Τη θέση του την πήρε αμέσως ο δεσμοφύλακας που είδε στον ουρανό αγγέλους με 40 στεφάνια να κατεβαίνουν. Το πρωί τα παγωμένα σώματα των Αγίων ρίχθηκαν στην φωτιά. Ανάμεσά τους ήταν κι ένας στρατιώτης που το πρωί ήταν στη ζωή. Η μητέρα του όμως, για να μην στερηθεί της ουρανίας δόξας, τον παρότρυνε να υπομείνει το τέλος μαζί με τους συστρατιώτες του, όπως κι έγινε. Έτσι όλοι μαζί σαράντα στον αριθμό μπήκαν στην αιώνια απόλαυση του γλυκυτάτου Παραδείσου.

Πρόγραμμα Ιερών Ακολουθιών του Ιερού Ναού Αγίου Προκοπίου, Μετόχιο Ιεράς Μονής Κύκκου | Μάρτιος – Απρίλιος 2014

ANAKOINΩΣΙΣ
ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ
ΜΕΤΟΧΙΟΥ  ΚΥΚΚΟΥ
Η  ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ  ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΥ
ΨΑΛΛΕΤΑΙ  ΤΟ  ΕΣΠΕΡΑΣ  ΕΚΑΣΤΗΣ
ΔΕΥΤΕΡΑΣ, ΤΡΙΤΗΣ, ΤΕΤΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΠΕΜΠΤΗΣ,
ΑΠΟ ΤΗΣ  3ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ – 10ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014
ΠΕΡΙ ΩΡΑΝ 5ην μ.μ. ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟΝ,
ΚΑΤΑ ΔΕ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟΝ ΠΕΡΙ ΩΡΑΝ6ην μ.μ. 

ΑΙ  ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΑΙ

ΑΡΧΟΝΤΑΙ  ΠΕΡΙ   ΩΡΑΝ 6:30 π.μ.
ΕΚΑΣΤΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
ΑΠΟ ΤΗΣ 5ης ΜΑΡΤΙΟΥ 2014 
Η  ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΩΝ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΩΝ:
Α’ ΣΤΑΣΙΣ  –                     7η  ΜΑΡΤΙΟΥ      – 6:00 μ.μ.
Β’ ΣΤΑΣΙΣ  –                    14η ΜΑΡΤΙΟΥ       – 6:00 μ.μ.
Γ’ ΣΤΑΣΙΣ  –                    21η ΜΑΡΤΙΟΥ       – 6:00 μ.μ.
Δ’ ΣΤΑΣΙΣ  –                    28η ΜΑΡΤΙΟΥ       – 6:00 μ.μ.
ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ –  4η ΑΠΡΙΛΙΟΥ      – 6:45 μ.μ.
Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ
ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΝΟΝΟΣ
ΤΕΤΑΡΤΗ  2ανΑΠΡΙΛΙΟΥ  ΠΕΡΙ  ΩΡΑΝ  5ην  μ.μ.

Τρίμηνο Μνημόσυνο Γέροντος Γαβριήλ, Καθηγουμένου της Ι.Μ. Aπ. Βαρνάβα

Στὸν κατάμεστο Ναὸ τοῦ Ἁγίου Προκοπίου, τοῦ Μετοχίου Κύκκου, τελέσθηκε σήμερα πάνδημο μνημόσυνο τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Γαβριήλ, Καθηγουμένου τῆς κατεχόμενης Μονῆς τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα.
Ἱερούργησε ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ταμασοῦ κ. Ἡσαΐας, πνευματικὸ τέκνον τοῦ ἐκλιπόντος Γέροντος, συμπροσευχομένου τοῦ Μητροπολίτου Κύκκου καὶ Τηλλυρίας κ. Νικηφόρου.
 Τὸν ἐπίκαιρο λόγο, βασισμένο στὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα, μὲ προεκτάσεις στὸ μακαριστὸ Γέροντα ἐκφώνησε ὁ Καθηγητής, Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας, Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας.
διαχώρητο ἐπεκράτησε μετὰ τὸ πέρας τοῦ μνημοσύνου στὸ κελλὶ τοῦ Γέροντος, ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν καὶ τοῦ εὐσεβοῦς πιστοῦ λαοῦ.

Τὸ κελλί ἀνοίχθηκε γιὰ προσκύνημα μετὰ ἀπὸ εὐπρεπισμὸ τοῦ χώρου μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Κύκκου.

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τῆς ὁμιλίας
Ἐγώ τίς εἰμι;
Εἶπε κάποτε ὁ Ἀββᾶς Ποιμὴν σὲ ἕνα ὑποτακτικό του, ὅπως τὸ Γεροντικὸ διηγεῖται: Ἐὰν θέλεις νὰ ἔχεις ψυχικὴ εἰρήνη καὶ ἀνάπαυση τόσο ἐδῶ στὴ γῆ, ὅσο καὶ στὸν μέλλοντα αἰῶνα, νὰ θέσεις τὸ ἐρώτημα στὸν ἑαυτό σου μὲ ταπείνωση ἀπογεύγοντας τὴν κατάκριση: Ἐγώ τίς εἰμι; Ἐγὼ ποιός εἶμαι; Πῶς μπορῶ ἐγώ, ὁ ἔσχατος τῶν ἀνθρώπων, τὸ σκύβαλο τοῦ κόσμου, νὰ κρίνω καὶ νὰ κατακρίνω τὸν ἀδελφό μου; Πῶς μπορῶ ἐγώ ποὺ εἶμαι γῆ καὶ σποδός, ποὺ λέω ὅτι ἔχω τὸ «γνῶθι σαυτόν», ποὺ γνωρίζω τὶς πτώσεις καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά μου, νὰ κατακρίνω αὐτοὺς ποὺ πειράχθηκαν ἢ πειράζονται ἀπὸ τὸν πονηρὸ ἀντὶ νὰ κλείνω τὰ μάτια καὶ νὰ κατεβάζω τὸ κεφάλι μπροστὰ στὶς ἀδύνατες στιγμὲς τῶν ἄλλων; 
Τὸ ἴδιο ἐρώτημα τοῦ Ἀββᾶ Ποιμένος ἀπευθύνει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σὲ κάθε ἕνα ἀπὸ ἐμᾶς, ὅπως ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ποὺ κατακρίνουμε τοὺς ἄλλους λέγοντας: «Σὺ τίς εἶ  ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην;» (Ῥωμ. ιδ΄ 4). Ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ κατακρίνεις ξένο δοῦλο, ξένο ὑπηρέτη; Τὸ δικαίωμα τῆς κρίσεως ἀνήκει ἀποκλειστικὰ  καὶ μόνο στὸ Θεό μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Νομοθέτης, Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ Κριτής! Ὁ οὐράνιος Πατέρας «τὴν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ υἱῷ» (Ἰωάν. ε΄ 22), δηλαδὴ τὸ ἔργο τοῦ κριτῆ τῆς οἰκουμένης παρέδωσε ὁ Θεὸς Πατέρας στὸν Υἱό του ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος. Μόνον ὁ  Χριστός μας ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ κρίνει. Ποιὸς εἶσαι ἐσύ, λοιπόν, ἀδελφέ μου, ποὺ προτρέχεις καὶ ἁρπάζεις ἐξουσία ποὺ δὲν σοῦ ἀνήκει; Πῶς τολμᾶς καὶ κατακρίνεις τὸν ἀδελφό σου; Αὐτὸς εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ Ἐσύ, εἶναι δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ Ἐσύ! Δὲν εἶναι δοῦλος δικός σου· δὲν εἶναι ὑπηρέτης σου, καὶ γι’ αὐτὸ μόνο ὁ Θεὸς ἔχει δικαίωμα νὰ τὸν ἐλέγξει καὶ νὰ τὸν κρίνει γιὰ τὰ πεπραγμένα του.
Μόνο Αὐτός, ἄλλωστε, μπορεῖ νὰ κρίνει ἀδέκαστα, τέλεια καὶ ἀντικειμενικά, γιατὶ μόνον Αὐτὸς  γνωρίζει τόσο τὶς ἐνέργειες ὅλων μας ὅσο καὶ τὰ κίνητρα ποὺ μᾶς ὤθησαν σὲ αὐτές. Ἐμεῖς κρίνουμε χωρὶς νὰ γνωρίζουμε τὶς συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐνήργησαν αὐτοὶ τοὺς ὁποίους κρίνουμε καί, τὸ σπουδαιότερο, χωρὶς νὰ γνωρίζουμε ἂν τυχὸν ἐκεῖνοι  ἔχουν μετανοήσει γιὰ τὰ τυχὸν σφάλματά τους, τὰ ὁποῖα ἐμεῖς ἀτυχῶς βλέπουμε καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα, χωρὶς νὰ πρέπει, τοὺς κατακρίνουμε. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὅμως ὄχι μόνο τοὺς ἀδικοῦμε κατάφορα, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι φορτωνόμαστε μὲ τὸ βαρὺ καὶ ἀσήκωτο φορτίο τῆς κατακρίσεως καὶ τῆς ἀντιποιήσεως τῆς δικαστικῆς ἐξουσίας τοῦ μόνου δικαιοκρίτη μας Κυρίου.
Τὸ πάθος, δυστυχῶς, τῆς κατακρίσεως, ποὺ μᾶς κατατρύχει εἶναι ὀλέθριο, ἀφοῦ αὐτὸ ἐξορίζει τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὴ ζωή μας,  πυροδοτεῖ τὸ μίσος καὶ τὸν φθόνο ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν μας καὶ πλήττει καίρια τὶς σχέσεις μας μαζί τους. Τὸ πάθος αὐτὸ εἶναι ἕνας ὁδοδείκτης ποὺ μᾶς δείχνει τὸ συνομότερο δρόμο γιὰ τὴν κόλαση, γιατὶ κλονίζει τὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ πληγώνει καὶ ἐξουθενώνει πολλὲς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις μέχρι θανάτου. Ὁ ἱερὸς  Χρυσόστομος λέει ὅτι αὐτοὶ ποὺ κατακρίνουν, ἀκόμη καὶ ἂν σωφρονοῦν καὶ νηστεύουν, στὴν πραγματικότητα ἔχουν καταργήσει καὶ τὴ σύνεση καὶ τὴ νηστεία, διότι μὲ τὴν κατάκριση ἁμαρτάνουν τρώγοντας τὶς σάρκες τῶν ἀδελφῶν τους.
    Μὲ μαθηματική, λοιπόν, ἀκρίβεια ἡ κατάκριση μᾶς ὁδηγεῖ  στὴν αἰώνια καταδίκη μας. Ὁ Κύριός μας τὸ εἶπε σαφῶς: «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε», (Ματθ. ζ΄ 1). Βέβαια ὅταν λέει «μὴ κρίνετε», δὲν μᾶς ἀρνεῖται τὸ δικαίωμα νὰ κρίνουμε καὶ νὰ ἐκφέρουμε γνώμη ἢ νὰ ἀξιολογοῦμε πρόσωπα καὶ καταστάσεις.
   Ἔχουμε δικαίωμα ὡς ἐλεύθεροι ἄνθρωποι νὰ σκεπτόμαστε καὶ νὰ κρίνουμε, ὄχι ὅμως νὰ δικάζουμε καὶ νὰ καταδικάζουμε τοὺς ἄλλους, γιατὶ μὲ τὸ ἴδιο μέτρο ποὺ ἐμεῖς κρίνουμε τοὺς ἄλλους θὰ κριθοῦμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὸν Θεό ποὺ μᾶς εἶπε: «Ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. ζ΄ 2). Ἂν λοιπὸν ἀντιποιούμενοι τὸν Δικαστὴ Κύριο καταδικάζουμε τοὺς γύρω μας, θὰ καταδικαστοῦμε κι ἐμεῖς ἀπὸ Αὐτόν, διότι κατακρίνοντας τοὺς ἄλλους οὐσιαστικὰ ὑπογράφουμε τὴ δική μας καταδίκη!
Τί, ὅμως, εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς ὠθεῖ στὴν κατάκριση; Εἶναι τὸ ἔλλειμμα τῆς ἀγάπης, ἀδελφοί μου, πρὸς τοὺς γύρω μας ποὺ μαζὶ μὲ τὸ ἐγωϊστικό μας φρόνημα δημιουργεῖ τὶς ἰδανικὲς συνθῆκες γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ μικροβίου τῆς κατακρίσεως, αὐτῆς ποὺ μᾶς κάνει νὰ ἀσθενοῦμε ψυχικὰ καὶ σωματικά.
* Κατακρίνουμε γιατὶ θεωροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας αὐθεντίες, ποὺ ὅ,τι κάνουμε εἶναι ὀρθό, θεάρεστο καὶ δίκαιο, ἐνῶ ὅ,τι κάνουν οἱ ἄλλοι εἶμαι μεμπτό, ἁμαρτωλό, ἄδικο.
* Κατακρίνουμε γιατὶ ἡ ὑπεροψία μᾶς τυφλώνει καὶ ἐνῶ εἴμαστε σκουλήκια καὶ ὀφείλουμε νὰ νοιώθουμε «ἄχθος ἀρούρης», βλέπουμε τοὺς ἄλλους σὰν μερμήγκια μπροστά μας καὶ ὄχι σὰν ἴσους ἀδελφούς, ποὺ ἔχουν τὰ ἴδια δικαιώματα στὴ ζωὴ μὲ ἐμᾶς καὶ τὴν ἴδια πίστη γιὰ τὴν αἰώνια ἀνάπαυση.
* Κατακρίνουμε γιατί, ἐνῶ δικαιολογοῦμε τὰ πάντα στοὺς ἑαυτούς μας παραμένουμε αὐστηροὶ κριτὲς τῶν ἄλλων παραθεωροῦντες τὴν ἐπιείκεια ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
* Κατακρίνουμε γιατὶ βάζουμε δεύτερους λογισμοὺς στὴν συμπεριφορὰ τῶν ἄλλων πρὸς ἐμᾶς προσπαθώντας νὰ διεισδύσουμε στὰ ἄδυτα τῶν καρδιῶν τους καὶ θεωροῦντες ὅτι ἐπέχουμε ἐμεῖς θέση Θεοῦ, τοῦ «ἐτάζοντος καρδίας καὶ νεφρούς» (Ἀποκ. β΄ 23).
* Κατακρίνουμε γιατὶ δὲν ἔχουμε διάθεση νὰ σκεπάσουμε τὶς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων, ἐνῶ σκεπάζουμε ὅλες τὶς ἀδυναμίες καὶ ἀτέλειες τὶς δικές μας.
* Κατακρίνουμε γιατὶ φλυαροῦμε, περιττολογοῦμε, ἀργολογοῦμε καὶ δὲν οἰκονομοῦμε τὸ χρόνο τῆς ζωῆς μας ἐφαρμόζοντας τὰ λόγια τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου, τοῦ Δομβοΐτου, γιὰ τὶς συναναστροφές μας «Ὠφελοῦ ἢ ὠφέλει, ἢ φεῦγε».
* Κατακρίνουμε γιατὶ λησμονοῦμε ὅτι μὲ ὅποιο μέτρο κρίνουμε τοὺς ἄλλους μὲ τὸ ἴδιο μέτρο θὰ κριθοῦμε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ τὸν Κύριο ποὺ μᾶς τὸ τόνισε αὐτό.
         
Ὁ ἀκατάκριτος Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ Ἐλεήμων, ἔλεγε ὅτι δὲν γνωρίζουμε τὰ μύχια τῶν καρδιῶν, οὔτε τὴν κρυφὴ  μετάνοια τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτὸ νὰ μὴν γινόμαστε ὑποκριτὲς βλέποντας μόνο τὴν πτώση τῶν ἄλλων καὶ ὄχι τὴν ἀνόρθωσή τους, ἢ τὸ καρφὶ στὸ μάτι τῶν ἄλλων χωρὶς νὰ βλέπουμε τὸ δοκάρι στὸ μάτι τὸ δικό μας.
Ἀμέτοχος κατακρίσεως ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωπος τῆς ἐνεργοῦ ἀγάπης, ὄντως κεχαριτωμένος, ὑπῆρξεν, ἀδελφοί μου, καὶ ὁ μακαριστὸς Γέροντας Γαβριήλ, ὁ Καθηγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, ὁ πνευματικὸς καθοδηγητὴς πλήθους πιστῶν, τοῦ ὁποίου σήμερα πενθηφοροῦντες τελοῦμε τὸ τρίμηνο μνημόσυνο ἀπὸ τῆς ἐκδημίας πρὸς Κύριον. Ὁ Γέροντας μᾶς δίδασκε τόσο μὲ τὰ λόγια του ὅσο καὶ μὲ τὴ συμπεριφορά του. Ἔλεγε: «Μὴν βλέπετε καὶ μὴν κρίνετε τὶς καταστάσεις τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ νὰ βλέπει ἕκαστος τὴν ψυχή του καὶ τὸ καθῆκον του ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Ὅλα στὸν κόσμο ἔρχονται καὶ ἀλλάζουν κι’ ὅλα ἐδῶ παραμένουν, ἐνῶ ἐμεῖς ἀπερχόμεθα σὲ κρίση καὶ αἰώνιο προορισμό. Πρέπει νὰ κρατοῦμε ζεστὴ τὴν πίστη μας καὶ τὴν ἐλπίδα μας βεβαία, γιὰ νὰ δίνουμε καὶ στοὺς ἄλλους ἀγάπη ἀνυπόκριτη καὶ εἰλικρινῆ».
          Ὁ Γέροντας Γαβριήλ, εἶχε τὸ χάρισμα τῆς ἀνιδιοτελοῦς προσφορᾶς, τῆς συμπόνοιας, τῆς πατρότητας καὶ τῆς διακριτικῆς διδασκαλίας. Εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ διαχωρίζει τὸ γνήσιο ἀπὸ τὸ κάλπικο. Μὲ τὸ κόσκινο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς θεοφιλοῦς γνώσεώς του χώριζε τὴν ἤρα ἀπὸ τὸ σιτάρι καὶ μᾶς ἔδινε τροφὴ καθαρή, ὠφέλιμη, θρεπτική. Τὴν κατάκριση θεωροῦσε ἰδιαίτερα μεγάλη ἁμαρτία καὶ μᾶς ἀπέτρεπε ἀπὸ τὸ νὰ ἀσχολούμεθα μὲ τὰ ἐλαττώματα καὶ μὲ τὶς παραβάσεις τῶν ἄλλων ἀνθρώπων! Ὁ καθένας ὅ,τι κάνει τὸ κάνει γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἔλεγε. Ἐμεῖς ὀφείλουμε ὅ,τι βλέπουμε καὶ ὅ,τι ἀκοῦμε νὰ τὸ καλύπτουμε μὲ τὴν ἀγάπη μας καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ βοηθοῦμε τοὺς γύρω μας  κατὰ τὸ μέτρο τῶν δυνάμεών μας. Ὀφείλουμε νὰ γίνουμε πτωχοὶ σὲ κατάκριση, γιὰ νὰ γίνουμε πλούσιοι σὲ ἀρετές. Νὰ διώχνουμε ἀπὸ κοντά μας τὸν πειρασμό, τὸ δαιμόνιο τῆς κατακρίσεως ποὺ εἶναι πλούσιο σὲ δολιότητα, σὲ κακία καὶ σὲ διαφθορά, ἀλλὰ πάμπτωχο σὲ φιλάνθρωπα αἰσθήματα. Θὰ εἴμαστε ἀναπολόγητοι, συνέχιζε, παιδιά μου, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μας, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου «πᾶν γόνυ κάμψει καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται Αὐτῷ» (Ῥωμ. ιδ΄ 3), ὅταν κρίνουμε τοὺς ἄλλους, ἀφοῦ κρίνοντάς τους κατακρίνουμε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας. Ὅταν ἀνοίγουμε τὰ στόματά μας, νὰ τὰ ἀνοίγουμε γιὰ προσευχὴ καὶ ὄχι γιὰ ἀδολεσχία καὶ κατάκριση. Ἀντὶ νὰ κρίνουμε καλύτερα νὰ σιωποῦμε. Νὰ ἔχουμε κλειστὸ στόμα στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀνοικτὸ στὸ Θεό.
Θέτοντας, λοιπόν, ἀδελφοί μου, ὅλοι τὸ ἐρώτημα στὸν ἑαυτό μας: «Τίς εἰμι ἐγώ;» καὶ ἀκολουθοῦντες τὰ ἴχνη τοῦ μακαριστοῦ μας Γέροντος Γαβριήλ, τοῦ ἀκατακρίτου, ἂς ταπεινωθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μας καὶ ἂς δείξουμε ἔμπρακτα τὴν ἀγάπη μας πρὸς τοὺς πλησίον μας ἀποφεύγοντας τὴν κατάκριση καὶ ἑλκύοντας πλούσια ἐπάνω μας τὴν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἰδιαίτερα τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν ποὺ ἀνοίγεται ἐμπρός μας μὲ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, καὶ μᾶς καλεῖ νὰ ἀγωνισθοῦμε νόμιμα, γιὰ νὰ στεφανωθοῦμε ἐπάξια. Καλὸ καὶ εὐλογημένο στάδιο, ἀδελφοί μου, μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Ἁγίου Ταμασοῦ, τοῦ πνευματικοῦ τέκνου τοῦ Γέροντος Γαβριήλ, ποὺ μᾶς ἱερούργησε καὶ μᾶς εὐλόγησε  σήμερα, καὶ τοῦ Ἁγίου Κύκκου, στὸν ὁποῖο μὲ χέρι καὶ καρδιὰ ποὺ ἔτρεμε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἔγραφε λίγο πρὶν κοιμηθεῖ ὁ Γέροντας: «Εὐχαριστίες ἐκφράζω ἐκ βάθους ψυχῆς στὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη Κύκκου καὶ Τηλλυρίας κ.κ. Νικηφόρο, τὸν Ἄνθρωπο τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης, γιὰ τὴν ἀκένωτη προσφορά του καὶ πρὸς τὴν ἐλαχιστότητά μου. Καὶ μὴ λησμονοῦμε ὅτι ὁ ἀκατάκριτος ἄνθρωπος ἀποφεύγει τὶς  πτώσεις καὶ τὰ τελώνια μετὰ τὴν βέβαιη ἐκδημία του, ἀφοῦ ὅλοι ὡς θνητοὶ θὰ ἐκδημήσουμε πρὸς Κύριον. Καλὸ καὶ εὐλογημένο στάδιο! 

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας.

Κυριακή της Τυρινής – Θεία Λειτουργία Μετόχιο Κύκκου, Άγιος Προκόπιος – Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

«Εὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. Σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι· Θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.» (Ματθ. στ’ 14-21)


Η τέταρτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο της τρυφής. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό ως το τελειότερο και εκλεκτότερο δημιούργημα του Θεού, ως «εικόνα και καθ’ ομοίωσις» αυτού ( Γέν.1,26). Πλάστηκε να ζει αιώνια μέσα στη χάρη και τις ευλογίες του Θεού, ατέρμονο βίο άπαυτης ευδαιμονίας. Αυτή τη σημασία έχει η βιβλική διήγηση περί του κήπου της Εδέμ (Γεν.2 ο κεφ.). Ο άνθρωπος έκαμε κακή χρήση της ελεύθερης βούλησής του και προτίμησε το κακό. Ο αρχέκακος διάβολος τον παρέσυρε στην πτώση και την καταστροφή. Αυτό του στέρησε τον παράδεισο, δηλαδή την αέναη και ζωοποιό παρουσία του Θεού και την κοινωνία των ακένωτων ευλογιών Του.

Μέγα χάσμα ανοίχτηκε ανάμεσά τους (Εφ.2,13). Η αγία Γραφή αναφέρει συμβολικά πως οι πρωτόπλαστοι διώχτηκαν από τον κήπο της Εδέμ και δύο αγγελικά όντα τάχθηκαν να φυλάγουν με πύρινες ρομφαίες την πύλη του, για να μην μπορούν να την παραβιάσουν αυτοί. Το ατέλειωτο δράμα του ανθρωπίνου γένους άρχισε!

Ο Αδάμ και η Εύα τότε κάθισαν απέναντι από τον κήπο της τρυφής και θρηνούσαν για το κακό που τους βρήκε.

Αναλογίζονταν την πρότερη ευδαιμονία τους, την σύγκριναν με την τωρινή δυστυχία τους, προέβλεπαν το μέλλον ζοφερό και γι’ αυτό έκλαιγαν γοερά. Τα καυτά τους δάκρυα πότιζαν την άνυδρη γη και οι σπαραχτικές κραυγές τους έσπαζαν την ηρεμία της έξω του παραδείσου ερήμου.

Όμως δυστυχώς ο θρήνος των πρωτοπλάστων δεν ήταν αποτέλεσμα μεταμέλειας για την ανυπακοή και την ανταρσία τους κατά του Θεού. Δεν ήταν πράξη μετάνοιας και αίτημα συγνώμης προς το Θεό, αλλά ωφελιμιστικός σπαραγμός. Δε θρηνούσαν για τη χαμένη αθωότητα και αγιότητα, αλλά για τη χαμένη υλική ευμάρεια του παραδείσου. Ούτε ένας λόγος μετάνοιας δεν ακούστηκε από τα χείλη τους! Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε πως αν εκείνη την τραγική στιγμή οι προπάτορές μας μετανοούσαν ειλικρινά και ζητούσαν ταπεινά συγνώμη από τον απόλυτα φιλάνθρωπο Θεό, θα είχαν αποκατασταθεί στην πρότερη της πτώσεως κατάστασή τους.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ϛ´ 14 – 21 (Εὐαγγέλιον – Αρχαίο κείμενο)
14 Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· 15 ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. 16 Ὅταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί, ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀπέχουσιν τὸν μισθὸν αὐτῶν. 17 σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, 18 ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ· καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. 19 Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσιν καὶ κλέπτουσιν· 20 θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· 21 ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ϛ´ 14 – 21 (Εὐαγγέλιον – Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα)
14 Πρέπει δε να έχετε υπ’ όψιν σας ότι, αν και σεις συγχωρήτε με όλην σας την καρδιά τα αμαρτήματα που έκαμαν εις σας οι άλλοι, και ο Πατήρ σας ο ουράνιος θα συγχωρήση τα ιδικά σας αμαρτήματα. 15 Εάν όμως δεν δώσετε συγχώρησιν στους ανθρώπους δια τα αμαρτήματά των, τότε ούτε ο Πατήρ σας θα συγχωρήση τας ιδικά σας αμαρτίας. 16 Οταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε όπως οι υποκριταί, σκυθρωποί και κατηφείς, διότι αυτοί αλλοιώνουν και μαραίνουν το πρόσωπόν των, παίρνουν την εμφάνισιν αδυνατισμένου ανθρώπου, δια να φανούν στους άλλους ότι νηστεύουν· αληθινά σας λέγω ότι απολαμβάνουν ολόκληρον τον μισθόν των,δηλαδή τους επαίνους των ανθρώπων. 17 Συ όμως, όταν νηστεύης, περιποιήσου την κόμην σου και νίψε το πρόσωπόν σου, όπως συνηθίζεις. 18 Δια να μη φανής στους ανθρώπους ότι νηστεύεις, αλλά στον Πατέρα σου τον επουράνιον, ο οποίος ευρίσκεται αόρατος παντού και εις τα πλέον απόκρυφα μέρη. Και ο Πατήρ σου, που βλέπει και τα κρυπτά, θα σου αποδώση εις τα φανερά την αμοιβήν σου. 19 Μη συσσωρεύετε δια τον εαυτόν σας θησαυρούς έδω εις την γην, όπου ο σκόρος και η αποσύνθεσις καταστρέφουν και αφανίζουν, και όπου οι κλέπται διατρυπούν τοίχους και χρηματοκιβώτια και κλέπτουν. 20 Να θησαυρίζετε όμως δια τον εαυτόν σας και να αποταμιεύετε θησαυρούς στον ουρανόν, όπου ούτε ο σκόρος ούτε η σαπίλα αφανίζουν, και όπου οι κλέπται δεν τρυπούν τοίχους και δεν κλέπτουν. 21 Διότι, όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδία σας (Εις τον ουρανόν ο θησαυρός σας, στον ουρανόν και η καρδία σας).

Ἐγώ τίς εἰμι;

Εἶπε κάποτε ὁ Ἀββᾶς Ποιμὴν σὲ ἕνα ὑποτακτικό του, ὅπως τὸ Γεροντικὸ διηγεῖται: «Εἰ θέλεις εὑρεῖν ἀνάπαυσιν καὶ ὧδε καὶ ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι, ἐπὶ παντὶ πράγματι λέγε• Ἐγὼ τίς εἶμι• καὶ μὴ κρίνῃς τινά». Ἐὰν θέλεις νὰ ἔχεις ψυχικὴ εἰρήνη καὶ ἀνάπαυση τόσο ἐδῶ στὴ γῆ, ὅσο καὶ στὸν μέλλοντα αἰῶνα, νὰ θέσεις τὸ ἐρώτημα στὸν ἑαυτό σου μὲ ταπείνωση ἀπογεύγοντας τὴν κατάκριση: Ἐγὼ ποιός εἶμαι; Πῶς μπορῶ ἐγώ, ὁ ἔσχατος τῶν ἀνθρώπων, τὸ σκύβαλο τοῦ κόσμου, νὰ κρίνω καὶ νὰ κατακρίνω τὸν ἀδελφό μου; Πῶς μπορῶ ἐγώ ποὺ εἶμαι γῆ καὶ σποδός, ποὺ λέω ὅτι ἔχω τὸ «γνῶθι σαυτόν», ποὺ γνωρίζω τὶς πτώσεις καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά μου, νὰ κατακρίνω αὐτοὺς ποὺ πειράχθηκαν ἢ πειράζονται ἀπὸ τὸν πονηρὸ ἀντὶ νὰ κλείνω τὰ μάτια καὶ νὰ κατεβάζω τὸ κεφάλι, γιὰ νὰ μὴ βλέπω τὶς ἀδύνατες στιγμὲς τῶν ἄλλων;

Τὸ ἴδιο ἐρώτημα τοῦ Ἀββᾶ Ποιμένος ἀπευθύνει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σὲ κάθε ἕνα ἀπὸ ἐμᾶς, ὅπως ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀναγνωσμα, ποὺ κατακρίνουμε τοὺς ἄλλους λέγοντας: «Σὺ τίς εἶ  ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην;» (Ῥωμ. ιδ΄ 4). Ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ κατακρίνεις ξένο δοῦλο, ξένο ὑπηρέτη; Τὸ δικαίωμα τῆς κρίσεως, νὰ μὴν τὸ λησμονοῦμε, ἀνήκει ἀποκλειστικὰ  καὶ μόνο στὸ Θεό μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Νομοθέτης, Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ Κριτής! Ὁ οὐράνιος Πατέρας «τὴν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ υἱῷ» (Ἰωάν. ε΄ 22), δηλαδὴ τὸ ἔργο τοῦ κριτῆ τῆς οἰκουμένης παρέδωσε ὁ Θεὸς Πατέρας στὸν Υἱό του ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος. Μόνον ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ κρίνει. Ποιὸς εἶσαι ἐσύ, λοιπόν, ἀδελφέ μου, ποὺ προτρέχεις καὶ ἁρπάζεις ἐξουσία ποὺ δὲν σοῦ ἀνήκει; Πῶς τολμᾶς καὶ κατακρίνεις τὸν ἀδελφό σου; Αὐτὸς εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ Ἐσύ, εἶναι δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ Ἐσύ! Δὲν εἶναι δοῦλος δικός σου· δὲν εἶναι ὑπηρέτης σου· δὲν εἶναι  ὑπάλληλός σου, καὶ γι’ αὐτὸ μόνο ὁ Θεὸς ἔχει δικαίωμα νὰ τὸν ἐλέγξει καὶ νὰ τὸν κρίνει γιὰ τὰ πεπραγμένα του.

Μόνο Αὐτός, ἄλλωστε, μπορεῖ νὰ κρίνει ἀδέκαστα, τέλεια καὶ ἀντικειμενικά, γιατὶ μόνον Αὐτὸς  γνωρίζει τόσο τὶς ἐνέργειες ὅλων μας ὅσο καὶ τὰ κίνητρα ποὺ μᾶς ὤθησαν σὲ αὐτές. Ἐμεῖς κρίνουμε χωρὶς νὰ γνωρίζουμε τὶς συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐνήργησαν οἱ κρινόμενοι ἀδελφοί μας καί, τὸ σπουδαιότερο, χωρὶς νὰ γνωρίζουμε ἂν τυχὸν ἐκεῖνοι  ἔχουν μετανοήσει γιὰ τὰ τυχὸν σφάλματά τους, τὰ ὁποῖα ἐμεῖς ἀτυχῶς βλέπουμε καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα, χωρὶς νὰ πρέπει, τοὺς κατακρίνουμε. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὅμως ὄχι μόνο τοὺς ἀδικοῦμε κατάφορα, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι φορτωνόμαστε μὲ τὸ βαρὺ καὶ ἀσήκωτο φορτίο τῆς κατακρίσεως καὶ τῆς ἀντιποιήσεως τῆς δικαστικῆς ἐξουσίας τοῦ μόνου δικαιοκρίτη μας Κυρίου.
Τὸ πάθος, δυστυχῶς, τῆς κατακρίσεως, ποὺ μᾶς κατατρύχει,  ἀδελφοί μου, εἶναι ὀλέθριο, ἀφοῦ αὐτὸ ἐξορίζει τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὴ ζωή μας,  πυροδοτεῖ τὸ μίσος καὶ τὸν φθόνο ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν μας καὶ πλήττει καίρια τὶς σχέσεις μας μαζί τους. Τὸ πάθος αὐτὸ εἶναι ἕνας ὁδοδείκτης ποὺ μᾶς δείχνει τὸ συνομότερο δρόμο γιὰ τὴν κόλαση. Καὶ μὴν κοροϊδεύουμε τοὺς ἑαυτούς μας ὀνομάζοντας πολλὲς φορὲς τὸ πάθος αὐτὸ ἀθῶο. Δὲν ὑπάρχει ἀθώα κατάκριση, ἀφοῦ αὐτὴ κλονίζει τὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ πληγώνει καὶ ἐξουθενώνει πολλὲς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις μέχρι θανάτου. Ὁ ἱερὸς  Χρυσόστομος λέει ὅτι αὐτοὶ ποὺ κατακρίνουν, ἀκόμη καὶ ἂν σωφρονοῦν καὶ νηστεύουν, στὴν πραγματικότητα ἔχουν καταργήσει καὶ τὴ σύνεση καὶ τὴ νηστεία, διότι μὲ τὴν κατάκριση ἁμαρτάνουν τρώγοντας τὶς σάρκες τῶν ἀδελφῶν τους.

    Σὰν ὁδοδείκτης πρὸς τὴν κόλαση ἡ κατάκριση μᾶς ὁδηγεῖ μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια στὴν αἰώνια καταδίκη μας. Ὁ Κύριός μας τὸ εἶπε σαφῶς: «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε», (Ματθ. ζ΄ 1). Βέβαια ὅταν λέει «μὴ κρίνετε», δὲν μᾶς ἀρνεῖται τὸ δικαίωμα νὰ κρίνουμε καὶ νὰ ἐκφέρουμε γνώμη, νὰ ἀξιολογοῦμε πρόσωπα καὶ καταστάσεις καὶ νὰ ρυθμίζουμε ἀναλόγως τὴν πορεία μας.

   Ἔχουμε δικαίωμα ὡς ἐλεύθεροι ἄνθρωποι νὰ σκεπτόμαστε καὶ νὰ κρίνουμε, ὄχι ὅμως νὰ δικάζουμε καὶ νὰ καταδικάζουμε τοὺς ἄλλους, γιατὶ μὲ τὸ ἴδιο μέτρο ποὺ ἐμεῖς κρίνουμε τοὺς ἄλλους θὰ κριθοῦμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὸν Θεό ποὺ μᾶς εἶπε: «Ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. ζ΄ 2). Ἂν λοιπὸν ἀντιποιούμενοι τὸν Δικαστὴ Κύριο καταδικάζουμε τοὺς γύρω μας, θὰ καταδικαστοῦμε κι ἐμεῖς ἀπὸ Αὐτόν, διότι κατακρίνοντας τοὺς ἄλλους οὐσιαστικὰ ὑπογράφουμε τὴ δική μας καταδίκη!

    Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία στὴ γνωστὴ εὐχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ, τοῦ Σύρου, «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου…», περιλαμβάνει καὶ εἰδικὸ αἴτημα, γιὰ φωτισμὸ Θεοῦ, ὥστε  «ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου», δηλαδὴ νὰ βλέπω τὰ δικά μου ἁμαρτήματα καὶ νὰ μὴν κατακρίνω τὸν ἀδελφό μου.
 Τί, ὅμως, εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς ὠθεῖ στὴν κατάκριση; Εἶναι τὸ ἔλλειμμα τῆς ἀγάπης, ἀδελφοί μου, πρὸς τοὺς γύρω μας ποὺ μαζὶ μὲ τὸ ἐγωϊστικό μας φρόνημα δημιουργεῖ τὶς ἰδανικὲς συνθῆκες γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ μικροβίου τῆς κατακρίσεως, αὐτῆς ποὺ μᾶς κάνει νὰ ἀσθενοῦμε ψυχικὰ καὶ σωματικά.
* Κατακρίνουμε γιατὶ θεωροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας αὐθεντίες, ποὺ ὅ,τι κάνουμε εἶναι ὀρθό, θεάρεστο καὶ δίκαιο, ἐνῶ ὅ,τι κάνουν οἱ ἄλλοι εἶμαι μεμπτό, ἁμαρτωλό, ἄδικο.

* Κατακρίνουμε γιατὶ ἡ ὑπεροψία μᾶς τυφλώνει καὶ ἐνῶ εἴμαστε σκουλήκια καὶ ὀφείλουμε νὰ νοιώθουμε «ἄχθος ἀρούρης», βλέπουμε τοὺς ἄλλους σὰν μερμήγκια μπροστά μας καὶ ὄχι σὰν ἴσους ἀδελφούς, ποὺ ἔχουν τὰ ἴδια δικαιώματα στὴ ζωὴ μὲ ἐμᾶς καὶ τὴν ἴδια πίστη γιὰ τὴν αἰώνια ἀνάπαυση.
* Κατακρίνουμε γιατί, ἐνῶ δικαιολογοῦμε τὰ πάντα στοὺς ἑαυτούς μας παραμένουμε αὐστηροὶ κριτὲς τῶν ἄλλων παραθεωροῦντες τὴν ἐπιείκεια ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
* Κατακρίνουμε γιατὶ βάζουμε δεύτερους λογισμοὺς στὴν συμπεριφορὰ τῶν ἄλλων προσπαθώντας νὰ διεισδύσουμε στὰ ἄδυτα τῶν καρδιῶν τους καὶ θεωροῦντες ὅτι ἐπέχουμε ἐμεῖς θέση Θεοῦ, τοῦ «ἐτάζοντος καρδίας καὶ νεφρούς» (Ἀποκ. β΄ 23).
* Κατακρίνουμε γιατὶ δὲν ἔχουμε διάθεση νὰ σκεπάσουμε τὶς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων, ἐνῶ σκεπάζουμε ὅλες τὶς ἀδυναμίες καὶ ἀτέλειες τὶς δικές μας.
* Κατακρίνουμε γιατὶ φλυαροῦμε, περιττολογοῦμε, ἀργολογοῦμε καὶ δὲν οἰκονομοῦμε τὸ χρόνο τῆς ζωῆς μας ἐφαρμόζοντας τὰ λόγια τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου, τοῦ Δομβοΐτου, γιὰ τὶς συναναστροφές μας «Ὠφελοῦ ἢ ὠφέλει, ἢ φεῦγε».
* Κατακρίνουμε γιατὶ λησμονοῦμε ὅτι μὲ ὅποιο μέτρο κρίνουμε τοὺς ἄλλους μὲ τὸ ἴδιο μέτρο θὰ κριθοῦμε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ τὸν Κύριο ποὺ μᾶς τὸ τόνισε αὐτό.
     
   Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὸν Ὅσιο Ἁγιορείτη Γέροντα Τύχωνα, ὁ ὁποῖος ἀπέφευγε ἐπιμελῶς τὴν κατάκριση μὲ ἕναν ἀγαθὸ λογισμό. Ἔτσι, ὅταν κάποτε ἔστελνε τοὺς παραγυιούς του στὶς Καρυές, τοὺς συνόδευε γιὰ ἕνα περίπου χιλιόμετρο, μέχρι νὰ περάσουν ἀπὸ τὸ γειτονικὸ Καλύβι ἑνὸς Ρώσου ἱερέα. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἦταν λίγο εὐτραφής, γιὰ νὰ μὴν πέσουν στὴν κατάκριση οἱ νέοι μοναχοὶ μόνο ἀπὸ τὴν ἐξωτερική του ἐμφάνιση , ὅταν τὸν συναντοῦσαν, τοὺς συμβούλευε πατρικά: «Ὅταν δεῖτε τὸν Παππούλη, νὰ λέτε: «Αὐτὸς εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος, τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε» καὶ νὰ σκύψετε νὰ τοῦ φιλήσετε τὸ χέρι». Μὲ αὐτὸ τὸν καλὸ λογισμὸ ποὺ περιέχει ταπείνωση καὶ ἀγάπη ἡ κατάκριση  καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση ἡ ἱεροκατάριση φυγαδεύεται.
Μήπως τὰ ἴδια δὲν μᾶς δίδασκε καὶ ὁ Ὅσιος Βιτάλιος, ὁ ὁποῖος ἔκανε ποιμαντικὴ στὶς γυναῖκες ἐλευθερίων ἠθῶν τῆς Ἀλεξάνδρειας, λέγοντας: «Μὴ κρίνετε πρὸς καιροῦ, ἕως νὰ ἔλθῃ ὁ δίκαιος ἁπάντων Κριτής».

Ὁ ἀκατάκριτος ἐπίσης Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ Ἐλεήμων, ἔλεγε ὅτι δὲν γνωρίζουμε τὰ μύχια τῶν καρδιῶν, οὔτε τὴν κρυφὴ  μετάνοια τῶν ἀνθρώπων. Εἴμαστε ὑποκριτὲς κατὰ τὸ λόγια τοῦ Κυρίου μας. Βλέπουμε τὴν πτώση τῶν ἄλλων καὶ ὄχι τὴν ἀνόρθωσή τους. Βλέπουμε τὸ καρφὶ στὸ μάτι τῶν ἄλλων καὶ δὲν βλέπουμε τὸ δοκάρι στὸ μάτι τὸ δικό μας. (Ματθ. ζ΄ 2).
Ἀμέτοχος κατακρίσεως ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωπος τῆς ἐνεργοῦ ἀγάπης, ὄντως κεχαριτωμένος, ὑπῆρξεν, ἀδελφοί μου, καὶ ὁ μακαριστὸς Γέροντας Γαβριήλ, ὁ Καθηγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, ὁ πνευματικὸς καθοδηγητὴς πλήθους πιστῶν, τοῦ ὁποίου σήμερον τελοῦμε τὸ τρίμηνο μνημόσυνο ἀπὸ τῆς ἐκδημίας πρὸς Κύριον. Ὁ Γέροντας μᾶς δίδασκε τόσο μὲ τὰ λόγια του ὅσο καὶ μὲ τὴ συμπεριφορά του. Ἔλεγε: «Μὴν βλέπετε καὶ μὴν κρίνετε τὶς καταστάσεις τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ νὰ βλέπει ἕκαστος τὴν ψυχή του καὶ τὸ καθῆκον του ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Ὅλα στὸν κόσμον ἔρχονται καὶ ἀλλάζουν κι’ ὅλα ἐδῶ παραμένουν, ἐνῶ ἐμεῖς ἀπερχόμεθα σὲ κρίση καὶ αἰώνιο προορισμό. Πρέπει νὰ κρατήσουμε ζεστὴ τὴν πίστη μας καὶ τὴν ἐλπίδα μας βεβαία, γιὰ νὰ δώσουμε καὶ στοὺς ἄλλους ἀγάπη ἀνυπόκριτη καὶ εἰλικρινῆ».

    Ὁ Γέροντας Γαβριήλ, εἶχε τὸ χάρισμα τῆς ἀνιδιοτελοῦς προσφορᾶς, τῆς συμπόνοιας, τῆς πατρότητας, τῆς διακριτικῆς διδασκαλίας καὶ τῆς τηρήσεως τοῦ Εὐαγγελικοῦ νόμου χωρὶς ἐκπτώσεις ἢ παρεκλίσεις ἀπὸ τὰ πατρῶα δόγματα, ἀλλὰ μὲ τέτοια χάρη, ποὺ ὁ καθένας μας ἔφευγε ἀπὸ κοντά του ἀλαφρωμένος καὶ χαρούμενος. Εἶχε ὁ Γέροντας τὴ δυνατότητα νὰ διαχωρίζει τὸ γνήσιο ἀπὸ τὸ κάλπικο. Μὲ τὸ κόσκινο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς θεοφιλοῦς γνώσεώς του χώριζε τὴν ἤρα ἀπὸ τὸ σιτάρι καὶ μᾶς ἔδινε νὰ φᾶμε τὸ καθαρό, τὸ ὠφέλιμο, τὸ θρεπτικό. Τὴν κατάκριση θεωροῦσε ἰδιαίτερα μεγάλη ἁμαρτία καὶ μᾶς ἀπέτρεπε ἀπὸ τὸ νὰ ἀσχολούμεθα μὲ τὰ ἐλαττώματα καὶ μὲ τὶς παραβάσεις τῶν ἄλλων ἀνθρώπων! Δὲν ἔχουμε καμιὰ δουλειὰ ἐμεῖς, ἔλεγε, νὰ ἀσχολούμεθα μὲ τοὺς ἄλλους. Ὁ καθένας ὅ,τι κάνει τὸ κάνει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἐμεῖς ὀφείλουμε μόνο ὅ,τι βλέπουμε καὶ ὅ,τι ἀκοῦμε νὰ τὰ συγχωροῦμε καὶ μὲ τὴν ἀγάπη μας νὰ προσπαθοῦμε νὰ βοηθοῦμε τοὺς γύρω μας  ὅσο ἐπιτρέπουν οἱ δυνάμεις μας. Ὀφείλουμε νὰ γίνουμε πτωχοὶ σὲ κατάκριση, γιὰ νὰ γίνουμε πλούσιοι σὲ ἀρετές. Νὰ διώχνουμε ἀπὸ κοντά μας τὸν πειρασμό, τὸ δαιμόνιο τῆς κατακρίσεως ποὺ εἶναι πλούσιο σὲ δολιότητα, σὲ κακία καὶ σὲ διαφθορά, ἀλλὰ πάμπτωχο σὲ φιλάνθρωπα αἰσθήματα. Τὴν κατάκριση καὶ τὸν ψιθυρισμὸ θεωροῦσε ὁ Γέροντας μολυσματικὴ ἀσθένεια καὶ τὸν μολυσμένο ἀπὸ αὐτὴ ἄνθρωπο μισητὸ ἀπὸ τὸ Θεὸ τῆς ἀγάπης θυμίζοντάς μας τὰ λόγια τοῦ σοφοῦ Σειραχίδη: «Μολύνει τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ὁ ψιθυρίζων καὶ ἐν παροικήσει μισηθήσεται» (Σοφ. Σειρ. κα’ 28).  Θὰ εἴμαστε ἀναπολόγητοι, συνέχιζε, παιδιά μου, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μας, ὅταν κρίνουμε τοὺς ἄλλους, ἀφοῦ κρίνοντάς τους κατακρίνουμε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ μέγας Παῦλος  ἔλεγε γιὰ τοὺς κατακριτὲς στοὺς Κορινθίους: «Λογίζῃ, ὦ ἄνθρωπε, ὅτι σὺ ἐκφεύξῃ τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ;» (Ῥωμ. β’ 1-3). Νομίζεις, ἀδελφέ μου, ὅτι ἐσὺ ποὺ κρίνεις χωρὶς συστολὴ τοὺς ἄλλους  θὰ ξεφύγεις  ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ; Ὅλοι θὰ κριθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Δικαιοκρίτη Κυρίου, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου «πᾶν γόνυ κάμψει καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται Αὐτῷ» (Ῥωμ. ιδ΄ 3). Ὅταν ἀνοίγουμε τὰ στόματά μας, νὰ τὰ ἀνοίγουμε γιὰ προσευχὴ καὶ ὄχι γιὰ ἀδολεσχία καὶ κατάκριση. Ἀντὶ νὰ κρίνουμε καλύτερα νὰ σιωποῦμε. Νὰ ἔχουμε κλειστὸ στόμα στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀνοικτὸ στὸ Θεό.

Θέτοντας, λοιπόν, ἀδελφοί μου, ὅλοι τὸ ἐρώτημα στὸν ἑαυτό μας: «Τίς εἰμι ἐγώ;» καὶ ἀκολουθοῦντες τὰ ἴχνη τοῦ μακαριστοῦ μας Γέροντος Γαβριήλ, τοῦ ἀκατακρίτου, ἂς ταπεινωθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μας καὶ ἂς δείξουμε ἔμπρακτα τὴν ἀγάπη μας πρὸς τοὺς πλησίον μας ἀποφεύγοντας τὴν κατάκριση καὶ ἑλκύοντας πλούσια ἐπάνω μας τὴν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἰδιαίτερα τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν ποὺ ἀνοίγεται ἐμπρός μας μὲ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, καὶ μᾶς καλεῖ νὰ ἀγωνισθοῦμε νόμιμα, γιὰ νὰ στεφανωθοῦμε ἐπάξια. Καλὸ καὶ εὐλογημένο στάδιο, ἀδελφοί μου, μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Ἁγίου Ταμασοῦ, τοῦ πνευματικοῦ τέκνου τοῦ Γέροντος Γαβριήλ, ποὺ μᾶς ἱερούργησε καὶ μᾶς εὐλόγησε  σήμερα, καὶ τοῦ Ἁγίου Κύκκου, στὸν ὁποῖο μὲ χέρι καὶ καρδιὰ ποὺ ἔτρεμε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἔγραφε λίγο πρὶν κοιμηθεῖ ὁ Γέροντας: «Εὐχαριστίες ἐκφράζω ἐκ βάθους ψυχῆς στὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη Κύκκου καὶ Τηλλυρίας κ.κ. Νικηφόρο, τὸν Ἄνθρωπο τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης, γιὰ τὴν ἀκένωτη προσφορά του καὶ πρὸς τὴν ἐλαχιστότητά μου. Καὶ μὴ λησμονοῦμε ὅτι ὁ ἀκατάκριτος ἄνθρωπος ἀποφεύγει τὶς σαρκικὲς πτώσεις καὶ τὰ τελώνια μετὰ τὴν βέβαιη ἐκδημία του, ἀφοῦ ὅλοι ὡς θνητοὶ θὰ ἐκδημήσουμε πρὸς Κύριο. Καλὸ καὶ εὐλογημένο στάδιο!

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας, Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας.